Α’ Απελευθέρωση της Κομοτηνής (14 Ιουλίου 1913) κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Την 5η Οκτωβρίου του 1912 ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος ήταν πλέον γεγονός και οι πρωταγωνιστές του ήταν τα συμμαχικά κράτη της Ελλάδος, της Βουλγαρίας, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στο πλαίσιο των λεγομένων συμμαχικών πολεμικών επιχειρήσεων οι Βούλγαροι κατά τον Νοέμβριο του 1912 εισέρχονται και εγκαθίστανται στη Δυτική Θράκη όχι ως απελευθερωτές και σύμμαχοι, αλλά στην πραγματικότητα ως κατακτητές, προκειμένου να εκβουλγαρίσουν τον ελληνισμό της Θράκης. Έτσι, επί οκτώ μήνες, από τον Νοέμβριο του 1912 έως και τον Ιούλιο του 1913, διεξήγετο ένας ανελέητος ανθελληνικός αγώνας, ο οποίος είχε έναν και μόνο στόχο που δεν ήταν άλλος από την ίδρυση της Μεγάλης Βουλγαρίας.
Με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, την 16η Ιουνίου του 1913, ανάμεσα στους πρώην συμμάχους, δηλαδή την Βουλγαρία αφενός και την Σερβία μαζί με την Ελλάδα αφετέρου, εκδηλώνεται το ακραίο εθνικιστικό ανθελληνικό πάθος των Βουλγάρων, οι οποίοι απέβλεπαν, παντί σθένει, να αφανίσουν κάθε τι το ελληνικό στην ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Θράκης και φυσικά στην έκταση του τότε Καζά Γκιουμουλτζίνας (Κομοτηνής).
Ο Κ. Βοβολίνης στο έργο του: «Η Εκκλησία εις τον αγώνα της Ελευθερίας. (1453-1953)», το οποίο εκδόθηκε το 1952, αναφέρει ότι οι Βούλγαροι αρχικώς λεηλάτησαν και κατέστρεψαν τις ελληνορθόδοξες Εκκλησίες. Συγκεκριμένα απεγύμνωσαν τις Εκκλησίες του Αγίου Γεωργίου και του Μητροπολιτικού ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου Κομοτηνής, καθώς και των χωρίων Κοσμίου, Γρατινής, Σώστου, Ασωμάτων, Μαρωνείας, Χιρκά (Κίρκη), Ιάσμου κ.ά. Παράλληλα λεηλάτησαν και απεγύμνωσαν και τα διάφορα καταστήματα της Κομοτηνής αδιακρίτως αν ήταν χριστιανών ή μουσουλμάνων.
Στο βιβλίο υπό τον τίτλο: «Αι Βουλγαρικαί Ωμότητες εν τη Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. 1912-1913. Γεγονότα, Εκθέσεις, Έγγραφα, Επίσημαι Μαρτυρίαι», το οποίο εκδόθηκε στην Αθήνα κατά το έτος 1914, αναφέρεται ότι οι εκ Σόφιας υποδείξεις ήταν σαφείς και όριζαν τον απόλυτο εκκαθαρισμό της περιφερείας Γκιουμουλτζίνας από τον τουρκικό και ελληνικό πληθυσμό ώστε το έδαφος να μείνει ελεύθερο προς εγκατάσταση αποίκων εκ Βουλγαρίας. Γι’ αυτό δεν υπήρχε στην περιφέρεια Γκιουμουλτζίνας μουσουλμανικό χωριό του οποίου οι Βούλγαροι να μην είχαν εξολοθρεύσει τους άρρενες προκρίτους. Κατά τον Ιούλιο του 1913, λίγο πριν την απελευθέρωση της Κομοτηνής από τον ελληνικό στρατό, έκαυσαν βορείως της πόλεως δέκα οκτώ μουσουλμανικά χωριά των οποίων οι κάτοικοι πεινασμένοι και «γυμνητεύοντες» κατέφυγαν για να σωθούν εντός των χαράδρων απ’ όπου εξήλθαν μόνον όταν εβεβαιώθησαν περί της προελάσεως του ελληνικού στρατού τον οποίο υπεδέχθησαν εγκαρδίως ως σωτήρα και ελευθερωτή.
