Αναγόρευση του Οικουμενικού Πατριάρχου σε Επίτιμο Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
Η Α.Θ. Παναγιότης ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, την Τετάρτη, 27 Νοεμβρίου, αναγορεύτηκε Επίτιμος Διδάκτορας του Τμήματος Οργάνωσης και Διαχείρισης Αθλητισμού, της Σχολής Επιστημών Ανθρώπινης Κίνησης και Ποιότητας Ζωής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, σε ειδική τελετή που πραγματοποιήθηκε στις εγκαταστάσεις του, στην Σπάρτη, με την ευκαιρία της επισήμου επισκέψεως του Παναγιωτάτου στην Ι. Μητρόπολη Μονεμβασίας και Σπάρτης.
Παρέστησαν ο Ποιμενάρχης και άλλοι Αρχιερείς, μέλη της Ακαδημαϊκής Κοινότητας, ο Δήμαρχος της πόλεως, Αυτοδιοικητικοί παράγοντες και εκπρόσωποι όλων των Αρχών, καθώς και άλλοι προσκεκλημένοι.
Ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου, Καθηγητής κ. Αθανάσιος Κατσής, στην ομιλία του, αναφέρθηκε στην απόφαση του Πανεπιστημίου να τιμήσει τον Παναγιώτατο, ενώ για την προσωπικότητα, το έργο και τη διακονία του Πατριάρχου μίλησε η Καθηγήτρια του Τμήματος Οργάνωσης και Διαχείρισης Αθλητισμού, κ. Παναγιώτα Αντωνοπούλου. Το σκεπτικό και το Ψήφισμα ανέγνωσε ο Κοσμήτορας της Σχολής, Καθηγητής κ. Γεώργιος Κυπραίος, ο οποίος και επέδωσε τον σχετικό πάπυρο και τα διάσημα στον Παναγιώτατο.
Στην ομιλία του, ο Παναγιώτατος, επεσήμανε ότι η Εκκλησία επιδοκιμάζει και επευλογεί τον αθλητισμό, καταδικάζοντας, ωστόσο, την οπαδική βία, την οποία χαρακτήρισε βαρύτατη αμαρτία.
«Διακονείτε, Ελλογιμώτατοι καθηγηταί του Τμήματος Οργάνωσης και Διαχείρισης Αθλητισμού, αφωσιωμένοι εις την επιστημονικήν κατάρτισιν και την πρόοδον των φοιτητών και φοιτητριών σας, ένα χώρον, με σημαντικήν παρουσίαν εις την ζωήν της ανθρωπότητος, εις την οικονομίαν, την πολιτικήν, την υπόθεσιν της ειρήνης, αλλά και την υγείαν και τας διαπροσωπικάς σχέσεις, πρωτίστως δε εις την καλλιέργειαν πνεύματος εμπιστοσύνης εις την δύναμιν της αθλήσεως και εις την αλήθειαν του ευ αγωνίζεσθαι και της ευγενούς αμίλλης.
Κατά την επίσκεψίν μας εις την Ιεράν Μητρόπολιν Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας την παρελθούσαν Παρασκευήν, ετελέσαμεν τα εγκαίνια ενός ναίσκου, κτισθέντος εις μνήμην του στυγερώς δολοφονηθέντος οπαδού της Α.Ε.Κ. Μιχαήλ Κατσούρη, τραγικού θύματος της απαραδέκτου οπαδικής βίας. Είπομεν τότε, ότι εκρήξεις μίσους και βίας “ουδεμίαν σχέσιν έχουν με τα υψηλά ιδεώδη του αθλητισμού και της ευγενούς αμίλλης” και εχαρακτηρίσαμεν την οπαδικήν βίαν ως “βαρυτάτην αμαρτίαν εναντίον του ιδίου του Θεού και του πλησίον”.
Η Εκκλησία επιδοκιμάζει και επευλογεί τον αθλητισμόν και προτρέπει τους νέους και τας νέας να επιδιώκουν την γυμνασίαν του σώματος και να μετέχουν εις αθλητικάς δράσεις, όχι μόνον λόγω των θετικών επιπτώσεων εις την κατ’ άμφω υγείαν, αλλά επειδή η άθλησις συμβάλλει εις την ανάπτυξιν τιμαλφών ιδεωδών, εξυψώνει το πνεύμα και αποτελεί συνέχισιν μιάς ευγενούς παραδόσεως, την οποίαν εκληροδότησαν εις την ανθρωπότητα οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, του Ολυμπιακού ιδεώδους, το οποίον δεν περιέπεσεν εις λήθην μετά την απαγόρευσιν διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων υπό του αυτοκράτορος Θεοδοσίου του Μεγάλου, αλλά ανεβίωσε, και σήμερον δεσπόζει εις το στερέωμα των διεθνών αθλητικών πραγμάτων.
