Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης για την «αποστολή και το έργο της Ορθόδοξης Εκκλησίας και Θεολογίας στον 21ο αιώνα»

Την Κυριακή, 24 Νοεμβρίου, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος εκφώνησε την εισαγωγική ομιλία στο Διεθνές Συνέδριο με θέμα «Η Ορθόδοξη Θεολογία στον 21ο αιώνα. Προκλήσεις και προοπτικές», το οποίο διοργανώνεται από τη Θεολογική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο Παναγιώτατος ομίλησε περί της «αποστολής και του έργου της Ορθόδοξης Εκκλησίας και Θεολογίας στον 21ο αιώνα» στη Μεγάλη Αίθουσα του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου πραγματοποιήθηκε η τελετή έναρξης του Συνεδρίου. Παρέστησαν, μεταξύ άλλων, η Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Κατερίνα Σακελλαροπούλου και ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυμος.

Στις εργασίες του Συνεδρίου, οι οποίες θα ολοκληρωθούν την ερχομένη Πέμπτη, 28 Νοεμβρίου, θα συμμετέχει και ο Σεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας κ. Μακάριος, την Τρίτη, 26 του μηνός, εισήγηση που θα έχει ως θέμα «Τεχνητή Νοημοσύνη και Ορθόδοξη Θεολογία».

Ακολουθεί η ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχου κατά την τελετή έναρξης του Συνεδρίου:

Ἐξοχωτάτη κυρία Πρόεδρε τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας,
Μακαριώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος,
Ἱερώτατοι καί Θεοφιλέστατοι ἐν Χριστῷ ἀδελφοί Ἱεράρχαι,
Ἐξοχώτατοι καί Ἐντιμότατοι ἐκπρόσωποι τῶν Ἀρχῶν,
Ἐλλογιμώτατε κύριε Πρύτανι,
Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες Ὀφφικιάλιοι,
Ἐλλογιμώτατε κύριε Κοσμῆτορ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς,
Ἐλλογιμώτατοι Πρόεδροι τῶν δύο Τμημάτων, Καθηγηταί καί Καθηγήτριαι, Ἐλλογιμώτατοι σύνεδροι,
Προσφιλέστατα τέκνα ἐν Κυρίῳ φοιτηταί καί φοιτήτριαι,
Ἐκλεκτοί παρόντες,

Ἐκφράζομεν τάς ὁλοκαρδίους εὐχαριστίας τῆς ἡμῶν Μετριό-τητος πρός τά Ἐλλογιμώτατα μέλη τῆς Ἐπιστημονικῆς καί Ὀργα-νωτικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ παρόντος Διεθνοῦς Συνεδρίου διά τήν εὐγενῆ καί τιμητικήν πρόσκλησιν νά ἐκφωνήσωμεν τήν εἰσαγω-γικήν ὁμιλίαν, δηλοῦντες καί ἐπαναλαμβάνοντες καί ἐνώπιον ὑμῶν ὅτι ἡ τιμή διαβαίνει ἐπί τήν Μεγάλην Ἐκκλησίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία πολλά καί ἀνεκτίμητα προσήνεγκεν εἰς τήν θεολογίαν, ἐν τῇ διπλῇ δεσμεύσει καί ἀναφορᾷ τῆς ἱερᾶς ἐπιστήμης εἰς τήν Παράδοσιν τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων καί εἰς τήν μαρτυρίαν της ἐνώπιον τῶν σημείων τῶν καιρῶν περί τῆς ἐλθούσης ἐν Χριστῷ ἐλευθεροποιοῦ χάριτος καί τῆς ἐλπίδος τῆς αἰωνίου Βασιλείας τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ὡς εἴπομεν ἀπό τοῦ βήματος τούτου πρό τριῶν ἀκριβῶς ἐτῶν, τήν 23ην Νοεμβρίου 2021, εἰς τό DNA τῆς θεολογίας ἀνήκει ἡ «συναφειακότης», ὡς ἡ δυνατότης καί εὐκαιρία νά διατυπώνῃ ἐπικαίρως τό μήνυμά της. Ἡ συναφειακότης οὔτε ἀκυρώνει τόν διαχρονικόν χαρακτῆρα τοῦ θεολογικοῦ λόγου, οὔτε σημαίνει συ-σχηματισμόν μέ τόν κόσμον καί ἄλλας ἀλλοτριωτικάς ταυτίσεις, κατά τό λεχθέν ὑπό τοῦ πνευματικοῦ ἡμῶν πατρός μακαριστοῦ Μητροπολίτου Χαλκηδόνος Μελίτωνος, ὅτι «ἡ ἀλήθεια δέν προδίδεται ὅταν ἐνσαρκοῦται εἰς κάθε ἱστορικήν ἐποχήν. Προδίδεται ὅταν συντηρεῖται, ὡς εἰς μουσεῖον, ἐκ φόβου μή μολυνθῇ ἀπό τήν ἱστορίαν».

