Πώς η μητέρα του προφήτη Σαμουήλ διαμορφώνει ιερέα και προφήτη!
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου «Περί της Άννας»
ε. […] Ήταν κάποια Ιουδαία γυναίκα Άννα. Αυτή η Άννα υπόφερε επί πολύ χρόνο γιατί δεν έκανε παιδιά, και το χειρότερο μάλιστα, ότι η αντίζηλός της ήταν μητέρα πολλών παιδιών. Συμβαίνει δε φυσικά και καθ’ εαυτό το πράγμα να είναι αφόρητο στις γυναίκες· όταν δε έρχεται κοντά και αντίζηλος έχοντας παιδιά, πολύ χειρότερο γίνεται· γιατί στη γονιμότητα κείνης της γυναίκας ακριβέστερα αναγνώριζε τη δική της συμφορά. Όπως και κείνοι που ζουν μαζί με την έσχατη φτώχεια, όταν αντιληφθούν εκείνους που πλουτίζουν.
Και δεν ήταν αυτό μονάχα το φοβερό, ότι αυτή μεν δεν είχε παιδιά, ενώ η άλλη είχε, αλλά ότι ήταν και αντίζηλος, κι όχι μονάχα ότι ήταν αντίζηλος, αλλά ότι την προκαλούσε για να την εξουθενώσει. Ο Θεός δε βλέποντας όλα αυτά ανεχόταν και «Ουκ έδωκεν αυτή Κύριος», λέει, «κατά την θλίψιν αυτής, και κατά την αθυμίαν της ψυχής αυτής».
Τι σημαίνει «Κατά την θλίψιν αυτής»; Δεν είναι να πεις -λέει- ότι βλέποντας να υποφέρει με πραότητα τη συμφορά, της πρόσφερε τη δυνατότητα της γέννας, αλλά αν και την έβλεπε να ξεσχίζεται, να υποφέρει, να θλίβεται, δεν διέλυσε την αθυμία, οικονομώντας κάτι άλλο πολύ μεγαλύτερο.
Αυτά ας μη τ’ ακούμε χωρίς να δίνουμε σημασία, αλλά κι από δω ας μάθουμε μέγιστη φιλοσοφία, κι όταν σε κάτι φοβερό περιπέσουμε, κι αν υποφέρουμε, κι αν οδυρόμαστε, κι αν μας φαίνεται αβάσταχτο το κακό, ας μη σπεύδουμε, ούτε ν’ ανησυχούμε, αλλά ας αναμένουμε την πρόνοια του Θεού.
Γιατί εκείνος γνωρίζει καλά πότε πρέπει να καταλύσει την αιτία της αθυμίας σ’ εμάς· πράγμα λοιπόν, που συνέβη και σ’ αυτή. Γιατί όχι επειδή τη μισούσε, ούτε επειδή την αποστρεφόταν σφράγισε ο Θεός τη μήτρα της, αλλά για ν’ ανοίξει σε μας τις θύρες της φιλοσοφίας σχετικά με τη γυναίκα και να γνωρίσουμε καλά τον πλούτο της πίστης της, και να μάθουμε ότι απ’ αυτό την λάμπρυνε περισσότερο.
Άκου δε και τα εξής: «Και ούτως έκαμνε κατ’ έτος· οσάκις ανέβαινεν εις τον οίκον του Κυρίου, ούτω παρώξυνεν αυτήν· και εκείνη έκλαιε, και δεν έτρωγεν. Πολύ επίμονη η οδύνη, μεγάλο το μάκρος της λύπης, όχι δυο και τρεις μέρες, ούτε είκοσι κι εκατό, ούτε χίλιες και δυο φορές τόσες πολλές. Αλλά από πολλά ήδη χρόνια λυπούνταν και υπόφερε η γυναίκα· γιατί αυτό σημαίνει το «Κατ’ έτος»· Κι όμως, δεν απαύδησε, ούτε ο μακρός χρόνος έθεσε σ’ αμφιβολία την πίστη της, ούτε οι ντροπιασμοί κι οι κοροϊδίες της αντιζήλου, αλλά συνεχώς προσευχόταν και παρακαλούσε.
Και το μεγαλύτερο βέβαια απ’ όλα, και που περισσότερο αποδείχνει τον πόθο της για τον Θεό, (είναι) ότι δεν επιθυμούσε ν’ αποκτήσει απλά το παιδί το ίδιο, αλλά ν’ αφιερώσει καρπό της κοιλιάς της στον Θεό, και από τα ίδια της τα σπλάχνα να θυσιάσει, και για την καλή αυτή υπόσχεση να λάβει ανταμοιβή.
Από πού είναι αυτό φανερό; από τα ύστερα από αυτά λόγια. Γιατί όλοι χωρίς αμφιβολία, γνωρίζετε, ότι η ατεκνία στις γυναίκες είναι για τους άντρες περισσότερο ακόμη αφόρητη. Γιατί πολλοί από τους ανθρώπους τόσο παράλογα συμπεριφέρονται, ώστε να κατηγορούν τις γυναίκες, αφού δεν γεννούν, μη γνωρίζοντας ότι η γέννηση έχει από ψηλά την αρχή, από την πρόνοια του Θεού, και ούτε γυναικεία φύση, ούτε επαφή σαρκική, ούτε άλλο τίποτα είναι γι’ αυτό το σκοπό αρκετό. Αλλ’ όμως, αν και γνωρίζουν βέβαια ότι άδικα κατηγορούν, ονειδίζουν και πολλές φορές αποστρέφονται, και δεν συμπεριφέρονται προς
αυτές με γλυκύτητα.
στ. Και πρόσεξε ευλάβεια γυναίκας. Δεν είπε: «αν μου δώσεις τρεις γιους, σου δίνω τους δυο, και αν δύο, σου δίνω τον ένα»· αλλά: «αν μόνο έναν δώσεις, ολόκληρο τον καρπό σου αφιερώνω». «Και οίνον και μέθυσμα ου μη πίεται». Ακόμη δεν έλαβε το παιδί, και διαμορφώνει κιόλας προφήτη, και για την ανατροφή του συνομιλεί και κλείνει συμφωνίες με το Θεό.
Ω παρρησία γυναίκας! Επειδή τότε δεν είχε τίποτα να προσφέρει, γιατί ποτέ δεν έλαβε, καταβάλλει το τίμημα από τα μέλλοντα να λάβει. Κι όπως πολλοί από τους γεωργούς ζώντας σ’ έσχατη φτώχεια και μη έχοντας χρήματα ώστε ν’ αγοράσουν μοσχάρι ή πρόβατο, τα παίρνουν μεσιακά [από κοινού] από τους πλούσιους άρχοντες, υποσχόμενοι να καταβάλουν την αξία απ’ τους μελλοντικούς καρπούς. Έτσι λοιπόν κι αυτή, μάλλον δε και πολύ περισσότερα έκαμε. Γιατί δεν λαβαίνει από τον Θεό τον γιο μεσιακό [από μισό], αλλά για να τον αποδώσει πάλι ολάκερο σ’ Αυτόν, και να καρπωθεί την ανατροφή του. Διότι νόμισε πως είναι αρκετή αμοιβή, το να πονέσει για τον ιερέα του Θεού.
«Και οίνον και μέθυσμα ου μη πίεται», λέει. Δεν αναλογίστηκε λέγοντας: «τι θα γίνει δε, αν, όντας άγουρος, καταστραφεί απ’ την υδροποσία; Τι θα γίνει αν πέσει σ’ αρρώστια; Τι δε αν έχοντας αρρωστήσει βαρειά, πεθάνει»;
Αλλά έχοντας κατανοήσει ότι εκείνος που τον έφερε στην ζωή, εκείνος θα μπορέσει να προνοήσει και για την υγεία, από τα ίδια αυτά τα σπάργανα και τις ωδίνες του τοκετού τον έβαλε μέσα στην αγιοσύνη, έχοντας στηρίξει το παν στον Θεό, και πριν από τις ωδίνες αγιαζόταν η γαστέρα της έχοντας (μέσα της) προφήτη, και εγκυμονώντας ιερέα, και φέροντας το αφιέρωμα, αφιέρωμα έμψυχο.
Για τούτο ενώ εκείνη στενοχωριόταν, ο Θεός την ανεχόταν, γι’ αυτό με αργοπορία έδινε, ώστε με τον τρόπο της γέννησης να την κάμει λαμπρότερη, για να φανερώσει την φιλοσοφία.