Οι Βούλγαροι απεγύμνωσαν τα καταστήματα και τις οικίες της πόλεως καταληστεύοντες συνάμα και τις περιουσίες των χωρικών, ενώ ο Βούλγαρος διοικητής αφαίρεσε 10.000 φράγκα εκ του δημαρχιακού ταμείου Κομοτηνής. Ο δε αρχικομιτατζής Τάνεφ, ηγούμενος βουλγαρικής συμμορίας, ελυμαίνετο μέχρι και της ημέρας της φυγής του βουλγαρικού στρατού πάντα τα περίχωρα ληστεύοντας και φονεύοντας Μουσουλμάνους και Έλληνες.
Άξιον ιδιαιτέρας μνείας εν προκειμένω είναι και το γεγονός της κατά την 26η Ιουνίου 1913 συλλήψεως υπό των Βουλγάρων ως ομήρων 17 προκρίτων της Κομοτηνής μεταξύ των οποίων και ο Αρχιερατικός Επίτροπος της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας. Συγκεκριμένα απήχθησαν οι κάτωθι: 1)Αρχιμανδρίτης Νικόλαος, Αρχιερατικός Επίτροπος, 2) Γεώργιος Σήτης, τραπεζίτης, αντιπρόσωπος της Deutsche Bank (ετών 70), 3)Θεοχάρης Ζωϊόγλου, έμπορος αποικιακών (ετών 45), 4)Δημήτριος Βουτιάδης, Δικηγόρος (ετών 60), 5)Αλέξανδρος Χρηστίδης, ιατρός (ετών 45), 6) Περικλής Κατσανόπουλος, έμπορος καπνών (ετών 45), 7)Σπύρος Παρασκευά, έμπορος καπνών (ετών 55), 8)Διαμαντής Βογιατζόγλου, έμπορος καπνών (ετών 30), 9)Απόστολος Γιαγτζίδης, έμπορος οινοπνευμάτων (ετών 50), 10)Ιωάννης Αθανασιάδης, ιδιοκτήτης ξενοδοχείου η «Ροδόπη» (ετών 45), 11) Χριστόφορος Πουάλας, ιδιοκτήτης ξενοδοχείου «Η Κωνσταντινούπολις» (ετών 50), 12) Γεώργιος, τέως στρατιώτης του οθωμανικού στρατού (ετών 24), 13) Νικόλαος Καραμπάσης, καπνεργάτης (ετών 25), 14)Ευάγγελος Κωνσταντίνου, καφεπώλης του σταθμού (ετών 55), 15) Παναγιώτης Τσάμης, φαρμακοποιός (ετών 30), 16) Σοφοκλής Κομνηνός, διδάσκαλος της Τσανακλείου Σχολής, (ετών 30), 17) Συμεών Χριστοδούλου, εμπορομεσίτης (ετών 60).
Τρεις άλλοι Κομοτηναίοι, ο Ιωάννης Ζωίδης, τραπεζίτης, ο Μενέλαος Παυλίδης, έμπορος, και ο Αθανάσιος Τσάμης, διαχειριστής της λέσχης, αν και συνελήφθησαν, απελευθερώθηκαν με προσωπικές ενέργειές τους. Οι υπόλοιποι 17 συλληφθέντες πολίτες της Κομοτηνής συρόμενοι στο σταθμό του σιδηροδρόμου μεταφέρθησαν στην Αδριανούπολη.
Το πρωί της 12ης Ιουλίου οι Βούλγαροι προέβησαν σε εμπρησμό των πυρομαχικών τους, τα οποία σε αφθονία είχαν συγκεντρώσει έμπροσθεν του σιδηροδρομικού σταθμού. Η έκρηξη υπήρξε σφοδρότατη και ενέσπειρε τον πανικό σε ολόκληρη την πόλη της Κομοτηνής, ενώ εφονεύθη ένας οθωμανός και κάποιος άλλος πληγώθηκε σοβαρά.