Τό ζητούμενον κατά ταῦτα εἶναι ὁ ὀρθός τρόπος τῆς συναφειακότητος. Ἡ ἐκκλησιαστική θεολογία δέν εἶναι δυνατόν νά ἀγνοῇ τάς ἐμπειρίας τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ σύγχρονοι χριστιανοί δέν ζοῦν εἰς τήν ἐποχήν τοῦ Χριστοῦ, οὔτε εἰς τήν περίοδον τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, οὔτε εἰς τήν «ἐποχήν τοῦ Ἀντιχρίστου», ἀλλά εἰς μίαν συγκεκριμένην ἱστορικήν στιγμήν, εἰς διαφορετικούς πολιτισμικούς χώρους, μέ ἁπτά προ-βλήματα, μέ τάς ἀντιφάσεις καί τάς προοπτικάς τῆς ἐποχῆς μας. Πρός αὐτούς ἀπευθύνονται ἡ Ἐκκλησία καί ἡ θεολογία της, διά τήν μεταμόρφωσιν αὐτοῦ τοῦ κόσμου πρέπει νά λειτουργήσουν.

Πρότυπον θεολογικῆς ἐργασίας, ὡς πρός τήν μεθοδολογίαν καί τόν ποιμαντικόν προσανατολισμόν, παραμένει ἡ θεολογία τῶν Μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Μία θεολογία ὑπαρξιακή καί συγκεκριμένη, ποτέ ἄσαρκος καί νοησιαρχική. Αὐτή ἡ ἐμπει-ρική, ἐκκλησιογενής καί ἐκκλησιοτραφής θεολογία ἦτο κατάθεσις ψυχῆς, συνέδεε τήν πίστιν μέ τήν ζωήν, τήν θεωρίαν μέ τήν πρᾶξιν, χωρίς ἐπιδεικτικήν σοφίαν καί ἐπιτηδευμένην εὐγλωττίαν, ὡμίλει δέ πάντοτε ἐστραμμένη πρός τόν σύγχρονον ἄνθρωπον. Οἱ Πατέρες ἐκληροδότησαν εἰς ἡμᾶς τήν ἐμπειρίαν ὅτι πιστότης εἰς τήν Ἀλήθειαν καί ἀνοικτοσύνη πρός τόν κόσμον καί τόν πολιτισμόν ἀλληλοπεριχωροῦνται καί ἀλληλοεμπλου-τίζονται.

Εἰς τήν ἐποχήν μας βεβαίως ἡ Ἐκκλησία καί ἡ θεολογία της εὑρίσκονται ἀντιμέτωποι μέ νέας συνθήκας καί πολλάς μεγάλας προκλήσεις. Καί ἡ συνάντησις μέ τόν σύγχρονον κόσμον ὀφείλει ὅμως νά ἐκτυλίσσεται ἐν πιστότητι πρός τόν «οὐκ ἐκ τοῦ κόσμου» χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας καί μέ γνῶσιν καί ὀξύ αἰσθητήριον διά τά νέα ἱστορικά δεδομένα. Ἀποτελεῖ βασικήν ἀρχήν διά τήν θεολογίαν ὅτι δέν πρέπει νά εἶναι ἀμυντική, ὡς νά ἐστρέφοντο ὅλαι αἱ τρέχουσαι ἐξελίξεις ἐναντίον τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐπίσης, ἡ θεολογία ὀφείλει νά εἶναι ἐπίκαιρος, συμφώνως πρός τήν ἔννοιαν τοῦ «καιροῦ», ἀφοῦ τό παρόν, ὅπως ἔχει γραφῆ, δέν εἶναι μόνον χρονολογική ἔννοια, δέν σηματοδοτεῖ «ἁπλῶς τήν τρέχουσα ἐπικαιρότητα, ἀλλά καί τή σήμερα καί μόνον σήμερα δεδομένη δυνατότητα, τόν “καιρόν”».

Ἐπιλεκτικῶς ἀναφερόμεθα, ἐπί τῇς βάσεως αὐτῇς, εἰς δύο συγχρόνους μεγάλας προκλήσεις διά τήν θεολογίαν: α) εἰς τήν θρησκειολογικήν πρόκλησιν, καί β) εἰς τήν νέαν ἀνθρωπολογίαν ἐν συναρτήσει πρός τόν πολιτισμόν τῆς νεωτερικότητος.