Γιατί ενώ ενώ προσευχόταν, δεν θυμήθηκε την αντίζηλο, δεν κατάγγειλε τις λοιδορίες της, δεν παρουσίασε τις ντροπές, δεν είπε: πάρε για μένα εκδίκηση από κείνη την κακή και πονηρή γυναίκα· πράγμα που κάνουν πολλές γυναίκες· αλλά χωρίς να θυμηθεί εκείνες τις ντροπές, προσευχόταν μονάχα για τα συμφέροντα της.
Αυτό κάνε και συ, άνθρωπε, κι όταν δεις εχθρό να σε λυπεί, προς εκείνον μη βγάλεις απ’ το στόμα σου κανένα πικρό λόγο, ούτε να προσευχηθείς εναντίον του, επειδή σου είναι απεχθής· αλλά αφού μπεις μέσα στο σπίτι και γονατίσεις, κι αφήσεις δάκρυα, παρακάλεσε τον Θεό να διαλύσει την αθυμία, να σβήσει τη λύπη.
Πράγμα βέβαια που έκανε και κείνη, κι από την εχθρά γυναίκα καρπώθηκε πάρα πολλά. Γιατί εκείνη συνέπραξε για να γεννηθεί το παιδί. Και κατά ποιο τρόπο, εγώ θα σας πω: Επειδή ντρόπιασε, έθλιψε, κι έκαμε μεγαλύτερη την οδύνη, εξ αιτίας της οδύνης η προσευχή αναδόθηκε με περισσότερη αφοσίωση, η προσευχή καλοδιάθεσε τον Θεό και τον έκαμε να συγκατανεύσει, κι έτσι γεννήθηκε ο Σαμουήλ.
Ώστε, αν αγρυπνούμε, οι εχθροί όχι μόνο εμάς δεν θα μπορέσουν καθόλου να μας βλάψουν, αλλά και θα ωφελήσουν πάρα πολύ, βοηθώντας καθ’ όλα να γίνουμε μεις σπουδαιότεροι, μονάχα αν από την αθυμία που μας προξενούν, φέρνουμε τους εαυτούς μας όχι προς λοιδορίες και βρισιές αλλά προς προσευχές.
Αφού δε γέννησε το παιδί, τ’ ονόμασε Σαμουήλ, δηλαδή, «Άκουσμα Θεού». Επειδή από το ότι εισακούστηκε, κι εξ αιτίας της προσευχής τον απόκτησε κι όχι φυσιολογικά, εναπόθεσε στην ονομασία του παιδιού, σα σε χάλκινη στήλη, την ανάμνηση της ευεργεσίας. Και δεν είπε, ας του δώσουμε τ’ όνομα του πατέρα του, ή του θείου, ή του παπού ή του προπάπου· αλλ’ εκείνος που τον χάρισε, αυτός, λέει, ας τιμηθεί με την ονομασία του παιδιού.
Αυτήν ζηλέψετε, γυναίκες, αυτήν, άνδρες ας μιμηθούμε, κι ας δείχνουμε τόσο μεγάλη επιμέλεια για τα παιδιά, έτσι ας ανατρέφουμε τους βλαστούς, και μ’ όλα τ’ άλλα, και με το λόγο της σωφροσύνης. Γιατί για τίποτα δεν χρειάζεται να μελετούν προσεκτικά και να φροντίζουν οι νέοι τόσο, όπως για χάρη της σωφροσύνης και της σεμνότητας. Γιατί αυτό το πάθος κατ’ εξοχήν πειράζει εκείνες τις ηλικίες· κι αυτό που κάνουμε στα λυχνάρια, το ίδιο ας τηρούμε και στα παιδιά.
Λοιπόν, πολλές φορές συνιστούμε σε θεραπαινίδα που ανάβει λυχνάρι να μη το βάλει κοντά εκεί όπου υπάρχουν καλάμια, ή χορτάρι, ή κάτι τέτοιο, μήπως κάποτε, ενώ εμείς δεν προσέχουμε, αφού κάποια σπίθα ξεφύγει και πέσει, και αρπάξει όλη εκείνη η ύλη φωτιά, κατακάψει ολάκερο το σπίτι· αυτή τη φροντίδα ας έχουμε και για τα παιδιά, και ας μη τ’ αφήνουμε κοντά, όπου θεραπαινίδες ανήθικες, όπου κορίτσια άσωτα, όπου δούλοι ακόλαστοι, αλλ’ ας δίνουμε εντολή και ας εξασφαλίζουμε, έστω κι αν έχουμε τέτοια θεραπαινίδα, ή γειτονική, ή κάποια παρόμοια απλώς, ώστε ούτε να ιδούν ούτε να συνομιλούν οι νέοι, ώστε να μην ανάψει ολάκερη την ψυχή του παιδιού, σπίθα πεσμένη από κει, και γίνει η συμφορά αδιόρθωτη.
