Ο Κύριος θεραπεύει τις αρρώστιες και ανασταίνει πεθαμένους (Ζ΄Λουκά)
Το ιερό Ευαγγέλιο μας μιλάει για δύο μεγάλα θαύματα, τα οποία έκανε ο Χριστός στην Καπερναούμ, τη δεύτερη πατρίδα Του, αφού είχε γυρίσει από τη χώρα των Γαδαρηνών, που Τον έδιωξαν, οι κάτοικοί της. Τον περίμεναν όμως στην Καπερναούμ αμέτρητοι, κι ανάμεσά τους ξεπρόβαλε σε κάποια στιγμή ο άρχων της Συναγωγής Ιάειρος, που στα Ελληνικά σημαίνει Φώτιος, ο οποίος είχε μια μονάκριβη κόρη, που ήταν στα τελευταία της.
Ο πόνος και η αγάπη μας οδηγούν στη ζωή. Ίσως είχε ακούσει για τον Χριστό, αλλά δεν Τον είχε δει ποτέ· δεν είχε πάει δηλαδή κοντά Του. Τώρα ο πόνος για τη θυγατέρα του και η αγάπη γι’ αυτήν τον έφεραν μπροστά στα πόδια του Χριστού. Και παρεκάλεσε τον Κύριο, αφού γονάτισε ενώπιόν Του, να κάνει γρήγορα, να πάει στο σπίτι του να θεραπεύσει την κόρη του. Είχε λίγη πίστη, αλλ’ ο Χριστός και το λίγο το δέχεται και το κάνει πολύ. Ενώ ο Εκατόνταρχος Του είπε: «Κι από μακριά, Κύριε, μπορείς να θεραπεύσεις τον δούλο μου τον άρρωστο». Τί διαφορά! Κι ο Κύριος αμέσως σηκώθηκε να πάει. Τί καταδεχτικός είναι, τί εύσπλαχνος, και τί φιλάνθρωπος, και τί άρχοντας! Ο άρχοντας της Συναγωγής συνάντησε τον Άρχοντα της ειρήνης και της αγάπης, τη Ζωή και την Ανάσταση. Πήγαινε λοιπόν ο Χριστός, και φαίνεται ήταν σε δημόσιο χώρο που Τον κάλεσε στο σπίτι του ο Αρχισυνάγωγος, έτρεξαν πλήθη αμέτρητα από περιέργεια, από θαυμασμό και απ’ ό,τι άλλο.
Και καθώς πήγαιναν εκεί και κινδύνευε ο Χριστός να συνθλιβεί από το πλήθος, ανάμεσά τους άλλη μια πονεμένη ύπαρξη· μια αιμορροούσα γυναίκα, που χρόνια δώδεκα υπέφερε, καταξοδεύτηκε στους γιατρούς και καλό δεν βρήκε. Είχε όμως μέσα της πίστη και είπε: «Αν ακουμπήσω το άκρον του ενδύματος του Ιησού, θα γίνω καλά». Τό ’πε και τό ’κανε. Κι έγινε καλά. Κι ο Χριστός αισθάνθηκε —Θεάνθρωπος ων— αυτό που συνέβη. Και γύρισε και είπε: «Ποιός με ακούμπησε;». Και Τον μάλωσε ο Πέτρος: «Εδώ παν’ να Σε βγάλουνε κρασί από το στριμωξίδι και Συ ρωτάς ποιός σε ακούμπησε;». Ο Ιησούς ήξερε τί έλεγε· ποιός Τον ακούμπησε με πίστη. Κι εμείς μπορεί να ακουμπάμε τον Ιησού· με τον Άγιον Άρτο, τη Θεία Μετάληψη, αλλά πολλές φορές δύναμη δεν παίρνομε, και Χάρη δεν βρίσκομε, γιατί δεν ακουμπάμε με πίστη.
Και η γυναίκα παρουσιάστηκε μπροστά Του τρέμοντας η καημένη κι απ’ το θαύμα που έγινε, κι απ’ το φόβο που είχε, γιατί όσοι έπασχαν απ’ αυτή την αρρώστια ήσαν νομικώς ακάθαρτοι και απεβάλλοντο από τους δήθεν σπουδαίους, και Του είπε όλη την αλήθεια. Κι ο Ιησούς την είπε θυγατέρα Του. Έτσι είναι η πίστη· είναι σχέση, είναι σύνδεση, είναι ομορφιά. Και της έδωσε την ειρήνη Του και τη χάρη Του.
Κόντευαν να φτάσουν σπίτι του Ιάειρου και κάποιος οικιακός ήλθε και του είπε πως «Πέθανε το παιδί σου. Μη κουράζεις τον Δάσκαλο». Ο Ιησούς όμως του έδωσε θάρρος· ακόμη και στο θάνατο. «Μη φοβάσαι· έχε πίστη και θα σωθεί». Φτάσαν εκεί πέρα, και ρώτησαν τί γίνεται. Και είπαν πάλι αυτό: «Πέθανε». Κι ο Ιησούς είπε: «Δεν πέθανε, αλλά κοιμάται». Κι οι άλλοι τον περιγελούσαν, αφού ήξεραν πως πέθανε. Κι αυτό το περιγέλασμα έχει το θετικό του· απέδειξε πως όντως είχε πεθάνει και μετά όντως έγινε ανάσταση. Ο Χριστός πάντα απ’ το πικρό βγάζει και το γλυκό. Αυτή είναι η ομορφιά Του.
Και μπήκε μέσα, έβγαλε έξω όλους εκτός από τους τρεις Μαθητές και τους γονείς της κόρης, την ακούμπησε, την πήρε απ’ το χέρι και της λέει: «Κόρη, σήκω». Και σηκώθηκε αμέσως, όπως και η αιμορροούσα θεραπεύθηκε αμέσως. Αυτή είναι η χάρη του Χριστού. Και ύστερα είπε να της δώσουν να φάει, να επανέλθει στη ζωή και στις λειτουργίες της. Ήταν όντως ανάσταση, θαύμα μέγα του Χριστού. Και είπε στους γονείς να μην πουν πουθενά τίποτα. Θα το μάθαιναν όλοι φυσικά, αλλά ήθελε ν’ αποφύγει τον φθόνο των εχθρών Του.
Ω Ιησού μου γλυκύτατε! Ακόμη και τους εχθρούς Σου φροντίζεις! Πώς να μη Σε αγαπάμε! Πώς να μη Σε λατρεύουμε! Και πώς να μη Σε πιστεύουμε, μ’ όλη μας την καρδιά!
Πηγή: pemptousia.gr