α) Ἡ θρησκειολογική πρόκλησις.

Εἰς τήν ἐποχήν μας, αἱ θρησκεῖαι ἐνεφανίσθησαν μέ δυναμισμόν εἰς τό προσκήνιον τῆς ἱστορίας καί διεκδικοῦν σημαντικόν ρόλον εἰς τά ἀνθρώπινα πράγματα καί τήν ἀνάπτυξιν τοῦ πολιτισμοῦ. Ὑποστηρίζεται ὅτι οὐδεμία ἀνάλυσις τῆς παγκοσμίου καταστάσεως, οὐδείς σχεδιασμός τοῦ μέλλοντος τοῦ κόσμου μας εἶναι ἐπαρκής, ἐάν δέν ἀναφέρωνται καί εἰς τόν ρόλον τῶν θρησκειῶν. Ἐνώπιον τῆς ἀναβιώσεως τῶν μή χριστιανικῶν θρησκειῶν ἔχει μάλιστα τονισθῆ ὅτι ἡ μεγαλυτέρα πρόκλησις διά τόν Χριστιανισμόν δέν εἶναι πλέον ἡ ἐκκοσμίκευσις, ἀλλά ἡ παρουσία αὐτῶν τῶν θρησκειῶν καί ἡ συνάντησις μέ αὐτάς.

Ἠχεῖ ὁ λόγος περί «συγκρούσεως τῶν θρησκειῶν» ὡς πυρῆνος τῆς «συγκρούσεως τῶν πολιτισμῶν», καί γινόμεθα μάρτυρες βιαιοτήτων «ἐν ὀνόματι τῆς θρησκείας». Ταυτοχρόνως ὅμως προάγεται ἡ διαθρησκειακή συνεργασία καί τονίζεται ὁ εἰρηνοποιητικός ρόλος τῶν θρησκειῶν. «Καμμία εἰρήνη τῶν λαῶν, χωρίς εἰρήνη τῶν θρησκειῶν», εἶναι ἕν γνωστόν σύνθημα. Ζωτικῆς σημασίας διά τό μέλλον τῆς ἀνθρωπότητος εἶναι ἡ σύμπραξις τῶν θρησκειῶν ἐνώπιον τῶν πλανητικῶν προβλημάτων, ὅπως τό οἰκολογικόν, τό μεταναστευτικόν, αἱ κοινωνικαί καί πολιτικαί ἀντιπαραθέσεις, αἱ μεγάλαι φυσικαί καταστροφαί, ὁ θρησκευτικός φονταμενταλισμός καί ἄλλα. Εἰς τό Μήνυμα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (Κρήτη 2016) τονίζεται ὅτι «ὁ νηφάλιος διαθρησκειακός διάλογος συμβάλλει σημαντικά στήν προώθηση τῆς ἀμοιβαίας ἐμπιστοσύνης, τῆς εἰρήνης καί τῆς καταλλαγῆς. Τό λάδι τοῦ θρησκευτικοῦ βιώματος πρέπει νά χρησιμοποιεῖται γιά νά ἐπουλώνει πληγές καί ὄχι γιά νά ἀναζωπυρώνει τή φωτιά τῶν πολεμικῶν συρράξεων».

Διάστασιν τῆς ἰσχυρᾶς παρουσίας τῶν μή χριστιανικῶν θρησκειῶν καί τῶν νέων προτύπων ἐπιστημονικότητος ἀποτελεῖ ἡ ἄποψις ὅτι, εἰς τήν λεγομένην ἐποχήν τῆς «ἐπιστροφῆς τοῦ Θεοῦ», μόνον ἡ θρησκειολογία δύναται νά προσεγγίσῃ μέ σύγχρονον καί ἐπιστημονικόν τρόπον τό θρησκευτικόν φαινόμενον. Τά πλεονεκτήματα τοῦ θρησκειολόγου ὑποστηρίζεται ὅτι εἶναι ἡ ἀντικειμενικότης, ἡ ἀπόστασις τοῦ παρατηρητοῦ, ἡ ἐμπειρική μέθοδος καί ἄλλα. Ἐπίσης, προβάλλεται ὁ ἱσχυρισμός ὅτι ἡ θρησκειολογική ὀπτική ἀνταποκρίνεται εἰς τήν ποικιλίαν τῶν θρησκειῶν καί εἰς τήν παγκοσμιότητα τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου. Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, θεωρεῖται ὅτι μόνον ἡ θρησκειολογία ἔχει θέσιν εἰς τό Πανεπιστήμιον καί ὄχι ἡ θεολογία, τό ἔργον τῆς ὁποίας φέρει τήν σφραγῖδα τῆς Ἐκκλησίας.

Οὐδείς ἀμφιβάλλει περί τῆς ἀναγκαιότητος τῆς θρηκειολο-γικῆς ἐρεύνης, μέ πρῶτον τόν θεολόγον, ὁ ὁποῖος ὠφελεῖται ἀπό τά εὑρήματά της. Ὅμως ἡ θρησκειολογία δέν δύναται νά ὑποκαταστήσῃ τήν θεολογίαν. Τό μέλλον ἀνήκει εἰς τήν δημιουργικήν συνεργασίαν θρησκειολογίας καί θεολογίας, μέ καθωρισμένην ἐπιστημονικῶς τήν συνάφειαν καί τήν ὁριοθέτησιν τοῦ ἀντικειμένου καί τῆς μεθοδολογίας των. Ἡ σύνδεσις τῆς θεολογίας μέ τήν Ἐκκλησίαν δέν μειώνει τήν ἐπιστημονικότητά της, ἐφ᾽ ὅσον ἡ θεολογία τήν θεματοποιεῖ αὐτήν τήν σύνδεσιν, ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι δέν ὑπάρχει ἀπροϋπόθετος ἐπιστήμη. Αἱ τάσεις μονοπωλήσεως τῆς ἐπιστημονικῆς προσεγγίσεως τῆς θρησκείας ἀπό τήν θρησκειολογίαν ἐλέγχονται ὡς ἀβάσιμοι καί διά τό γεγονός ὅτι ἡ θρησκειολογική ὀπτική παραμένει ἐγκλωβισμένη εἰς τήν πολιτισμικήν θεώρησιν τῆς θρησκείας. Ἐν τῷ πνεύματι τούτῳ, ἡ θεολογία δέν πρέπει νά αὐτοπροσδιορίζεται ὡς «θρησκειολογία τοῦ Χριστιανισμοῦ» διά νά ἀποδεικνύῃ τήν ἐπιστημονικότητά της.

β) Ἡ πρόκλησις τῆς νέας ἀνθρωπολογίας ἐν συναρτήσει πρός τόν πολιτισμόν τῆς νεωτερικότητος.

Ὁ 21ος αἰών ἐχαρακτηρίσθη ὡς ὁ «αἰών τῆς ἀνθρωπολογίας» διά τήν Ἐκκλησίαν καί τήν θεολογίαν. Ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Ware ἀναφέρει τέσσαρες λόγους διά τήν ἀναγκαίαν ἑστίασιν τῆς θεολογίας εἰς τό θέμα «ἀνθρωπολογία», μετ᾿ ἐμφάσεως εἰς τό ἀνθρώπινον πρόσωπον ὡς σχεσιακῆς πραγματικότητος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ: α) Ἐνώπιον τῆς παγκοσμιοποιήσεως ἡ ὁποία ὁδηγεῖ εἰς ὁμογενοποίησιν καί ἀπειλεῖ τήν προσωπικήν ἑτερότητα, καλεῖται ἡ θεολογία νά ἐπιβεβαιώσῃ τἠν ἀξίαν τοῦ κάθε συγκεκριμἐνου ἀνθρώπου. β) Ἀπέναντι εἰς τήν κυριαρχίαν τῆς τεχνολογίας εἰς τήν ζωήν μας, ὀφείλομεν νά ἀγωνισθῶμεν, ὥστε τά πρόσωπα «νά μή ἐπισκιαστοῦν καί νά καταποθοῦν ἀπό τίς μηχανές». γ) Αἱ ἐξελίξεις εἰς τήν γενετικήν μηχανικήν καί οἱ κλονισμοί τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων καθιστοῦν ἀναγκαίαν τήν προσπάθειαν μιᾶς «θαρραλέας καί ἐπινοητικῆς ἀναζωογονήσεως τῆς διδασκα-λίας μας γιά τό ἀνθρώπινο πρόσωπο», καί δ) Τά αὐτά ἰσχύουν καί ἀναφορικῶς πρός τό οἰκολογικόν πρόβλημα τό ὁποῖον εἶναι προϊόν μιᾶς «ἀνθρωπολογικῆς κρίσης», τῆς «ἔλλειψης μιᾶς θεολογίας τοῦ προσώπου».

Τά ἀνθρωπολογικά θέματα ἀπασχολοῦν καί ἐπιβαρύνουν σήμερον καί τάς διαχριστιανικάς σχέσεις, ἐνῷ ὁδηγοῦν καί εἰς ἐντάσεις ἐντός τῶν ἐπί μέρους Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν. Γίνεται δέ λόγος περί τῆς ἀνάγκης ἀναπτύξεως μιᾶς «οἰκουμενικῶς ἀποδεκτῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας».

