Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors

54 χρόνια χωρίς τον Στρατή Μυριβήλη

«Κατάμπροστα στο ψαραδολίμανο, μέσα στο μάτι του μπουνέντη, ορθώνεται πάνω σε θεόρατη θαλλασοβραχιά το ξωκλήσι της Παναγιάς της Γοργόνας. Τούτο τον όγκο της πέτρας τονε κράζουν οι χωριανοί της “Παναγιάς τα ράχτα”….. Οι άνθρωποι ρίξανε ριχτίμι στην προέχταση του βράχου. Έτσι έκαναν εύκολα τον μώλο του λιμανιού και το διαφεντεύουν από τις αγριοκαιριές της Ανατολής…

Το ξωκλήσι δεν είναι να πεις τίποτα παλλαϊκό χτίσμα, απ’ αυτά τα μικρά αριστουργήματα που μαστόρεψε η βυζαντινή αρχιτεκτονική σε όλη την Ελλάδα. Είναι τετράγωνο και γερό, χτισμένο με πολύ ευλάβεια και λίγο γούστο από κάτι θεοφοβούμενους μαστόρους και ναύτες, πάνε τώρα εβδομήντα ή ογδόντα χρόνια».

Στον τόπο αυτό, σε μια όμορφη γωνιά της Λέσβου, ξετυλίγεται το μυθιστόρημα του Στρατή Μυριβήλη «Η Παναγιά η Γοργόνα», το τρίτο και τελευταίο από τη λεγόμενη «Τριλογία του πολέμου», που συνέγραψε ο σπουδαίος Έλληνας λογοτέχνης.

Πρόκειται για το λιμάνι του ορεινού χωριού Συκαμιά ή Συκαμινέα, γενέτειρας του Μυριβήλη, στο οποίο αποδόθηκε το όνομα Σκάλα Συκαμιάς. Εκεί, επάνω στο λιμάνι, αντίκρυ από το ξωκλήσι, βρισκόταν και παραμένει ως σήμερα, υπεραιωνόβια πια, η περίφημη «Η μουριά του Μυριβήλη». Ήταν η μουριά, κάτω από την οποία καθόταν ο πεζογράφος όταν συνέγραφε την «Παναγιά τη Γοργόνα».

Το ξωκλήσι της Παναγιάς της Γοργόνας, το οποίο δεσπόζει στο λιμάνι της Σκάλας Συκαμιάς, εκεί όπου ο Στρατής Μυριβήλης εμπνεύστηκε και συνέγραψε το τρίτο και τελευταίο μυθιστόρημα από τη λεγόμενη «Τριλογία του πολέμου»

Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε το 1949 και είχε ως κύριο θέμα τον αγώνα των προσφύγων από τη Μικρά Ασία να ριζώσουν στην καινούργια τους πατρίδα, στο μικρό χωριό της Σκάλας Συκαμιάς. Ήταν ένα τέλειο μυθιστόρημα, κατά τον Αιμίλιο Χουρμούζιο, κριτικό λογοτεχνίας και θεάτρου, δημοσιογράφο και δοκιμιογράφο. «Είναι η πρώτη φορά», είχε γράψει χαρακτηριστικά ο Χουρμούζιος, «που ένα νεοελληνικό πεζογράφημα αντιμετωπίζει το θέμα της εγκατάστασης των προσφύγων στην Ελλάδα από τη στιγμή του ξεριζωμού και κατόπιν, χωρίς ανόητους ρομαντισμούς και περιττές λειάνσεις ενός γεγονότος που είχε τόσο τραχειές γωνίες». «Ό,τι συναρπάζει αμέσως τον αναγνώστη και τον κατακλύζει με γοητεία», επισήμαινε ο διαπρεπής κριτικός, «είναι αυτός ο θαυμάσιος πλούτος της γλώσσας που συνθέτει στέρεες εικόνες, τις ζωντανεύει και τις αφήνει να κυματίζουν ανάμεσα στον ρεαλισμό της περιγραφής και στη λυρική διάθεση που τις ζεσταίνει».

Η «Τριλογία του πολέμου»

Η περίφημη «Τριλογία του πολέμου» του Στρατή Μυριβήλη συναποτελείται από τα μυθιστορήματα «Η ζωή εν τάφω» και «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια».