Οι Βούλγαροι δεν έμειναν όμως μόνον σε αυτά. Προετοιμάστηκαν να πυρπολήσουν και τον στρατώνα, ο οποίος ευρίσκετο εντός της πόλεως της Κομοτηνής όπου είχαν συγκεντρώσει μεγάλες ποσότητες όπλων, πυρομαχικών, οβίδων και βομβών, που είχαν περιβρέξει με πετρέλαιο. Με την αποτυχία της πυρπολήσεως αυτής απεφεύχθη η φοβερή καταστροφή της πόλεως, την οποία είχαν προδικάσει, όπως αποδεικνύεται και εκ του γεγονότος ότι ο εν Κομοτηνή Βούλγαρος Αρχιμανδρίτης, άνδρας μάλλον αγαθός, κατά τις παραμονές της αναχωρήσεως των Βουλγάρων, προέτρεπε εμπιστευτικώς τους κατοίκους να εγκαταλείψουν την Κομοτηνή της οποίας είχε αποφασισθεί η πυρπόληση και η σφαγή των κατοίκων.
Πριν από την φυγή του ο Βουλγαρικός στρατός αφόπλισε καθ’ ολοκληρίαν τους Έλληνες κατοίκους, ενώ αντιθέτως όπλιζε επιδεικτικά τους Βουλγάρους και τους Αρμενίους. Επιπλέον επεζήτησαν να οπλίσουν και τους Μουσουλμάνους για να τους εξεγείρουν εναντίον των Ελλήνων βεβαιώνοντάς τους ότι δήθεν η πόλη επρόκειτο να καταληφθεί υπό του οθωμανικού στρατού. Οι Μουσουλμάνοι όμως της Κομοτηνής αρνήθηκαν να συμπράξουν μαζί με τους Βουλγάρους εναντίον των Ελλήνων της πόλεως.
Και ενώ αυτά συνέβαιναν στην Κομοτηνή και τα πέριξ αυτής χωριά προ της εισόδου του ελευθερωτού ελληνικού στρατού, στην πολίχνη της Μαρωνείας οι Βούλγαροι απήγαγαν βιαίως κατά την 29η Ιουνίου 1913 περί τους 11 Έλληνες κατοίκους μεταξύ των οποίων ήταν ένας ιερέας και δύο ιατροί, τους οποίους απέστειλαν στην Κομοτηνή και απ’ εκεί στην Αδριανούπολη. Τα ονόματα των 11 απαχθέντων είναι τα παρακάτω: 1)Παπά Θωμάς (ετών 60), 2) Λάσκαρης Περβανάς, ιατρός (ετών 60), 3) Νέστωρ Χουρμουζιάδης, ιατρός (ετών 50), 4) Λεονταρής Λεονταρίδης, έμπορος (ετών 40), 5) Χαράλαμπος Λεονταρίδης, έμπορος (ετών 35), 6) Αντώνιος Χ. Αντωνίου, έμπορος (ετών 50), 7)Δημήτριος Στογιάννης, έμπορος (ετών 38), 9)Παράσχος Μαυρουδής, έμπορος (ετών 55), 9)Μιλτιάδης Εμμανουήλ, καφεπώλης (ετών 60), 10) Φώτιος Χριστοδούλου, μουχτάρης, (πρόεδρος της τοπικής κοινότητος) (ετών 60), 11)Καπετάν Θοδωρής, αλιεύς (ετών 45).
Κατά την 8ην Ιουλίου 1913, ολίγες ημέρες πριν από την απελευθέρωση της Κομοτηνής και όλης της περιφερείας της, οι Βούλγαροι απήγαγαν και μετέφεραν ως ομήρους στην Κομοτηνή και άλλους 13 κατοίκους της Μαρωνείας, αλλά την 12η Ιουλίου τους απελευθέρωσαν στην Κομοτηνή, λόγω της ταχείας προελάσεως του ελευθερωτού Ελληνικού στρατού. Χάριν της ιστορίας παραθέτουμε τα ονόματα των απαχθέντων, που είναι τα κάτωθι: Πασχάλης Ιωάννης, Μάρκος Ανανίδης, Πανταζής Μάρκου, Αθανάσιος Καλαϊτζής, Γεώργιος Κρυωνάς, Αντώνιος Χριστοδούλου, Χρυσόστομος Σταύρου, Νικόλαος Σγουρής, Παναγιώτης Καρτάλης, Λουκάς Στρίτας, Βασίλειος Κουζούνης, Αναστάσιος Αντωνίου και Νικόλαος Καρακόμης.