Ας τους απομακρύνουμε όχι μονάχα από θεάματα αλλά κι από ακούσματα μαλθακά και ανήθικα, για να μη γοητεύεται απ’ αυτά η ψυχή τους· ούτε να τους οδηγούμε σε θέατρα, ούτε σε συμπόσια και μεθύσια, για μας οι νέοι ας φυλάγονται περισσότερο κι από τις κλεισμένες στο σπίτι παρθένες. Γιατί τίποτα δε στολίζει τόσο εκείνη την ηλικία, όπως το στεφάνι της σωφροσύνης και το να έλθεις σε γάμο κρατώντας τον εαυτό σου καθαρό από κάθε ασέλγεια.
Έτσι θα τους γίνονται κι οι γυναίκες ποθητές, αν η ψυχή δεν έχει ζήσει νωρίτερα την πορνεία, μήτε είναι διεφθαρμένη, όταν ο νέος γνωρίζει μονάχα κείνη τη γυναίκα που έχει ενωθεί μαζί του με γάμο.
Έτσι θα τους γίνονται κι γυναίκες ποθητές, αν η ψυχή δεν έχει ζήσει νωρίτερα την πορνεία, μήτε είναι διεφθαρμένη, όταν ο νέος γνωρίζει μόνο εκείνη τη γυναίκα που έχει ενωθεί μαζί του με γάμο. Έτσι γίνονται και οι έρωτες θερμότεροι, και η εύνοια γνησιώτερη, και η φιλία ακριβέστερη, όταν οι νέοι κατευθύνονται με τέτοια προφύλαξη προς τον γάμο.
Όσο βέβαια γι’ αυτά που τώρα γίνονται, δεν είναι γάμος αλλά απλούστατα, εμπόριο χρημάτων και καπηλεία. Γιατί όταν ο νέος είναι διεφθαρμένος πριν το γάμο, και μετά το γάμο πάλι επιθυμεί άλλη γυναίκα, πες μου, ποιο είναι τ’ όφελος του γάμου; Η τιμωρία λοιπόν είναι μεγαλύτερη, η αμαρτία ασυχώρετη, όταν ενώ υπάρχει γυναίκα στο σπίτι, ντροπιάζει τον εαυτό του σε πόρνες και διαπράττει μοιχεία. Γιατί μετά τη γυναίκα, κι αν είναι πόρνη εκείνη που καταστρέφεται μαζί με τον έγγαμο, η πράξη είναι μοιχεία.
Αυτά γίνονται δε και μετά το γάμο τρέχουν προς τις ελαφρών ηθών γυναίκες, επειδή δεν φρόντισαν πριν απ’ το γάμο να σωφρονούν. Από κει προέρχονται και καυγάδες, και κατηγορίες, κι ανατροπές οικογενειών, και καθημερινοί διαπληκτισμοί· από την αιτία αυτή ο έρωτας προς τη γυναίκα κρυφά διαρρέει και μαραίνεται, επειδή η πορνική συντροφιά τον παραλύει.
Ώσπου να μάθει να σωφρονεί, θα θεωρήσει τη γυναίκα του ως πιο ποθητή απ’ όλες, και θα την κοιτάξει με πολλήν ευμένεια, και θα ομονοήσει σταθερά μαζί της, όταν δε υπάρχει ειρήνη κι ομόνοια, όλα τα αγαθά θα μπουν μέσα σε κείνο το σπίτι.
Για να οικονομούνται, λοιπόν, καλά όσα μας αφορούν στον κόσμο αυτό, και μαζί μ’ αυτά να πετύχουμε και τη βασιλεία των ουρανών, ας φροντίζουμε και για τους εαυτούς μας και για τα παιδιά, ιδιαίτερα γι’ αυτή την εντολή, ώστε να μη προσέλθουμε σε κείνο τον πνευματικό γάμο ντυμένοι βρώμικα ρούχα, αλλά ν’ απολαύσουμε με πολλή παρρησία την τιμή που περιμένει εκεί τους άξιους· που μακάρι όλοι εμείς να πετύχουμε, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που μαζί του, δόξα, τιμή και εξουσία στον Πατέρα και στο Άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Πηγή: pemptousia.gr