Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors

Η εισήγηση του π. Ιωάννη Χρυσαυγή στο Διεθνές Θεολογικό Συνέδριο του ΕΚΠΑ

Ο π. Ιωάννης Χρυσαυγής, Καθηγητής της Ελληνορθόδοξης Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού, Διευθυντής του Οικουμενικού Ινστιτούτου Huffington του Ελληνικού Κολλεγίου του Τιμίου Σταυρού, συμμετείχε στις εργασίες του Διεθνούς Θεολογικού Συνεδρίου με θέμα: «Η Ορθόδοξη Θεολογία στον 21ο αιώνα. Προκλήσεις και Προοπτικές», της Θεολογικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Η εισήγηση του π. Ιωάννη, με τίτλο: «Προς μία Οικουμενική Προοπτική: Η εμπειρία του παρελθόντος ως οδηγός για το μέλλον», όπου γίνεται και ειδική μνεία στον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας κυρό Στυλιανό, παρουσιάστηκε κατά την τέταρτη ημέρα του Θεολογικού Συνεδρίου που διεξάγεται στην Αθήνα, στο πλαίσιο της θεματικής ενότητος: «Ορθόδοξη Θεολογία και Διαχριστιανικός Διάλογος (1948-2024)».

Ακολουθεί ολόκληρη η εισήγηση του π. Ιωάννη Χρυσαυγή:

Θέλω να εκφράσω ευγνωμοσύνη για την συμμετοχή μου στο διεθνές αυτό συνέδριο. Πρόθεση μου είναι μια αναθεώρηση θεμελιωδών οικουμενικών αρχών όπως τις έχω βιώσει στην ακαδημαϊκή μου παιδεία και ιερατική διακονία—ειδικότερα πλησίον σκαπανέων θεολόγων και ηγετών, όπως ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ο Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός, και ο Καθηγητής Νίκος Νησιώτης.

Προ ετών, μου ζητήθηκε να αναλάβω την Μόνιμη Αντιπροσωπεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών όπου προσέφερε σημαδιακές υπηρεσίες ο π. Γεώργιος Τσέτσης. Ήταν μια συγκινητική χειρονομία εμπιστοσύνης από μέρους του πατριάρχη, την οποία όμως ευγενικά αρνήθηκα. Ένιωθα πως η χρυσή εποχή της οικουμενικής κίνησης, όπως την γνωρίζαμε, ανήκε στο παρελθόν. Κάτι είχε αλλάξει ριζικά με την πάροδο του χρόνου, και αισθανόμουν ότι η πρώιμη πεποίθηση υποχώρησε, δίνοντας προτεραιότητα σε μια επαγγελματική αβροφροσύνη. Ο ίδιος ο π. Γεώργιος Φλορόφσκι είχε απογοητευτεί τα τελευταία χρόνια της ζωής του.

Τι οδήγησε σ᾽ ένα τέτοιο προβληματισμό των πρωτοπόρων θεολόγων; Μήπως η ιστορία της οικουμενικής κίνησης έχει κάτι να μας διδάξει για την ιστορία της εκκλησίας γενικότερα; Μπορεί η εξέλιξη της οικουμενικής κίνησης να λειτουργήσει ως «καθρέφτης» για την σημερινή κατάσταση ή μετάσταση της Ορθοδοξίας; Ή επιμένουμε σε ένα παρελθόν που εξέλειψε; Αν, για τον ποιητή «το παρελθόν είναι πρόλογος», είναι καιρός να επανεξετάσουμε τον σκοπό της οικουμενικής κίνησης ώστε να μη φαντασιωνόμαστε για τη σημασία της ή τη συμβολή μας.

Αν είμαστε ειλικρινείς, θα παραδεχτούμε ότι πολλές από τις αισιόδοξες—ενίοτε αφελείς—προσδοκίες κατέρρευσαν κυριολεκτικά μπροστά στα μάτια μας ενώ ο κόσμος κατάντησε πιο διχασμένος και διχαστικός. Η αναδιαμόρφωση του οικουμενικού τοπίου υπέστη πολώσεις που επηρεάζονται από κοινωνικές συζητήσεις και πολιτικούς αναβρασμούς, ενώ οι χριστιανικές ομολογίες βρίσκονται σε σταυροδρόμι όσον αφορά την οικουμενική τους δέσμευση. Υπάρχει ασφαλώς λόγος για ευγνωμοσύνη αφού η οικουμενική κίνηση ευνόησε την κατανόηση (μεταξύ ανταγωνιστικών θρησκειών) και συμφιλίωση (μεταξύ αποξενωμένων εκκλησιών). Ανταποκρίνεται όμως στην αρχική της πρόθεση;

Έχουν τόσο αλλάξει οι παγκόσμιες καταστάσεις που επιβάλλεται μια προσαρμογή των αξιωμάτων και αξιώσεων μας στον διάλογο με την υπόλοιπη χριστιανοσύνη και στην ευθύνη μας μπροστά στη σύγχρονη πραγματικότητα. Από τη πρόκληση του σιδηρού παραπετάσματος που έγινε αφορμή και αφετηρία για την δημιουργία των διαφόρων συμβουλίων εκκλησιών, σήμερα αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα του φυλετισμού και εθνικισμού.

Αυτό πάντως που στην περίπτωση μου ενέπνευσε και ενίσχυσε την πεποίθηση και αφοσίωση μου στην οικουμενική έγκλιση δεν είναι κάποιος θεσμός θεωρητικός ή κάποια ιδεολογία αφηρημένη, αλλά συγκεκριμένα άτομα που αντιπροσώπευαν το όραμα της οικουμενικής κίνησης—μια διαδοχή χαρισματικών θεολόγων και ταγών. Καθ᾽ όλη τη διάρκεια της διακονίας μου, έχω παραδείγματος χάρη το προνόμιο να απολαμβάνω εκ του σύνεγγυς την οικουμενική προοπτική του Βαρθολομαίου Αρχοντώνη που ουδέποτε έχει εκφράσει απογοήτευση αλλ᾽ ούτε και αυταπάτη για την οικουμενική κίνηση. Θα περιέγραφα το δι-ομολογιακό ή δια-θρησκειακό όραμα του Παναγιωτάτου ως οικουμενισμό επιμονής: μια ακλόνητη αποφασιστικότητα για διάλογο ως αυτοσκοπό, ανεξάρτητα από κέρδη ή οφέλη.

Στην εγκύκλιο της Μεγάλης Σαρακοστής το 2010, ο πατριάρχης παρατήρησε τολμηρά, αν μη προφητικά: «Η Ορθοδοξία πρέπει να υπάρχει σε συνεχή διάλογο. Διαφορετικά δεν θα είναι πλέον ῾καθολική᾽ ή ῾οικουμενική᾽ αλλά αντίθετα θα περιοριστεί σ᾽ ένα ῾γκέτο᾽ που προορίζεται να παραμείνει στο περιθώριο της ιστορίας». Και δεν θα λησμονήσω όταν, στη διάρκεια έντονης, έστω θλιβερής συζήτησης κατά την Μεγάλη Σύνοδο της Κρήτης το 2016, για το αν άλλες χριστιανικές ομολογίες πρέπει να χαρακτηρίζονται ως «εκκλησίες», δήλωσε ότι δεν θα επέτρεπε αιώνες πατερικής παράδοσης και δεκαετίες οικουμενικής επαφής να εξατμιστούν από άγνοια ή προκατάληψη· όχι, καθώς τόνισε, επί δικής του σκοπιάς!

Ο πατριάρχης πλήρωσε το βαρύ τίμημα μιας εκκλησίας που αρνείται να υποχωρήσει από μια στενή ή στεγνή ερμηνεία του δόγματος, μια τιμή που είναι διατεθειμένος να υποστεί απέναντι σ᾽ αυτούς που αψηφούν τον οικουμενισμό ως «παν-αίρεση». Βέβαια απευθυνόμενος σε ελληνόφωνο και ελληνορθόδοξο ακροατήριο, χρησιμοποιώ ακόμη και τον όρο «οικουμενισμός» επιφυλακτικά. Γιατί μερικοί εμφανίζονται ανίκανοι να προσδιορίσουν την ταυτότητά τους παρά μόνο σε αντίθεση ή ανταγωνισμό με άλλους. Για τον πατριάρχη, η ορθοδοξία δεν αυτο-προσδιορίζεται ενάντια σε φανερούς ή φανταστικούς «εχθρούς». Και σ᾽ αυτό θα επιμείνει άχρι τέλους.

