47 χρόνια χωρίς τον αλησμόνητο Ορέστη Μακρή
Τον γνωρίσαμε άλλοτε ως τσιφούτη σπιτονοικοκύρη («Η κάλπικη λύρα»), άλλοτε ως αυστηρό πατέρα ανύπαντρων κοριτσιών («Η θεία από το Σικάγο»), άλλοτε ως γιατρό («Η κυρά μας η μαμή»), άλλοτε ως λατερνατζή («Μια λατέρνα, μια ζωή»), άλλοτε ως καθηγητή σε γυμνάσιο θηλέων («Το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο»), άλλοτε ως γεροντοπαλίκαρο («Η Χιονάτη και τα 7 γεροντοπαλίκαρα»)…
Τον γνωρίσαμε σε δεκάδες ρόλους στον κινηματογράφο, που ο καθένας άφησε το στίγμα του, ενώ οι παλιότεροι είχαν την ευκαιρία να τον απολαύσουν και στο θεατρικό σανίδι.
Ο λόγος γίνεται για τον σπουδαίο ηθοποιό Ορέστη Μακρή, ο οποίος γεννήθηκε στη Χαλκίδα το 1898 (ή, κατ’ άλλες πηγές, το 1899) και απεβίωσε στα Βριλήσσια Αττικής πριν από ακριβώς 47 χρόνια, στις 29 Ιανουαρίου του 1975.
Στα 26 του χρόνια, κι ενώ είχε τελειώσει σπουδές φωνητικής στο Ωδείο Αθηνών, έκανε την πρώτη του εμφάνιση στη σκηνή ως τενόρος στον θίασο της Ροζαλίας Νίκα, στην οπερέτα «Τρεις αγάπες» του Λέχαρ. Συνέχισε στον θίασο του Ιωάννη Παπαϊώαννου, ενώ το 1929 – έτος-σταθμός για την πορεία του – έκανε για πρώτη φορά τον… «μεθυσμένο», ενώπιον συναδέλφων του, προκαλώντας ξεκαρδιστικό γέλιο και εισπράττοντας την παραίνεση του Αιμίλιου Βεάκη να βγει στην επιθεώρηση με το συγκεκριμένο νούμερο. Αν και ο ίδιος ήταν γνωστό ότι δεν έπινε ποτέ αλκοόλ, καθιέρωσε τον ρόλο του «μεθύστακα», αρχής γενομένης από το 1932 και τη θεατρική επιθεώρηση «Ο παπαγάλος», και ταυτίστηκε με αυτόν σε όλη τη μετέπειτα καριέρα του, σε θέατρο και κινηματογράφο.
Στον κινηματογράφο, το ντεμπούτο του Ορέστη Μακρή έγινε το 1931 και ήταν στη βουβή ταινία του Αχιλλέα Μαδρά «Ο Μάγος της Αθήνας». Επανήλθε 19 χρόνια αργότερα, με την ερμηνεία του στην ταινία “Ο Μεθύστακας” του Γιώργου Τζαβέλλα, η οποία πραγματικά «έσπασε ταμεία» και το ρεκόρ εισιτηρίων που κατέγραψε, άντεξε για 14 ολόκληρα χρόνια. Πρόκειται για μια ταινία, που συγκαταλέγεται ως σήμερα στις καλύτερες του ελληνικού κινηματογράφου.
Ακολούθησαν δύο εξόχως παραγωγικές δεκαετίες, με τον Ορέστη Μακρή να διαπρέπει ως ηθοποιός μεγάλης υποκριτικής γκάμας και ικανότητας, αφού εύκολα κέρδιζε το κοινό με τις κωμικές του ερμηνείες και άλλο τόσο εύκολα έκανε δικούς του μη κωμικούς ρόλους, που περιείχαν ενίοτε δραματικά στοιχεία. Συμμετείχε σε πάνω από 35 ταινίες, όπου αποτύπωνε μοναδικά μέσα από τους ρόλους του τη γνησιότητα που εξέφραζε και στη ζωή του. Αποφάσισε να αποσυρθεί το έτος 1968, καθώς όπως έλεγε «δε θέλω να με διώξει το σανίδι, εγώ θα αφήσω το σανίδι!».
Στη διάρκεια της καριέρας του τιμήθηκε με το παράσημο του «Τάγματος του Φοίνικα», είχε διατελέσει πρόεδρος του Σωματείου Ηθοποιών Κινηματογράφου, καθώς και μέλος του Δ.Σ. του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών. Έχαιρε της εκτίμησης όλων των συναδέλφων του, καθώς διακρινόταν για τη σοβαρότητα, τη σεμνότητα, τον επαγγελματισμό και το σπάνιο ήθος του.
Στην προσωπική του ζωή ήταν υπόδειγμα οικογενειάρχη. Με τη σύζυγό του Βαρβάρα, που είχαν «κλεφτεί» σε νεαρή ηλικία, εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα και έζησαν μαζί όλη την υπόλοιπη ζωή τους, με τα δύο παιδιά και τα εγγόνια τους.
Επισκεπτόταν συχνά τη γενέτειρά του, την αγαπημένη του Χαλκίδα, και ιδίως κάθε Μεγάλη Εβδομάδα, που έψελνε μαζί με τους συντοπίτες του στον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου.