Περί του θεϊκού νέκταρος της εν Χριστώ ένθεου αγάπης
Γράφει ο Ιωάννης Ελ. Σιδηράς*
Ρινίσματα από το θεολογικό και ποιητικό νέκταρ του Αγίου Νεκταρίου του Σηλυβριανού
«Νέκταρ της ζωής της αιωνίου πίνων
Νάμα Νεκτάριε, ιάσεων βλύζεις»
(Στίχοι Συναξαρίου Αγίου Νεκταρίου)
Δοχείον θείας χάριτος και ακένωτη πηγή θείας εμπνεύσεως ανεδείχθη ο εκ Σηλυβρίας της Ανατολικής Θράκης εν λογίοις λογιώτατος και περισπούδαστος Μητροπολίτης Πενταπόλεως, Άγιος Νεκτάριος (Κεφαλάς) ο θαυματουργός και Μυροβλήτης, ο οποίος κατέστη ακτίστω χάριτι του εν Τριάδι Θεού «ουράνιος άνθρωπος και επίγειος Άγγελος». Ως θεόπνευστος και μουσοστεφής πολυτάλαντος κάλαμος, εκτός από μέγας θεολόγος και πολυγραφότατος δεινός συγγραφεύς, θεραπεύσας μάλιστα όλους τους κλάδους της Ιεράς Επιστήμης, διεκρίθη και ως θεοκίνητος και εμφιλόσοφος υμνογραφικός ποιητικός αυλός της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Προσφυώς δε ο Αρχιμ. π. Ειρηναίος Δεληδήμος αναφερόμενος στην πολυσχιδή γραπτή παρακαταθήκη του εν γένει ποικίλου περιεχομένου συγγραφικού έργου του Αγίου Νεκταρίου υπογραμμίζει ότι: «ευρισκόμεθα προ μιάς πολυμερεστάτης διανοίας η οποία αφοσιωθείσα εις την υπηρεσίαν της Εκκλησίας εφρόντισε να παραδώση γραπτώς εις τους πιστούς ό,τι καλόν και ωφέλιμον κατείχε». Ανάλογη είναι και η γνώμη του λογίου Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, ο οποίος έγραφε περί του Αγίου Νεκταρίου ότι: «Στις αξιόλογες συγγραφές του Θεοσόφου Πατέρα μας αντανακλάται ο ορθόδοξος θεολόγος, ο δόκιμος συγγραφεύς, ο πολυμαθής λόγιος, ο ευσυνείδητος επιστήμων, ο ποιμένας ο καλός, ο πνευματικός άνθρωπος, ο φωτεινός νους, ο έμπειρος διδάσκαλος, η αγιασμένη ψυχή, ο τέλειος Χριστιανός, ο Άγιος της Εκκλησίας».
Η όντως θεόπνευστη και θεσπέσια ποιητική παραγωγή του Αγίου Νεκταρίου, η οποία κυρίως είναι αποθησαυρισμένη στα τέσσερα υμνογραφικά του πονήματα, ήτοι στο Κεκραγάριον, στο Ψαλτήριον, στο Θεοτοκάριον και στο Τριαδικόν, όπου «ψαλμοίς και ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς» δοξολογεί και δι’ αυτού του θεόσδοτου ταλάντου του τον εν Τριάδι Θεό, επιβεβαιώνει τα όσα ιδία χειρί γράφει στον πρόλογο του «Τριαδικού», ότι η ιερά ποίηση ήταν για τον ίδιο «ευφρόσυνος και πνευματική ασχολία, ικανοποιούσα το θρησκευτικόν συναίσθημα» και ότι «τους ύμνους τούτους υπαγόρευσε το της λατρείας συναίσθημα και ο πόθος του υμνείν εν ύμνοις τον Θεόν».
Προεξέχουσα θέση στο ποιητικό έργο του Αγίου Νεκταρίου ως Ιεράρχου της αυτοθυσιαστικής και αυτοκενωτικής αγάπης κατέχει η εν Χριστώ Ιησού αγάπη, η θεοειδής ή ένθεος αγάπη, εξ ου και ο χαρακτηρισμός για το σεπτό πρόσωπό του ως «Αγίου της Αγάπης και της Συγχωρητικότητος». Επειδή ακριβώς η θεοειδής αγάπη είναι οντολογικώς (υπαρξιακώς) συνώνυμη του Θεανδρικού προσώπου Ιησού Χριστού αλλά και «ίδιον γνώρισμα και έμβλημα των μαθητών του Κυρίου», ο οποίος είναι η όντως και αληθώς άληκτη και ακένωτη αυτοαγάπη ως «σαρκωθείσα και εσταυρωμένη αγάπη», χαρακτηρίζεται σε ένα από τους ποιητικούς αυτού στίχους ως «Ιησού ομοίωμα» και «Θείας Εικόνος ομοίωμα». Συνακόλουθα στο θείας εμπνεύσεως θεολογικό σύγγραμμά του, υπό τον τίτλο: «Το γνώθι σαυτόν, ήτοι μελέται θρησκευτικαί και ηθικαί» (1904) και δη στο κεφάλαιο «Περί Αγάπης» θεωρεί την θεία ή ένθεη αγάπη, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, ως «το της αγάπης διάδημα», ήτοι το ιδιάζον διακριτικό γνώρισμα και «σημείον τούτο σημείων μείζον» όλων εκείνων, οι οποίοι είναι οι του Ναζωραίου μαθητές, ήτοι από των Αποστόλων μέχρι ενός εκάστου ανθρώπου όλων των αιώνων και των εποχών έως συντελείας των αιώνων, γράφων ότι «η αγάπη εστίν η των μαθητών του Κυρίου εικών, ο χαρακτήρ των του Θεού δούλων, το γνώρισμα των Αποστόλων. Εν τούτω γαρ γινώσκωσιν αυτούς πάντες».