Η «ζωή εν τάφω», ένα από τα εμβληματικά μυθιστορήματα της ελληνικής λογοτεχνίας του 20ου αιώνα, ήταν το πρώτο που έγραψε o Μυριβήλης, αποτυπώνοντας σε αυτό τις προσωπικές του εμπειρίες από την φρίκη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το έργο πρωτοκυκλοφόρησε το 1924, αλλά πήρε οριστική μορφή κατά την 7η έκδοσή του, το 1955. Το 2019 μεταφέρθηκε στην τηλεόραση, σε σκηνοθεσία του Τάσσου Ψαρά, με τους βασικούς χαρακτήρες να ενσαρκώνουν οι Δημήτρης Μοθωναίος, Γιάννης Μπέζος, Χριστίνα Χειλά – Φαμέλη, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Νίκος Πουρσανίδης κ.α. Η δραματική τηλεοπτική σειρά προβλήθηκε από την ΕΡΤ, από τον Ιανουάριο έως τον Ιούνιο.

«Η “ζωή εν τάφω” βρίσκω πως είναι ανώτερο έργο από όλα τα ανάλογα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας που διάβασα», έχει γράψει σχετικά ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ενώ ο Ιωάννης Γρυπάρης, στο ίδιο πνεύμα έκανε, λόγο για «το καλύτερο, το ανώτερο, το αρτιώτερο πεζογράφημα που έχει να δείξει από τις καταβολές της μέχρι σήμερα η νεοελληνική πεζογραφία».

Το δεύτερο μυθιστόρημα, «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια», το οποίο κυκλοφόρησε το 1933, αποτέλεσε συνέχεια του «Η ζωή εν τάφω» και πραγματευόταν τα γεγονότα της περιόδου 1917 – 1922, με επίκεντρο τη μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή. Το συγκεκριμένο έργο του Μυριβήλη μεταφέρθηκε στην τηλεόραση το 1979 και αποτέλεσε τη δεύτερη έγχρωμη τηλεοπτική σειρά, που προβλήθηκε από το δίκτυο της ΕΡΤ. Την τηλεοπτική διασκευή επιμελήθηκε η Μαργαρίτα Λυμπεράκη, τη σκηνοθεσία είχε ο Κώστας Αριστόπουλος, ενώ πρωταγωνιστές της σειράς ήταν οι Γιάννης Φέρτης, Κάτια Δανδουλάκη, Νικήτας Τσακίρογλου, Ειρήνη Ιγγλέση και πολλοί άλλοι γνωστοί ηθοποιοί.

«Αντιπολεμικός λογοτέχνης»

Ο Στρατής Μυριβήλης έχει χαρακτηριστεί ως «αντιπολεμικός λογοτέχνης», καθότι μέσα από τα έργα του αποτύπωσε τη ρεαλιστική και φρικτή διάσταση του πολέμου. Ο ίδιος, εξάλλου, είχε λάβει μέρος σε τρεις πολέμους – στους Βαλκανικούς, στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη Μικρασιατική Εκστρατεία. «Ο Μυριβήλης έζησε τη μεγάλη φουρτούνα του Έθνους ολόκληρου. Έζησε και την προσωπική τραγωδία του στρατιώτη, του τραυματία, του ανάπηρου. Με τη βαθιά του ευαισθησία ταυτίστηκε με τον αδιέξοδο πόνο που τον τριγύριζε. «Η ζωή εν τάφω», «Η Δασκάλα με τα χρυσά μάτια» μάς μεταφέρουν στην ατμόσφαιρα της εποχής με τόση αλήθεια που δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από τον εφιάλτη της. Όμως ο ίδιος κατείχε μια λυτρωτική δύναμη. Το γνήσιο θάμπος του αντικρίζοντας το κάλλος. Βυθιζόταν στην σιωπή κατειλημμένος και ανάπνεε βαθιά τη δρόσο της ευγνωμοσύνης και της παρηγοριάς που προσφέρει. Αυτή την ευγνωμοσύνη προς την ομορφιά τη ζούμε και στα βιβλία του», είχε γράψει η Ιωάννα Τσάτσου.

Ταυτόχρονα, ο Στρατής Μυριβήλης διακρινόταν για το έντονα ποιητικό και λυρικό του ύφος, καθώς και για την «καλοδουλεμένη» γλώσσα που χρησιμοποιούσε στα έργα του. «Είναι μάστορης» είχε πει χαρακτηριστικά ο Νίκος Καζαντζάκης, εκθειάζοντας το έργο του Μυριβήλη και, ειδικότερα, τον τρόπο με τον οποίο χειριζόταν την ελληνική γλώσσα.