Ἔχει καταστῆ πλέον σαφές ὅτι ἡ ἀπώθησις ἤ ἡ λήθη τοῦ θείου προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου καταλήγει εἰς παραμόρφωσιν ἤ ὑποβιβασμόν τῆς εἰκόνος του καί εἰς ἐξασθένησιν τῆς αἰσθήσεως διά τό ἀπαραβίαστον τῆς ἀξίας του. Καί ὁ σύγχρονος «homme augmenté», ἐν τῇ ἐννοίᾳ ἑνός «ὑπερανθρώπου» μέ ἐξαιρετικάς ἱκανότητας καί ἰσχύν ἐπί τῆς κτίσεως καί τῆς ἱστορικῆς ἐξελίξεως χάρις εἰς τήν ἐπιστήμην καί τήν τεχνολογίαν, εἶναι κατ᾿ οὐσίαν ὁ «συρρικνωμένος ἄνθρωπος», ἐστερημένος τῶν δημιουργικῶν ὑπαρκτικῶν δυνατοτήτων του.

Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας θεοκινήτως διεκήρυξεν ὅτι τό δόγμα τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ προαιωνίου Λόγου τοῦ Θεοῦ εἶναι «ἀνεξάντλητος πηγή πάσης χριστιανικῆς προσπαθείας διά τήν περιφρούρησιν τῆς ἀξίας καί τοῦ μεγαλείου τοῦ ἀνθρώπου». Ὁ Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Μελίτων εἶχεν ὑπογραμμίσει ὅτι ὁ ὅρος τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου «ἀποτελεῖ ἕνα ἀληθινόν “χάρτην ἀνθρωπίνων δικαιω-μάτων”, διότι ἑνώνει τόν Θεόν μέ τήν ἀνθρωπότητα, καί ἐγκεντρίζει τήν ἀνθρωπότητα εἰς τήν θείαν ζωήν».

Ἐξ ἐπόψεως χριστιανικῆς, ὁ ἄνθρωπος «δέν εἶναι πείραμα», ἀλλά «ἕνα ὄν ξεκάθαρα καθορισμένο ὡς πρός τήν προέλευση καί τόν σκοπό του». Εἰς τόν Χαλκηδόνιον ὅρον ἡ ἀλήθεια διά τόν ἄνθρωπον εὗρε τήν ἀνυπέρβλητον καί ὁριστικήν διατύπωσίν της. Εἰς τήν σύγχρονον συζήτησιν περί τοῦ ἀνθρώπου, εἰς μίαν ἐποχήν ἀνθρωπολογικῆς συγχύσεως, ὁ λόγος τῆς θεολογίας περί τῆς ἐν Χριστῷ κατά χάριν θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου δύναται νά διαδραματίσῃ σημαντικόν ρόλον, λειτουργῶν ὑπέρ τοῦ ἀπολύτου σεβασμοῦ τῆς ἱερότητος τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου.