Αλλά η επιμονή από μόνη της δεν επαρκεί! Ο οικουμενικός διάλογος επίσης απαιτεί ακεραιότητα. Επιμονή χωρίς ακεραιότητα είναι άκαρπη. Είχα το προνόμιο να συνεργαστώ με τον αείμνηστο Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας Στυλιανό που ενσάρκωνε αυτό που θα ονόμαζα οικουμενισμό ακεραιότητας. Πολλοί τον θεωρούσαν σκληροτράχηλο, και αναμφίβολα ήταν. Ωστόσο τον χαρακτήριζε διαφάνεια και ειλικρίνεια. Μαζί ιδρύσαμε την Θεολογική Σχολή του Αποστόλου Ανδρέα, το πρώτο διαπιστευμένο ορθόδοξο ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ωκεανία. Πολυγραφότατος δοκιμιογράφος και καταξιωμένος ποιητής, ο Στυλιανός θυσίασε τη θεολογική σταδιοδρομία για μια ποιμαντική διακονία.

Η οικουμενική προοπτική του Στυλιανού αποτυπώνεται στους τίτλους δύο θεολογικών περιοδικών που ίδρυσε: στο Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Σπουδών—όπου διατέλεσε ηγούμενος και πρόεδρος—γνωστό ως Κληρονομία (δηλαδή, συνέχεια και συνέπεια), και στη Θεολογική Σχολή του Αποστόλου Ανδρέα—όπου υπηρέτησε ως κοσμήτορας και καθηγητής—γνωστό ως Φρόνημα (δηλαδή, νοοτροπία και πνεύμα). Για τον Στυλιανό, η συνεισφορά στον οικουμενικό διάλογο χαρακτηρίζεται από σεβασμό στην παράδοση, ενώ ταυτόχρονα δεν περιορίζεται σε συμβατικότητα.

Αυτό που δεν άντεχε ο Στυλιανός ούτε για μια στιγμή ήταν η υποκρισία ή διπροσωπία. Αναγνώριζε ότι οι Ρωμαιοκαθολικοί ήταν τόσο έτοιμοι να αποδεχτούν οποιαδήποτε μείωση «εξουσίας» όσο οι Ορθόδοξοι ήταν δυνατό να συμβιβαστούν με οποιαδήποτε αλαζονεία «αληθείας». Οι ορθόδοξοι συνηθίσαμε δυστυχώς να απειλούμε την απουσία ή αποχώρηση από διαλόγους, και να επιμένουμε σε «ξεχωριστές δηλώσεις» ή «ειδικές επιτροπές». Φαινόμαστε πιο ικανοί και ικανοποιημένοι να εκφράζουμε παράπονα ή διαμαρτυρίες παρά να επιδιώκουμε συνεργασία ή λύσεις. Αναρωτιέμαι αν ο π. Φλορόφσκι ευθύνεται τόσο για την αρχιτεκτονική της οικουμενικής κίνησης, όσο για την ανατομία μιας νοοτροπίας αλαζονείας στην οικουμενική μας συμμετοχή, προασπίζοντας τον «ειδικό ρόλο» και τον «εξαιρετικό χαρακτήρα» της ορθοδοξίας. Ίσως γι᾽ αυτό αναζητούμε διαρκώς την «ορθόδοξη προοπτική» σε καθετί, ωσάν να υπάρχει «ορθόδοξος τρόπος» να ζούμε και αναπνέουμε, ή ωσάν αλλιώς να ανταποκρινόμαστε στη φτώχεια και την πείνα, και αλλιώτικα να αντιμετωπίζουμε τη κοινωνική δικαιοσύνη και την παγκόσμια ειρήνη. Αυτή δεν είναι η στάση που πρεσβεύουν σήμερα οι σλαβικές εκκλησίες σε τέτοιο ακραίο βαθμό, που εκθέτει την αδυναμία όλων των ορθοδόξων; Την δυαδική—τελικά δυαρχική—αντίληψη του κόσμου δεν θα αποδεχόταν ή ανεχόταν ποτέ ο Στυλιανός. Γι᾽ αυτό και πλήρωσε κι αυτός βαρύ τίμημα για την οικουμενική του πειθώ.