Η ζωή του Στρατή Μυριβήλη

Το πραγματικό ονοματεπώνυμο του Στρατή Μυριβήλη ήταν Ευστράτιος Σταματόπουλος. Γεννήθηκε το 1890 και ήταν το πρώτο από τα πέντε παιδιά του εμπόρου Χαράλαμπου Σταματόπουλου και της Ασπασίας Γεωργιάδη. Από μικρή ηλικία ήρθε σε επαφή με τους λόγιους της Λέσβου και με τον κόσμο της λογοτεχνίας, ενώ το 1910 έκανε την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα, δημοσιεύοντας συχνά κείμενά του στο περιοδικό «Νεότης» της Σμύρνης. Τον αμέσως επόμενο χρόνο βραβεύτηκε σε έναν διαγωνισμό διηγήματος που οργάνωσε το περιοδικό, για το διήγημά του «Άσπρο Στεφάνι». Σε εκείνον τον διαγωνισμό υπέγραψε για πρώτη φορά με το επώνυμο «Μυριβήλης» – προερχόμενο από την ονομασία της πλαγιάς του βουνού, που βρισκόταν πάνω από το πατρικό του σπίτι – και με αυτό έμελλε να καθιερωθεί ως ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της γενιάς του ’30.

Στη Λέσβο είχε αρχίσει να εργάζεται ως δημοσιογράφος και ως δάσκαλος, όμως το 1912 μετακόμισε στην Αθήνα για ανώτατες σπουδές. Μετά τη συμμετοχή του στους Βαλκανικούς Πολέμους, επέστρεψε στη Μυτιλήνη, όπου το 2015 εξέδωσε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων «Κόκκινες Ιστορίες». Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου κατατάχθηκε στο 4ο Σύνταγμα Αρχιπελάγους με το βαθμό του δεκανέα και συμμετείχε στην πολεμική επιχείρηση της προκάλυψης του Μοναστηρίου, ενώ κατά τη μικρασιατική εκστρατεία υπηρέτησε ως λοχίας στο Β’ νοσοκομείο διακομιδής, στο Εσκισεχίρ. Εκεί παντρεύτηκε τη μικρασιάτισσα Ελένη Δημητρίου, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά. Μετά από την καταστροφή, επέστρεψε στη Λέσβο και εγκαταστάθηκε εκεί για 10 χρόνια, μέχρι που, μαζί με την οικογένειά του, μετακόμισε οριστικά στην Αθήνα.

Στην Αθήνα συνεργάστηκε με πολλές και μεγάλες εφημερίδες της εποχής, έγινε τακτικό μέλος της ΕΣΗΕΑ, ενώ παράλληλα συνέχισε το λογοτεχνικό του έργο. Το 1938 διορίστηκε υπάλληλος στη Βιβλιοθήκη της Βουλής, ενώ από το 1946 έως και το 1950 διηύθυνε το πρόγραμμα στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας. Το 1940 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας για το «Γαλάζιο Βιβλίο», ενώ προτάθηκε και τρεις φορές για το Βραβείο Νόμπελ. Το 1958 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, ενώ υπήρξε ιδρυτικό μέλος, πρόεδρος και αντιπρόεδρος της «Εθνικής Εταιρείας των Λογοτεχνών της Ελλάδος», ιδρυτικό μέλος, αντιπρόεδρος και πρόεδρος της «Ελληνικής Εταιρείας Λογοτεχνών» και τιμητικό μέλος του «Διεθνούς Ινστιτούτου Γραμμάτων και Τεχνών». Το 1959 του απονεμήθηκε ο Σταυρός του Ταξιάρχη του Βασιλικού Τάγματος του Γεωργίου Α᾿.

Ο σπουδαίος λογοτέχνης έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα πριν 54 χρόνια, στις 19 Ιουλίου του 1969, μετά από πολυετή «μάχη» με τον καρκίνο, ο οποίος τον είχε καθηλώσει στο κρεβάτι από το 1962.

Στην πολύτιμη κληρονομιά που άφησε πίσω του, συγκαταλέγονται οι συλλογές διηγημάτων «Το πράσινο βιβλίο», «Το γαλάζιο βιβλίο», «Το κόκκινο βιβλίο» και «Το βυσσινί βιβλίο», οι νουβέλες «Ο Βασίλης ο Αρβανίτης», «Τα παγανά» και «Ο Παν», η ποιητική συλλογή «Μικρές φωτιές», καθώς επίσης δοκίμια και χρονογραφήματα. Συμμετείχε ακόμη στη συγγραφή του μυθιστορήματος «Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων», μαζί με άλλους τρεις εκπροσώπους της γενιάς του ’30, τον Άγγελο Τερζάκη, τον Ηλία Βενέζη και τον Μ.Καραγάτση.