Ἐν τῇ συναφείᾳ ταύτῃ, ἐπιθυμοῦμεν νά ἀναφερθῶμεν συντόμως εἰς τήν σχέσιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί θεολο-γίας μέ τόν Διαφωτισμόν καί τόν πολιτισμόν τῆς νεωτερικότητος, θέμα, τό ὁποῖον μέχρι σήμερον ἀναμένει τήν ὀρθήν προσέγγισίν του, πέραν τοῦ ἐγκλωβισμοῦ εἰς τήν ἄγονον διαλεκτικήν «ὀρθοδόξου φωτισμοῦ» καί δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ». Ὁ διάλογος τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τήν νεωτερικότητα δέν πρέπει νά εἶναι ἀμυντικός. Ἡ ταύτισις τοῦ Διαφωτισμοῦ μέ τήν ἀντιεκκλησια-στικήν του διάστασιν, μέ «φονταμενταλισμόν τῆς νεωτερικότητος», καθώς καί ἡ ἀπόδοσις τῶν δεινῶν τῶν δύο τελευταίων αἰώνων εἰς τάς ἐπιρροάς του, ὀφείλουν ὁριστικῶς νά ὑπερβαθοῦν. Τό ζητούμενον δέν εἶναι οὔτε ἀστήρικτος συνολική ἀπόρριψις οὔτε ἄκριτος ἀποδοχή. Ἡ κατάφασις τῶν κατακτήσεων τοῦ νεωτερικοῦ ἠθικοῦ ἀνθρωπισμοῦ, εἰς τάς ὁποίας ἀνήκουν τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου, μέ τόν προσανατολισμόν των εἰς τό τρίπτυχον «ἐλευθερία, ἰσότης, ἀδελφοσύνη», τῆς βάσεως δηλονότι τῶν συγχρόνων δημοκρατικῶν ἀνοικτῶν κοινωνιῶν, προφανῶς δέν σημαίνει ὅτι ἀποδεχόμεθα τάς ἀκραίας καί περιστασιακάς ἐκφάνσεις τοῦ Διαφωτισμοῦ. Ἡ θεολογία ἀσκεῖ κριτικήν εἰς τήν μετατροπήν τῆς ἐλευθερίας εἰς ἀσύδοτον αὐτονομισμόν, τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου εἰς δικαιωματισμόν, τῆς ἀνθρωπιστικῆς κριτικῆς εἰς τήν θρησκείαν εἰς σύμπλεγμα ἀθεΐας. Ὅμως ὅλα αὐτά εἶναι ἡ ἐκπτωσις τοῦ νεωτερικοῦ πολιτισμοῦ καί ὄχι ἡ οὐσία του. Ἐπιμένομεν: Ἡ νεωτερικότης δέν εἶναι αἱ ἀρνητικότητές της! Ἡ Ὀρθόδοξος θεολογία εἶναι ἀδιανόητον νά συμπλέῃ μέ τόν ἀντιδιαφωτισμόν τοῦ μεταμοντερνισμοῦ καί τήν ἀπόρριψιν τῶν οἰκουμενικῶν ἀξιῶν ἐν ὀνόματι ἑνός ἰδεολογικοποιημένου πλουραλισμοῦ. Κατά τόν μακαριστόν καθηγητήν Νικόλαον Ματσούκαν, ἡ «οἰκουμενικότης καί ὁ κοσμοπολιτισμός» εἶναι «οὐσιαστικά χαρακτηριστικά τῆς Ὀρθοδοξίας». Πολλά θά ἐξαρτηθοῦν εἰς τὸ μέλλον διά τήν Ὀρθόδοξον θεολογίαν ἀπό τήν θαρραλέαν προβολήν τῶν οἰκουμενικῶν της στοιχείων.

Ἐκλεκτή ὁμήγυρις,

Πορευόμεθα σήμερον μέ παρακαταθήκην ὅσα ἀνεδείχθησαν βασικοί ἄξονες τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας κατά τόν 20ον αἰῶνα: Πατερική θεολογία, Θεία Εὐχαριστία, ἐκκλησιολογία, τριαδολογία, ἐσχατολογία, θεολογική ἀνθρωπολογία, ἀσκητική πνευματικότης, θεολογική οἰκολογία, κοινωνική διδασκαλία, διακονία, κοινή Ὀρθόδοξος μαρτυρία, διαχριστιανικοί διάλογοι, διαθρησκειακή συνεργασία, διάλογος μέ τήν ἐπιστήμην καί ἄλλα. Ὅλα αὐτά θά παραμείνουν εἰς τό κέντρον τῆς θεολογικῆς ἐργασίας εἰς τόν αἰῶνα μας.

Ἐπιστήμη καί τεχνολογία εἶναι ἡ μεγάλη δύναμις ἡ ὁποία ἀλλάζει ριζικῶς τήν ζωήν μας. Οὐδείς δύναται νά ἀρνηθῇ τά ἀσύλληπτα εὐεργετήματά της. Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης ἀπεκάλεσε τήν ἱκανότητα ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης τοῦ κόσμου «θεόσδοτον δῶρον εἰς τόν ἄνθρωπον», ἀνεφέρθη ὅμως καί εἰς τούς κινδύνους τοῦ ἐπιστημονισμοῦ διά τόν ἄνθρωπον καί τό φυσικόν περιβάλλον. Ἐξ ἄλλου, τό ἀνθρώπινον πρόσωπον εἶναι πάντοτε «περισσότερον ἀπό αὐτό πού δύναται νά συλλάβῃ ἡ ἐπιστήμη». Εἶναι βέβαιον ὅτι, παρά τά «θαύματα» τῆς ἐπιστήμης, αἱ ὑπαρξιακαί ἀντιφάσεις τοῦ ἀνθρώπου καί αἱ ἀπορίαι τῆς ἐλευθερίας του θά παραμείνουν. Ὁ ἄνθρωπος θά ἀναζητῇ νόημα ζωῆς καί θά ἀφουγκράζεται τήν φωνήν τοῦ οὐρανοῦ. «Μεγάλη δύναμις» θά ἀναδεικνύεται καί ἡ θρησκευτική πίστις, ἐκπρόσωπος τῆς «διαστάσεως τοῦ βάθους» τῶν πραγμάτων καί τῆς προοπτικῆς τῆς αἰωνιότητος.