Τώρα, επιμονή και ακεραιότητα αποτελούν συνταγή απαισιοδοξίας χωρίς ελπίδα. Την οικουμενική προοπτική που εξέφραζε ο Νίκος Νησιώτης θα την χαρακτήριζα οικουμενισμό ελπίδας. Στον ορθόδοξο χώρο όμως—και συγκεκριμένα τον ελλαδικό—κι ο Νησιώτης παρεξηγήθηκε. Χαρισματικός θεολόγος που αντανακλούσε τον αρχικό και αυθεντικό χαρακτήρα της οικουμενικής κίνησης ως όραμα και κίνημα λαϊκό, η παρουσία του στάθηκε ψηλά και αντιστάθηκε ακλόνητα ενάντια στις καταχρήσεις του επαγγελματισμού και του κληρικαλισμού. Είναι θλιβερό, αν μη αποπνικτικό, σε οικουμενικούς κύκλους, οι ορθόδοξες εκκλησίες να εκπροσωπούνται σχεδόν αποκλειστικά από ιεράρχες ή ιερείς, ενώ η επίσημη έγκριση οικουμενικών δηλώσεων ή αποφάσεων να περιορίζεται στα συνοδικά επίπεδα. Είναι αδικαιολόγητο να προβάλλονται ελάχιστοι λαϊκοί και λιγότερες γυναίκες.

Για τον Νησιώτη ο διάλογος είναι σοβαρότατη υπόθεση. «Τα μάτια [του] έλαμπαν από θυμό όταν επρόκειτο για αδικαιολόγητη ακινησία, ή για αυταρέσκεια, αποξένωση και απομόνωση στην εκκλησία». Σ᾽ αυτό αντηχούσε τον π. Φλορόφσκι, για τον οποίο η συμφιλίωση είναι επώδυνη υπόθεση γιατί «το οικουμενικό κίνημα είναι αντινομικό εγχείρημα που αφετηρία της είναι η χριστιανική διχόνοια». Ο πρώην Γεν. Γραμματέας του ΠΣΕ, Δρ. Olav Tveit, περιγράφει τη συμφιλίωση ως λογοδοσία: «Μέρος [λέγει] της οδού προς την ενότητα πρέπει να περιλαμβάνει τη συμφιλίωση ως αμοιβαία ευθύνη». Μη ξεχνάμε ότι η ετυμολογία της λέξης «συγ-χώρηση» δηλώνει ότι «μοιραζόμαστε τον ίδιο χώρο». Ο οικουμενικός διάλογος συνεπάγεται ριζική συγ-χωρητικότητα και αλληλο-περιχώρηση. Ένα τέτοιο όραμα επιτρέπει και δημιουργεί χώρο για άλλες κοινότητες και ομολογίες. «Η έκφραση του Πνεύματος», λέγει ο Νησιώτης, «γεμίζει κενά, ενώνει αντιθέσεις, και γεφυρώνει αποστάσεις». Ήταν πεπεισμένος ότι «η Ορθοδοξία πρέπει να εγκαταλείψει τις αμυντικές, εξομολογητικές και απολογητικές στάσεις».

Κι όπως πίστευε πως δεν υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ εκκλησίας και κόσμου, έτσι πίστευε ότι δεν υπάρχει διχοτόμηση μεταξύ πίστης και επιστήμης. Θα τον σκανδάλιζε σίγουρα η αντίδραση της εκκλησίας κατά την πρόσφατη πανδημία, που αποκάλυψε την ανωριμότητα μας γύρω από την σχέση θρησκείας και επιστήμης. Ο νέος κορονοϊός ανέδειξε τα καλύτερα στην ανθρώπινη φροντίδα, ενώ εξέθεσε και τα χειρότερα στην ανθρώπινη αδιαφορία. Με τους περιορισμούς «λοκντάουν» ήταν συχνά δύσκολο να διακρίνουμε αν οι πνευματικοί μας ηγέτες προτιμούσαν την προώθηση συνωμοσιών και καταπολέμηση φαντασμάτων παρά την ποιμαντική μέριμνα και προστασία των πιστών. Η πανδημία δυστυχώς απέδειξε ότι δεν είμαστε έτοιμοι—ενώ συχνά είμαστε απρόθυμοι—να ανταποκριθούμε σε κρίσιμες στιγμές. Η μακροπρόθεσμη προοπτική της πίστης δεν είναι πρόσχημα διαφυγής σ᾽ ένα άλλο κόσμο αλλά θεμέλιο ελπίδας σε τούτον!