Οι Βούλγαροι κατά τις παραμονές της φυγής τους ελήστευαν τους κατοίκους της Μαρώνειας και απειλούσαν ότι θα πυρπολήσουν όλες τις οικίες. Έτσι οι κάτοικοι, έντρομοι και πανικόβλητοι, ετράπησαν προς τα όρη και μαζί τους όλα τα νήπια και οι γέροντες. Την 11η Ιουλίου η Μαρώνεια ήταν έρημη, καθώς όλος ο πληθυσμός είχε κατασκηνώσει εντός σπηλαίων. Οι φυγάδες κάτοικοι της Μαρώνειας αφού με διάφορα σημεία (σινιάλα) προκάλεσαν την προσοχή του ελληνικού στόλου, ο οποίος προηγουμένως απεβίβασε την πρωία της 13ης Ιουλίου αγήματα, επανήλθαν έπειτα στην πολίχνη τους. Καθώς έφευγαν οι Βούλγαροι στρατιώτες απήγαγαν ως ομήρους 11 κατοίκους και τον ιερέα του χωριού Κοσμίου, πέντε από το χωριό Εγρατζάν, τέσσερις από τον Ίασμο και τέσσερις μαζί με τον διδάσκαλο του χωριού Κίρκη. Από δε τα παραπάνω χωριά δεν έμεινε οικία ή κατάστημα που δεν λεηλατήθηκε από τον φεύγοντα βουλγαρικό στρατό. Ειδικώς στο χωριό Κίρκη οι Βούλγαροι κατέκαυσαν οκτακόσιες χιλιάδες οκάδες ξυλανθράκων του εκ Μαρωνείας προκρίτου Μίρκου.
Όλα πλέον έδειχναν ότι η ραγδαία προέλαση του ελληνικού στρατού για την απελευθέρωση της Θράκης ήταν ζήτημα ημερών. Έτσι, το πρωί της 12ης Ιουλίου με το παλαιό ημερολόγιο, απελευθερώθηκε η Αλεξανδρούπολη και το απόγευμα της ιδίας ημέρας, η Ξάνθη. Όπως γράφει ο αείμνηστος Ρωσσίδης, ο οποίος διετέλεσε και Πρόεδρος του Μορφωτικού Ομίλου Κομοτηνής, «μετά δύο ημέρες, την 14ην Ιουλίου απελευθερώθηκε και η Κομοτηνή στην οποίαν, μέσα σε μια ατμόσφαιρα ξέφρενου ενθουσιασμού και συγκινήσεως των Ελλήνων και Μουσουλμάνων κατοίκων της, εισήλθε η προπομπός της 8ης Μεραρχίας έφιππος, υπό τον λοχαγόν τότε Γεώργιον Κατεχάκην, ημιλαρχία και το υπό τον συνταγματάρχην Γεώργιον Καναβατζόγλου ηρωϊκό τάγμα των Κρητών. Είναι τότε που στο Διοικητήριο της Κομοτηνής, το σημερινό παλαιό λεγόμενο Δικαστικό Μέγαρο, αναπετάσθηκε και η πρώτη ύστερα από 550 περίπου χρόνια ελληνική σημαία, η ιστορική σημαία της πόλεως με τα κρόσσια που την φιλοτέχνησαν βιαστικά εκείνη την ημέρα, ύστερα από τις άλλες φροντίδες τους για τους ταλαιπωρημένους στρατιώτες, γυναίκες της πόλεως. Η σημαία εκείνη διαφυλάχθηκε και δωρήθηκε αργότερα, μετά την οριστική απελευθέρωση της πόλεως το 1920, στο Δήμο Κομοτηναίων».