Ἡ μαρτυρία τῆς χριστιανικῆς θεολογίας δίδεται σήμερον εἰς ἕνα κόσμον, ἡ μεγάλη πλειονότης τῶν κατοίκων τοῦ ὁποίου δέν ἀνήκει εἰς τόν Χριστιανισμόν. Καθῆκον τῆς ἱερᾶς ἐπιστήμης παραμένει ἡ ἀντίστασις εἰς τόν θρησκευτικόν φονταμενταλισμόν καί ἡ προβολή τῶν κοινῶν ἀνθρωπιστικῶν παραδοχῶν τῶν θρησκειῶν. Ἡ συνέχισις τοῦ εἰλικρινοῦς θεολογικοῦ διαλόγου μέ τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον εἶναι ἔκφρασις τῆς δεσμεύσεώς μας εἰς τόν ἀγῶνα διά τήν ὑπέρβασιν τῆς διασπάσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ. Τό μέλλον ἀνήκει εἰς τήν «διαλεγομένην θεολογίαν». Ὁ εἰλικρινής διάλογος θά συνεχίσῃ νά ἀπελευθερώνῃ δημιουργικάς δυνάμεις ἐντός τῆς Ἐκκλησίας καί θά ἀναδεικνύῃ τήν ἐμβέλειαν τῶν χριστιανικῶν ἀξιῶν καί τά οἰκουμενικά στοιχεῖα τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ποτέ εἰς τήν ἱστορικήν πορείαν τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἐσωστρέφεια δέν ἐξέφραζε τήν αὐθεντικότητα τοῦ χριστιανικοῦ ἤθους, καί ποτέ δέν ὠφέλησε τήν Ἐκκλησίαν καί τήν ἀποστολήν της. Ἡ κλειστότης καί ἡ ἀδιαφορία διά τήν ἱστορίαν καί τάς περιπετείας τῆς ἀνθρωπίνης ἐλευθερίας δέν εἶναι ἡ θεολογικῶς καί ἐκκλησιαστικῶς ὀρθή κατανόησις τῆς θεανθρωπίνης ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐσωστρέφεια εἶναι ἀπομάκρυνσις ἀπό τούς Πατέρας καί ὄχι ἐπιστροφή εἰς αὐτούς. Ἐξ ἄλλου, ἡ τυφλή προσήλωσις εἰς τό παρελθόν εἶναι ἔνδειξις θρησκειοποιήσεως τῆς πίστεως. Ἡ «θεολογία τοῦ γραφείου» παράγει πνευματικήν ἀλαζονείαν, βλέ-πει τήν χριστιανικήν παρακαταθήκην ὡς «μουσειακόν κειμήλιον» καί λειτουργεῖ κατά τοῦ διαλόγου.

Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀνάγκην δυναμικῶν θεολόγων μέ ἀρίστην θεολογικήν κατάρτισιν καί ἐκκλησιαστικόν ἦθος, εὐσεβῶν καί εὐφυῶν, ἀνθρώπων μέ ἀνοικτούς ὁρίζοντας, μέ καλλιέργειαν καί παιδείαν, μέ βούλησιν διά προσφοράν, ἀνθρώπων πού ἀφου-γκράζονται τόν παλμόν τῶν συγχρόνων των καί ἐκφράζουν ἐπικαίρως τό εὐάγγελον μήνυμα τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, πάντοτε μέ ἀναφοράν πρός τάς κεντρικάς ἀναζητήσεις τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, μέ ἀμετακίνητον τήν πεποίθησιν ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν ζῆ «ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ» (Ματθ,δ΄, 4), ὅτι ἀναζητεῖ τό «ἕν, οὗ ἐστι χρεία» (Λουκ. ι΄, 42), ἔσχατον σημεῖον ἀναφορᾶς ἐπέκεινα τῆς ἐγκοσμίου εὐδαιμονίας καί τῆς ἀνθρωπίνης καταστά-σεως, τοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς πολιτικῆς, τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσεως καί τῶν τεχνολογικῶν ἐφαρμογῶν της, ὅλων αὐτῶν πού δέν καλύπτουν τά βαθύρριζα ἐρωτήματά του. Οἱ θεολόγοι μας καλοῦνται νά ἀγωνισθοῦν, ὥστε νά παύσῃ ἡ, «ἔσωθεν» καί «ἔξωθεν», ταύτισις τῆς Ὀρθοδοξίας μέ ὀρθοδοξισμόν, συντηρη-τισμόν, ἐθνοφυλετισμόν καί ἀδιαφορίαν διά τήν ἱστορίαν καί τόν πολιτισμόν. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ὁ κατ᾿ ἐξοχήν χῶρος τῆς βιώσεως τῆς «εὐρυχωρίας τῆς ἐλευθερίας» (π. Βασίλειος Γοντικά-κης) καί ἀναδείξεως τῆς ἀληθείας τοῦ προσώπου, εἶναι ἀδιανόη-τον νά συμβιβάζεται ἤ καί νά συμπράττῃ μέ ἰδεολογίας, αἱ ὁποῖαι ἀπειλοῦν τήν ἱερότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καί τήν «ἀληθεστάτην ἐλευθερίαν» του.