Αλλά και το Ουκρανικό αποτελεί μια άλλη κρίση στον σύγχρονο κόσμο. Στο όνομα της ειρήνης, το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών δεν βρήκε αρχικά το κουράγιο να καταδικάσει τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, καταφεύγοντας σε μια ανώδυνη πρόσκληση, εξίσου «στην ηγεσία των εκκλησιών της Ρωσίας και της Ουκρανίας, να υψώσουν τις φωνές τους ενάντια στον συνεχιζόμενο θάνατο και εκτοπισμό του Ουκρανικού λαού». Για ένα ολόκληρο χρόνο, απέφυγε και αντιστάθηκε την καταδίκη της Ρωσικής Ομοσπονδίας και μομφή του Πατριαρχείου Μόσχας, μάλιστα υπό τη θητεία ορθόδοξου γενικού γραμματέα! Οι ορθόδοξοι απωλέσαμε έτσι μια μοναδική ευκαιρία να ανταποκριθούμε σε μια κατ’ εξοχήν ενδορθόδοξη πρόκληση.

Για μένα, ο πόλεμος στην Ουκρανία αντιπροσωπεύει λυδία λίθο για την εντιμότητα των ορθοδόξων σχετικά με την οικουμενική κίνηση. Αν ως ορθόδοξοι δεν μπορούμε να εκφράσουμε μια ξεκάθαρη άποψη, πώς περιμένουμε την αντίδραση άλλων; Πώς να μην αμφισβητείται ο στόχος των διορθόδοξων σχέσεων όταν, σχεδόν τρία χρόνια μετά την εισβολή στην Ουκρανία, με εξαίρεση τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ουδείς ορθόδοξος προκαθήμενος έχει καταγγείλει τις ανήθικες ενέργειες του Ρώσου Πατριάρχη; Δεν πρέπει να αμφισβητείται ο σκοπός των οικουμενικών σχέσεων όταν εκκλησιαστικοί οργανισμοί και ηγέτες δεν καλούνται να λογοδοτούν για παρόμοιες παραβιάσεις;

Κατακλείνοντας, θα έλεγα πως, αν η οικουμενική κίνηση θέλει να διατηρήσει αξιόπιστη και θαρραλέα φωνή στον σύγχρονο κόσμο, πρέπει να επιστρέψει σε θεμελιώδεις αρχές. Καλούμαστε να διαμορφώσουμε μια ευρύτερη αντίληψη της οικουμενικής κίνησης από αυτή που παραλάβαμε ή συνηθίσαμε. Χρειαζόμαστε μια οικουμενικότητα γενναιοδωρίας, όχι αλαζονείας. Μια οικουμενικότητα αμοιβαιότητας, όχι απομόνωσης. Και μια τέτοια οικουμενικότητα δεν προσδιορίζεται από αποτελέσματα—είτε δογματικές δηλώσεις, είτε κοινωνικές προσεγγίσεις—αλλά καθορίζει μια νέα προοπτική. Μήπως η ρομαντική προσμονή οικουμενικών «επιτευγμάτων»—ακόμη και για κοινή ομολογία!—οδήγησε στην απογοήτευση των πρωτοπόρων, όπως ο Φλορόφσκι; Μήπως η απόλυτη προσδοκία ενωτικών «επιτευγμάτων»—ακόμη για κοινή ευχαριστία!—οδήγησε και στην αντίσταση των ζηλωτών;