Οι κάτοικοι της πόλεως «Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι υπεδέχθησαν μετ’ απεριγράπτου ενθουσιασμού τον απελευθερωτήν Ελληνικόν στρατόν. Οι άνδρες, συν γυναιξί και τέκνοις, ανεξαρτήτως θρησκεύματος εξήλθον μετά ελληνικών σημαιών όπως υποδεχθώσι τον προελαύοντα στρατόν. Την επομένην της καταλήψεως, ετελέσθη πάνδημος δοξολογία εν τω μητροπολιτικώ ναώ επί τη απελευθερώσει της πόλεως, παρισταμένων όλων των κατοίκων, αδιακρίτως φυλής και θρησκεύματος, πάντων των θρησκευτικών αρχηγών, μουφτή, αρχιραβίνου, επισκόπου των Αρμενίων, των στρατιωτικών αρχών και χοροστατούντος του αντιπροσώπου (Παπα Κυπριανού) του αρχιερατικού επιτρόπου, άτε του ιδίου απαχθέντος ως ομήρου υπό των Βουλγάρων. Επί πενθήμερον, χαρά και αγαλλίασις εβασίλευεν εις την μαγευτικωτάτην Γκιουμουλτζίναν, ότε συναφθείσης της ανακωχής διετάχθη την 19ην Ιουλίου, το καταβαλόν την πόλιν ανεξάρτητον σύνταγμα Κρητών να αναχωρήση εσπευσμένως εις Μακεδονίαν, αντικατασταθέν υπό του 4ου λόχου του 10ου ευζωνικού τάγματος, ως λόχου κατοχής παραμείναντος εν τη πόλει…».
Το ιππικό υπό τον Κατεχάκη προπορεύθηκε και ακολούθησαν τα τμήματα του πεζικού. Η συγκλονιστική περιγραφή των μεγάλων και ιστορικών εκείνων στιγμών έχει ως εξής: «Το πρωί της Κυριακής 14ης Ιουλίου του 1913, εμφανίζεται προ της Γκιουμουλτζίνας μια ημιλαρχία ιππικού υπό τον ίλαρχο Γιαννόπουλο και τον λοχαγό του επιτελείου της μεραρχίας Γ. Κατεχάκη. Η ημιλαρχία εισήλθε απροσδοκήτως εις την πόλιν. Οι Έλληνες κάτοικοι καταλαμβάνονται αμέσως από φρενίτιδα. Ο κάθε ιππεύς αποθεώνεται. Ραίνεται με άνθη και με μύρα. Τον αγκαλιάουν και τον φιλούν. Οι αξιωματικοί φορτώνονται με ανθοδέσμες και από στεφάνια. Η ημιλαρχία διευθύνεται εις το Διοικητήριον. Ο Κατεχάκης εμφανίζεται εις τον εξώστην και με μίαν ανέκφραστον συγκίνησιν λέγει: «Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Κωνσταντίνου ΙΒ΄ καταλαμβάνω την πόλιν της Γκιουμουλτζίνης. Κατ’ εντολήν του Μεράρχου μου κ. Ματθαιοπούλου βεβαιώ ότι ο πληθυσμός οιασδήποτε φυλής και οιουδήποτε θρησκεύματος θ’ απολαύση τα αγαθά του πολιτισμού, αφού η Ελληνική κατοχή φέρει ως έμβλημα την αληθή ελευθερίαν, την ισοπολιτείαν και την δικαιοσύνην. Απαιτώ όμως ομόνοιαν και αγάπην και αγαθήν συμβίωσιν απάντων των κατοίκων. Ζήτω ο βασιλεύς Κωνσταντίνος. Ζήτω το Ελληνικόν Έθνος. Ζήτω η Ελληνική Γκιουμουλτζίνα…
Ολίγον μετά ταύτα επαρουσιάσθη εις τον Κατεχάκην επιτροπή εικοσαμελής προυχόντων και ιερωμένων Μουσουλμάνων με επικεφαλής τον Μουφτήν. Ο Μουφτής είπεν: «Γνωρίζοντες την δισχιλιετή, εξαιρετικού πολιτισμού ιστορίαν του ελληνικού έθνους, έχομεν την ελπίδα, ότι θα απολαύσωμεν των αγαθών του υπό την ελληνικήν σημαίαν. Βεβαιούμεν ότι θα είμεθα πάντοτε ευπειθείς εις τους ελληνικούς νόμους και ότι η επιθυμία μας είναι να ζήσωμεν εν ομονοία μετά των λοιπών λαών… Ολίγον βραδύτερον εισήρχοντο εις την πόλιν οι Κρήτες…».