Η χριστιανική παράδοσις είναι ταμιευτήρ υψηλών αξιών διά τον επίγειον βίον και τον ουράνιον προορισμόν του ανθρώπου. Η θεώρησις της ζωής υπό το πρίσμα της αιωνιότητος αποκαλύπτει βαθέα νοήματα, ανοίγει νέας προοπτικάς, αι οποίαι κινητοποιούν τας δημιουργικάς μας δυνάμεις και δίδουν εις τον άνθρωπον την δυνατότητα να ενεργή ως “Θεού συνεργός”, με αισιόδοξον διάθεσιν, με εμπιστοσύνην εις την θείαν πρόνοιαν και εις την ισχύν της θεοσδότου ελευθερίας του. Η πίστις εις Θεόν ζώντα βιούται ως δυναμική υπαρκτική έκφρασις. Εις τας αρετάς του πιστού χριστιανού ανήκει η ανδρεία, η παρρησία, η αγωνιστικότης, η αντίστασις, η αποφασιστικότης, η δέσμευσις διά την προαγωγήν της δικαιοσύνης και της ειρήνης. Η χριστιανική Εκκλησία είναι μία κοινότης αγωνιστών της πίστεως και της αγάπης, πενταθλητών και δεκαθλητών της ασκητικής και της πνευματικής ζωής. Η αγάπη και η αυτοθυσία, η ομολογία πίστεως ενώπιον των διωκτών, η συγχωρητικότης και η φιλάνθρωπος διάθεσις, η βοήθεια προς τον πάσχοντα εκ του υστερήματος, κατά τα “δύο λεπτά” της χήρας (βλ. Μαρκ. ιβ΄, 42), προϋποθέτουν εσωτερικήν ισχύν και γενναιότητα. Η άρσις του σταυρού θέλει δυνατούς ώμους, υπομονήν, επιμονήν και καρτερίαν».
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του, ο Παναγιώτατος τόνισε:
«Ο ορθόδοξος ασκητικός άνθρωπος δεν είναι ούτε αδύναμος, ούτε αδρανής, ούτε υποτονικός, αλλά “φλεγόμενος άνθρωπος”, ο οποίος δίδει “τον καλόν αγώνα της πίστεως” (βλ. Α΄ Τιμ. στ, 12), “τρέχει δι’ υπομονής τον προκείμενον (αυτώ) αγώνα” (βλ. Εβρ. ιβ΄, 1), γνωρίζει δε καλώς ότι “πας ο αγωνιζόμενος πάντα εγκρατεύεται” (Α΄ Κορ. θ΄, 25), ότι “εάν και αθλή τις, ου στεφούται εάν μη νομίμως αθλήση” (Β΄Τιμ. β΄, 6).
Το γεγονός ότι υπάρχουν αλλοιώσεις του γνησίου ασκητικού πνεύματος οφείλεται εις οθνείας προς το πνεύμα του Χρστιανισμού επιρροάς, αι οποίαι ωδήγησαν εις δυισμούς και υποτίμησιν του σώματος και εις μίαν “αποξήρανση της ανθρώπινης φύσης”, όπως έλεγεν ο Nicolai Berdiaeff, διαπρεπής φιλόσοφος του Ορθοδόξου Χριστιανισμού. Η αυθεντική χριστιανική διδασκαλία περί του σώματος εμπεριέχεται εις τον χαρακτηρισμόν του από τον Απόστολον Παύλον ως “ναού του εν ημίν Αγίου Πνεύματος” (Βλ. Α΄ Κορ. στ΄, 19). Οι Πατέρες της Εκκλησίας διακηρύσσουν με έμφασιν την ψυχολογικήν ενότητα του ανθρώπου. Εις την λειτουργικήν μας ζωήν είναι έκδηλος η μέριμνα δι’ ολόκληρον τον άνθρωπον, ως σώμα και ψυχήν. Όπου εις την Εκκλησίαν υπάρχει απόρριψις του σώματος, πρόκειται περί αλλοτριώσεως της γνησίας χριστιανικής παραδόσεως».
Φωτογραφίες: Νίκος Παπαχρήστου