Εμείς οι Ορθόδοξοι συχνά υπερηφανευόμαστε—ή ακριβέστερα, αλαζονευόμαστε—για την προτεραιότητα που δίνουμε στο δόγμα. Αλλά η εμμονή στο πρωτείο του δόγματος αποτελεί δίκοπο μαχαίρι που μπορεί να βλάψει τόσο τους προοδευτικούς όσο και τους συντηρητικούς. Έτσι, όσοι αναμειγνύονται σε διαχριστιανικές συζητήσεις υποστηρίζουν πως προωθούν την ορθόδοξη μαρτυρία, ενώ όσοι αντιτίθενται στις οικουμενικές σχέσεις ισχυρίζονται πως υπερασπίζουν την ορθόδοξη παράδοση. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι και οι δύο πλευρές παραβλέπουν την αρχή του διαλόγου, ο οποίος απαιτεί εξ ίσου απόδοση κι αποδοχή, διδασκαλία και μάθηση.

Συνεχίζει εν προκειμένω να με εκπλήσσει η αντίστροφη και ατρόμητη έκκληση του Πατριάρχου Ιωακείμ Γ´ που το 1902 παρότρυνε την αναζήτηση «σημείων συνάντησης και επαφής … ακόμη και αν αυτό σημαίνει να παραγνωρίσουμε μερικές παρατυπίες». Η διαφάνεια της χριστιανικής μαρτυρίας πρέπει να οδηγεί από το «εγώ» στο «εμείς», από την ύπαρξη στη συνύπαρξη. Κι αυτό απαιτεί απομάκρυνση από τον επαρχιωτισμό ή σεκταρισμό. Μια οικουμενική προοπτική—σταθερή, ειλικρινής και ελπιδοφόρα—πρέπει να γίνει αξία και αξίωση όλων—πρωτίστως ημών των ορθοδόξων. Η δύναμη της οικουμενικής κίνησης έγκειται στο να ανοιγόμαστε πέρα και έξω από ιδιωτικές και βολικές μας πεποιθήσεις, να μαθαίνουμε τη γλώσσα της κοινωνίας και της φιλανθρωπίας.

Νωρίς ανακάλυψα στις περιβαλλοντικές πρωτοβουλίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου ένα αντίβαρο στον οικουμενικό ουτοπισμό. Εκεί διέκρινα την σύγκλιση μεταξύ ενσαρκωτικής θεολογίας και αφηρημένης ιδεολογίας. Γιατί ενώ συνήθως σκεφτόμαστε την οικολογία ως χώμα και αέρα, πρόκειται πρωτίστως για τον κοινωνικό δεσμό που τα περιβάλλει, κάτι που θα περιέγραφα ως οικουμενική επιταγή της οικολογικής μέριμνας. Η γη μας ενώνει όλους—πριν και πέρα από ομολογιακές ή δογματικές διαφορές και πολιτικές ή φυλετικές διακρίσεις. Αλλά το περιβάλλον είναι μια μονάχα πρόκληση. Άλλοι μπορεί να πονούν για ορθόδοξη ενότητα, ομολογιακό διάλογο ή διαθρησκειακές σχέσεις. Μπορεί να μας απασχολεί το μεταναστευτικό, η κοινωνική δικαιοσύνη ή η οικονομική ισότητα. Οι πάντες πάντα βλέπουμε «δι᾽ εσόπτρου εν αινίγματι» (Α´ Κορ. 13.12), ο καθένας από μια μικροσκοπική σκοπιά ή γωνιά. Ο προβληματισμός μας δεν αποτελεί ολόκληρο το πρόβλημα. Η προοπτική μας δεν συνιστά ολόκληρη την εικόνα. Ο άγιος ή το έσχατο ίσως συγκεντρώνει το καθολικό, το οικουμενικό. Οι υπόλοιποι πρέπει να συμπορευόμαστε και συνεργαζόμαστε για το κοινό αγαθό. Κι αν θέλουμε να ξεπεράσουμε τον χειμώνα της οικουμενικής κίνησης, οφείλουμε να αναθεωρήσουμε τετριμμένα πρότυπα διαλόγου για να ανακαλύψουμε νέους τρόπους συνδιαλλαγής και οικουμενικής συνεργασίας σ᾽ ένα κόσμο που «τόσον ἠγάπησεν» (Ιωάν. 3.16) και συνεχίζει να αγαπά ο Θεός.

Πηγή: fosfanariou.gr