Συγκλονιστικές είναι οι μαρτυρίες των αυτοπτών μαρτύρων σχετικά με την απελευθέρωση της Κομοτηνής.
Στην πρώτη ζώσα μαρτυρία αναφέρεται ότι: «Οι μουσουλμάνοι της Γκιουμουλτζίνας έλεγον: Ας ιδούμε να έρχονται Έλληνες στρατιώται και θα στρώσουμε τους φερετζέδες και τα γιασμάκια των γυναικών μας να πατήσουν. Αρκεί να φύγουν αυτοί οι λύκοι, εννοούντες τους Βουλγάρους».
Σε άλλη αξιόπιστη μαρτυρία περιγράφονται τα εξής συγκλονιστικά: «… Εν τάγμα Κρητών, του Κρητικού Συντάγματος, προχωρεί εις τετράδας. Οι στρατιώται, παραστατικότατοι, έχουν εφ’ όπλου λόγχην. Όταν το τάγμα εισέρχεται εις τον ευθύν κεντρικόν δρόμον, χίλιαι μαζύ λόγχαι λαμποκοπούν εις τον ήλιον. Μία άκρα σιωπή έχει αυτομάτως επιβληθή. Νομίζει κανείς ότι διεξάγεται ιεροτελεστία. Η ζωή μιας πόλεως είκοσι πέντε χιλιάδων ανθρώπων εσταμάτησε. Όλοι στέκονται εις την θέσιν όπου ευρίσκονται. Περνά ο ελληνικός στρατός ο ελευθερωτής. Δια των κυριοτέρων οδών καταλήγει εις το διοικητήριον. Ο λαός κατακλύζει τον περίβολον. Ένας ωραιόκορμος κρητικός λοχίας από το Ηράκλειον, Κουνελάκης, αναβιβάζει την σημαίαν εις τον εξώστην του Διοικητηρίου. Ο Συνταγματάρχης κ. Συνανιώτης προβαίνει εις τον εξώστην. Λέγει αργά και επιβλητικά: – Υψώνων σήμερον επισήμως εις την Γκιουμουλτζίναν την Ελληνικήν σημαίαν, βεβαιώ κατ’ εντολήν του μεράρχου μου, ότι όλοι οι κάτοικοι, οι οιασδήποτε φυλής και οιουδήποτε θρησκεύματος είναι ίσοι απέναντι του νόμου. Της ελληνικής σημαίας συμβολιζούσης τον πολιτισμόν, η ελευθερία θα είναι δι’ άπαντας κοινή. Η Γκιουμουλτζίνα υπό το σκήπτρον του Βασιλέως Κωνσταντίνου, θ’ απολαύση των αγαθών της ισοπολιτείας και της δικαιοσύνης. Ζήτω ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος! Ζήτω το έθνος! Ζήτω η Ελληνική Θράκη».
Αλλού δε μαρτυρείται ότι ο κ. Συνανιώτης περατών τον λόγον του είχε πει: «Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος δια να δείξη πόσον είνε σεβαστή υπό το σκήπτρον του η Ελευθερία της Θρησκείας και η θρησκευτική ιδιοκτησία διέταξε όπως αποδοθούν πάντα τα αρπαγέντα υπό των Βουλγάρων τεμένη και ιερά ιδρύματα».