Για τον Θεοφόρο Άγιο Νεκτάριο, επειδή η αγάπη είναι «θείο ιδίωμα», συμφώνως και προς τον Ευαγγελιστή Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο ότι «ο Θεός αγάπη εστί» (Ά Ιωά.4,16), δεν μπορεί να νοηθεί ως μία εφήμερη ψυχολογική ή συναισθηματική, ηθικιστική ή ευσεβιστική, σαρκική ή και παντός άλλου είδους υλική και χοϊκή κτιστή οντολογική κατάσταση αποκεκομμένη από το λυτρωτικό πρόσωπο του Σωτήρος Θεανθρώπου Ιησού Χριστού στου οποίου την θεοειδή αγάπη, η οποία ουδέποτε εκπίπτει, είναι πλήρως και απολύτως παραδεδομένη άπασα η ύπαρξη του Ιερού Πατρός της Εκκλησίας. Επειδή «ο Θεός αγάπη εστί» και η θεοειδής αγάπη είναι η απολύτως αληθής οντολογία επέκεινα κάθε γήινης, φθαρτής και εφήμερης κτιστής καταστάσεως, η οποία οδηγεί τον φλεγόμενο από θείο έρωτα άνθρωπο στην γνώση του Θεού (Θεογνωσία), ο Άγιος Νεκτάριος αναφερόμενος εμφατικώς με αποκαλυπτική γραφή σε άλλο σημείο του έργου του «Τα γνώθι σαυτόν» περί του «Θεού ως Αγάπης», υπογραμμίζει ότι: «ο Θεός Αγάπη καλούμενος ου διάθεσις υπάρχει, αλλά ουσία αγαπώσα ά δημιουργεί και ων προνοείται. Ο Θεός ημών η Αγάπη εστί, και τούτο χαίρει μάλλον ακούων ο Θεός ή τι άλλο».
Εξάλλου, άνευ της του ανθρώπου προς τον Θεό αγάπης δεν μπορεί να υπάρξει ο οντολογικός σύνδεσμος ανάμεσα στον κτιστό άνθρωπο και την άκτιστο εν Τριάδι Θεό, ο οποίος γινώσκεται και οικειώνεται διά μόνης της θείω έρωτι τεχθείσης ενθέου αγάπης στην ψυχή και καρδία του ανθρώπου ως απολύτως και «εκ των ων ουκ άνευ» οντολογικής (υπαρξιακής) συνακολούθως προϋποθέσεως της οικειώσεως και των ανθρώπων υπό του Θεού, διότι «ει τις αγαπά τον Θεόν ούτος έγνωσται υπ’ αυτού», ενώ, όταν δεν υφίσταται ο της αγάπης σύνδεσμος, κατά την ρήση του Αγίου Νεκταρίου, «ου πάντων Θεός ο Θεός, αλλά των οικειωθέντων αυτώ διά της αγάπης. Αγάπη δε εστί σύνδεσμος τελειώσεως. Δημιουργός αρετής απάσης η αγάπη».
Επειδή όμως η αγάπη υπάρχει αληθώς ως οντολογική κατάσταση και κοινωνία προσώπων, ήτοι σε σχέση και αναφορά πάντοτε προς το πρόσωπο του άλλου, δεν νοείται η του ανθρώπου αγάπη προς τον Θεό άνευ της αγάπης προς τον συνάνθρωπο, τον εν Χριστώ πλησίον, η οποία μάλιστα είναι ευάρεστη στον Θεό, ο οποίος όλος υπέρ όλων «αγάπη εστί», όταν είναι αγάπη δι’ έργων ενεργουμένη και όχι μία αφηρημένη έννοια που απλώς εξαντλείται σε μια ακατάσχετη και ανούσια αγαπολογία. Γράφει δε εν προκειμένω ο θεόφρων της Εκκλησίας Ιερός Πατήρ Νεκτάριος ότι «αγάπη δε εστίν ου ψιλά ρήματα, ουδέ προσρήσεις απλώς, αλλά προστασία και δι’ έργων επίδειξις, οίον το πενίαν λύειν, το νοσούντι συναμύνειν, το κινδύνων απαλλάττειν, το εν περιστάσεσιν ούσι παρίστασθαι, το κλαίειν μετά κλαιόντων, το χαίρειν μετά χαιρόντων. Ο αγαπών τον Θεόν, ως πεπληρωμένη έχων την εαυτού καρδίαν εκ της θείας αγάπης, αγαπά τους εχθρούς αυτού, ευλογεί τους καταρωμένους αυτόν, καλώς ποιεί τους μισούντας αυτόν και προσεύχεται υπέρ των επηρεαζόντων και διωκόντων αυτόν. Ενέργεια και απόδειξις της προς τον Θεόν τελείας αγάπης εστίν η γνησία δι’ ευνοίας προς τον πλησίον διάθεσις. Εν τούτω εγνώκαμεν την αγάπην, ότι εκείνος υπέρ ημών την ψυχήν αυτού τέθηκε και ημείς οφείλομεν υπέρ των αδελφών τας ψυχάς ημών τιθέναι».