Ἡ αὐθεντική θεολογία, ἡ ὁποία ἐχαρακτηρίσθη ὡς «μία ἀπό τάς ὡραιοτέρας καί συγκινητικωτέρας περιπετείας τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος», ποτέ δέν εἶναι ἀμέτοχος πληροφόρησις περί τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἀδύνατον νά ὁμιλῶμεν περί τῆς θείας φιλανθρωπίας καί συγκαταβάσεως καί περί τοῦ ἀσβέστου πόθου τοῦ ἀνθρώπου διά τήν αἰωνιότητα, καί ὁ λόγος μας νά μή γίνῃ ὕμνος, δοξολογία, ποίημα. Εἰς τήν ζωήν τῆς πίστεως καί εἰς τήν γλῶσσαν τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει πεζότης. Τό «ἐξεθαμβήθησαν» τῶν Μυροφόρων ἐνώπιον τοῦ κενοῦ τάφου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τοῦ ἀγγέλου μέ «λευκήν στολήν» (βλ. Μαρκ. ιστ΄, 1-5), χαρακτηρίζει «τό ὑπέρλογο, θεϊκό ἄγγιγμα, τό ρῖγος πού ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στά ὅριά του». Ὁ πιστός εὑρίσκεται πάντοτε ἀπέναντι εἰς τό θαῦμα, τό μυστήριον τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖον παραμένει ἀπροσπέλαστον εἰς τήν ἀνθρωπίνην λογικήν.

Τά λειτουργικά καί ὑμνολογικά κείμενα, ἡ ἐκκλησιαστική μουσική, ἡ ψαλτική τέχνη, αἱ ἱεραί εἰκόνες, ἡ ναοδομία, ἀποτυπώνουν αὐτόν τόν συγκλονισμόν ἀπέναντι εἰς τό μυστήριον καί τήν γοητείαν πού αὐτό ἀσκεῖ εἰς τόν ἄνθρωπον -mysterium tremendum et fascinans-, ἀποτελοῦν βαθυστόχαστον θεολογικήν γλῶσσαν καί ἐκφράζουν μέ αἰσθητικήν εὐαισθησίαν τάς ὑψηλάς ἀληθείας τῆς πίστεώς μας. Ἡ ἐκκλησιαστική τέχνη θά ὑπενθυμίζῃ εἰς τό διηνεκές τήν διάστασιν τοῦ οὐρανοῦ καί θά λειτουργῇ ὡς δύναμις ἀντιστάσεως ἀπέναντι εἰς τάς συρρικνωτικάς θεωρήσεις τοῦ ἀνθρώπου καί τήν λήθην τοῦ Ὑπερβατικοῦ. Θά διακηρύττῃ ὅτι τό «ζῶον λόγον ἔχον», ἀναζητεῖ «λόγον ὑπάρξεως», καί ὁλοκληροῦται ὡς «ζῶον θεούμενον». Ὅλα αὐτά εἶναι καί παραμένουν ἀναπόσπαστον τμῆμα τῆς θεολογικῆς μαρτυρίας τῆς Ὀρθοδοξίας καί εἶναι βέβαιον ὅτι θά ἀποτελοῦν καί εἰς τό μέλλον πηγήν ἐμπνεύσεως καί σημεῖον ἀναφορᾶς διά τά νέα σκιρτήματα τῆς ψυχῆς καί τοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου.

Μέ αὐτάς τάς σκέψεις καί τά αἰσθήματα, περαίνομεν τόν λόγον, εὐχαριστοῦντες ἅπαξ ἔτι διά τήν τιμητικήν πρόσκλησιν καί συγχαίροντες τούς ὀργανωτάς τοῦ παρόντος σπουδαίου Συνεδρίου. Βέβαιοι δέ διά τήν ἐπιτυχῆ ὁλοκλήρωσίν του, ἐπικαλούμεθα ἐπί πάντας ὑμᾶς τήν πλουσιόδωρον χάριν καί τό ἀμέτρητον ἔλεος τοῦ Θεοῦ τῆς σοφίας καί τῆς ἀγάπης.

Σας εὐχαριστοῦμεν διά τήν προσοχήν σας!

Φωτογραφίες: Νίκος Παπαχρήστου