Φωνάζουν άπαντες. Ο Βουλευτής Κωνσταντινουπόλεως κ. Κοσμίδης μεταφράζει στους τουρκόφωνους μουσουλμάνους, οι οποίοι εξ ίσου αντιπροσωπεύονται στην εορτή, τον σύντομο λόγο του κ. Συνταγματάρχου. Κάνει ταυτοχρόνως μια σύντομη ερμηνεία των λεχθέντων και οι μουσουλμάνοι ενθουσιάζονται αναφωνώντας: «Γιασσασίν κιράλ Κωνσταντίν: Γιασσασίν Κοσμίδης Εφένδη».
Ο ενθουσιασμός των κατοίκων της Κομοτηνής για την απελευθέρωσή τους ήταν τόσο μεγάλος ώστε όλοι ζούσαν μια εθνική ανάσταση, η οποία εκδηλώνετο με διαφόρους τρόπους: «Ο κ. Τελωνίδης προσέφερε μόνος περί τας 6.000 δραχμ… Οι καπνέμποροι και καπνεργάται κατεσκεύασαν χιλιάδας σιγαρέττων, τα οποία διενεμήθησαν εις τους στρατιώτας… Αι δεσποινίδες και κυρίαι της πόλεως, επιθυμούσαν να παράσχουν τα απτότερα δείγματα των πατριωτικών αισθημάτων των και να συνδράμουν τον εθνικόν αγώνα, επεδόθησαν μετά σπουδής εις το ράψιμον ασπρορούχων, παρασκευάσασαι εντός τριημέρου εκατοντάδας τοιούτων, τα οποία παρέδωσαν όπως διανεμηθούν εις τον στρατόν. Και δεν ηρκέσθηκαν μόνον εις τούτο, αλλά κατήρτισαν επιτροπήν, ήτις περιελθούσα την πόλιν συνέλεξε περί τας δισχιλίας δραχμάς, κατατεθείσας ενώπιον του στρατιωτικού διοικητού όπως χρησιμοποιηθώσι καταλλήλως δια τας ανάγκας του στρατού…
Όλα τα παραπάνω μεγαλειώδη ιστορικά γεγονότα τα οποία είναι συνυφασμένα με την απελευθέρωση της ελληνικής Θράκης την 14η Ιουλίου του 1913, επετειακά αναστήνονται με την συμπλήρωση 100 ετών από της Α΄ απελευθερώσεως της Κομοτηνής και εν γένει του Ν. Ροδόπης. Είναι βέβαια γεγονός ότι η χαρά και αγαλλίαση των κατοίκων της Κομοτηνής δεν κράτησε για πολύ, αφού ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος έληξε με την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου / 10 Αυγούστου 1913), η οποία παραχωρούσε τη Δυτική Θράκη στους Βουλγάρους και επεφύλασσε για τους Έλληνες Θράκες άλλα επτά οδυνηρά έτη στυγνής βουλγαρικής κατοχής (1913-1919), οπότε την 14η Μαΐου του 1920 ενσωματώθηκε οριστικώς ο Ν. Ροδόπης στο εθνικό γεωγραφικό σώμα της ελληνικής επικράτειας. Η Α΄ απελευθέρωση της Κομοτηνής παραμένει όμως το κορυφαίο ιστορικό γεγονός της αποτίναξης ύστερα από 550 έτη τόσο του οθωμανικού όσο και του βουλγαρικού ζυγού.
Αξίζει να αναφερθεί ότι αμέσως μετά την απελευθέρωση της Κομοτηνής υπό του ελληνικού στρατού, η Ελληνική διοίκηση απέδωσε στις 18 Ιουλίου και σε επίσημη δημόσια ιεροτελεστία τα δύο ιστορικά τεμένη στην λατρεία των μουσουλμάνων. Σύμφωνα με τις διηγήσεις των παραστάντων μελών της ελληνικής κοινοβουλευτικής επιτροπής, κατά τη διάρκεια της δημόσιας εκείνης τελετής, ο Μουφτής Κομοτηνής Μεχμέτ Αρίφ ανέπεμψε επ’ ακροατηρίω την ακόλουθη ευχαριστήρια ευχή προς τον Θεό: «Θεέ και Κύριε του ελέους και των οικτιρμών, ο διδάξας ημάς δια του Θείου σου λόγου, αλλά και δια του ιερού παραδείγματος του αγαπητού σου προφήτου Μωάμεθ, όπως συναθροιζόμενοι πάντες, προσευχώμεθα και Σοι αναπέμπωμεν ευχάς.
Φύλαττε Κύριε εν πλήρει ασφαλεία και ευημερία επί του βασιλικού αυτού θρόνου επί μήκιστον γαληνότατον βασιλέα και αυθέντην ημών Κωνσταντίνον (Αμήν).
Και διατήρησον, Κύριε, πιστούς και υποτελείς εις τας δικαίας αυτού βουλάς, άνευ διακρίσεως φυλής και θρησκεύματος πάντας τους υπό το βασιλικόν αυτού σκήπτρον λαούς (Αμήν).
Και διατήρησον, Κύριε, πιστούς προς την Αυτού Μεγαλειότητα πάντας τους αρχηγούς και αξιωματικούς και στρατιώτας και πολιτικούς και θρησκευτικούς λειτουργούς, μη απομακρύνων αυτούς από της δικαιοσύνης.
Γένοιτο, Κύριε του ελέους και Θεέ του Παντός (Αμήν).»
Ιδιαίτερα συγκινητικό υπήρξε και το εξ ονόματος της μουσουλμανικής μειονότητος τηλεγράφημα το οποίο απέστειλαν στις 19 Ιουλίου 1913 ο Μουφτής Κομοτηνής Μεχμέτ Αρίφ και οι λοιποί πρόκριτοι των μουσουλμάνων προς τον Βασιλέα και στρατηλάτη των Ελλήνων Κωνσταντίνο, όπου κατά πιστή μετάφραση εκ του τουρκικού ανέφεραν τα κάτωθι: «Προς σε, Μεγαλειότατε, τον φιλοδίκαιον και κραταιόν Βασιλέα, και προς τον ένδοξον στρατόν σου όστις τη θεία αρωγή και συναντιλήψει εφώτισε την πολυπαθή χώραν μας με το φως της πατρικής προστασίας και δικαιοσύνης, αφού πρώτον εκαθάρισε τον ορίζοντα της ωραίας μας πατρίδος από της ερεβώδους ομίχλης, ήτις επεκάθητο επ’ αυτής, απομακρύνας εκ των χωρών τούτων την βουλγαρικήν κατάκτησιν και την επί οκτώ μήνας διαιρκέσασαν τυραννίαν και απανθρωπίαν αυτής, υποβάλλομεν μετά πολλής της ευλαβείας τον άπειρον σεβασμόν μας.
Προσέτι δ’ εν πλήρει ειλικρινεία και από καρδίας εκφράζομεν προς την Υμετέραν Μεγαλειότητα την βαθείαν ημών ευγνωμοσύνην δια τας επιδαψιλευθείσας εις ημάς βασιλικάς χάριτας και υψηλάς ευεργεσίας, τας εις την ιστορίαν των Μουσουλμάνων χρυσοίς γράμμασιν αναγραφησομένας. Ταύτας αποτελούσιν η προς ημάς απόδοσις των ιερών τεμενών, σχολείων και βακουφίων, άτινα είχεν αρπάσει η τυραννική, βουλγαρική κυβέρνησις, η ελευθέρα εξάσκησις της μουσουλμανικής των θρησκείας παρά χιλιάδων μουσουλμάνων, οίτινες υπό της βουλγαρικής τυραννίας εθεωρούντο ως εξαρχικοί Βούλγαροι, και η παγίωσις διοικήσεως εγγυωμένης εις πάντας άνευ διακρίσεως ψυχής και θρησκεύματος αληθή ελευθερίαν. Λογιζόμεθα ευτυχείς, επαναλαμβάνοντες την ευχήν υπέρ αδιαλείπτων επιτυχιών της Υμετέρας Μεγαλειότητος και υποβάλλοντες Αυτή τας ανωτέρω ευχαριστίας εκ μέρους όλων των μουσουλμάνων Γκιουμουλτζίνας. Υποκείμεθα εις τας βασιλικάς διαταγάς Σας.
Ο Μουφτής Γκιουμουλτζίνης
Μεχμέτ Αρίφ»