Η ευαίσθητη και χριστοφόρος ψυχή του των πολλών και ποικίλων δοκιμασιών και πόνων Αγίου Ιεράρχου αποζητά απεγνωσμένα και διακαώς αυτή την Χριστοειδή Αγάπη να είναι η μονίμως και αδιαλείπτως βιουμένη οντολογική κατάσταση σύνολης της υπάρξεώς του ως άρρηκτος σύνδεσμος της προς τον Ιησού Χριστό ενθέου αγάπης αυτού. Σε ορισμένους ποιητικούς στίχους του, δημοσιευθέντες εν έτει 1904 στο περιοδικό «Αναμόρφωσις», υπό τον τίτλο «Θρησκευτικαί Μελέται», οι οποίοι, άνευ ουδεμιάς λεκτικής υπερβολής, θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως υμνολογικό «Εγκώμιον εις την Αγάπην», γράφει θεοπνεύστως τα κάτωθι θεάρεστα:
«Ω! αγάπη, αληθής και βεβαία!
Ω! αγάπη της Θείας Εικόνος ομοίωμα!
Ω! αγάπη της εμής ψυχής γλυκυτάτη απόλαυσις!
Ω! αγάπη της εμής καρδίας θείον πλήρωμα!
Ω! αγάπη της εμής διανοίας διηνεκές μελέτημα!
Συ είσαι η ευωδία των πιστών!
Ω! αγάπη, της καρδίας εμής πλήρωμα!
Ω! αγάπη, γλυκύτατον του Γλυκυτάτου Ιησού ομοίωμα!
Ω! αγάπη των μαθητών του Κυρίου ιερώτατον έμβλημα!
Συ πλήρωσον την καρδίαν μου γλυκασμού της σης αγάπης,
όπως τον μόνον Γλυκύτατον αγαπώ Ιησούν Χριστόν,
τον Κύριόν μου και Θεόν και Αυτώ αναπέμπω την υμνωδίαν!».
Ο θεοκίνητος κάλαμος του Αγίου Νεκταρίου στο προμνημονευθέν πνευματικό πόνημά του, «Το γνώθι σαυτόν», θεωρεί τον «θείο έρωτα» συνώνυμο της «θείας αγάπης», και δίδοντας με την πλέον ακριβή και σαφή διατύπωση τον ορισμό του «θείου έρωτος» ως θείου άνωθεν δωρήματος παρά του δωρεοδότου εν Τριάδι Θεού, ο οποίος επενεργεί διά της ακτίστου χάριτος στην καρδία, το έσω ταμείον της υπάρξεως, εκάστου ανθρώπου που επιποθεί του θείου έρωτος, γράφει ότι: «Ο θείος έρως είναι αγάπη του θείου τελεία, εκδηλουμένη ως πόθος του θείου άπαυστος. Ο θείος έρως γεννάται εν τη κεκαθαρμένη καρδία διότι εν αυτή επιφοιτά η θεία χάρις. Ο έρως του θείου είναι θείον δώρημα, δωρηθέν τη αγνευούση ψυχή υπό της επιφοιτησάσης και αποκαλυφθείσης τη ψυχή θείας χάριτος…. ο θείος έρως είναι ενέργεια της ενοικούσης εν τη καρδία θείας χάριτος».
Προϋπόθεση όμως για να γεννηθεί και σκηνώσει ο θείος έρωτας στην ψυχή εκάστου ανθρώπου είναι η ελευθέρα προαίρεση του ιδίου να δεχθεί την επενέργεια της ακτίστου χάριτος, διότι «οι ερασταί του Θείου ειλκύσθησαν προς τον θείον έρωτα υπό της επενεργησάσης επί της καθαράς αυτών καρδίας θείας χάριτος, της αποκαλυφθείσης τη ψυχή και ελκυσάσης αυτήν προς τον Θεόν. Ο εραστής του θείου αυτός πρώτος υπό του Θείου ηράσθη, και είτα αυτός ηράσθη του Θείου. Ο εραστής του Θείου πρότερον εγένετο υιός αγάπης και είτα τον ουράνιον ούτος ηγάπησεν Πατέρα». Η δε από του θείου έρωτος τεχθείσα στην καρδία του ανθρώπου θειοειδής ή ένθεος αγάπη είναι το της πίστεως στον εν Τριάδι Θεό απαύγασμα, διότι κατά τον πεπληρωμένο ενθέου αγάπης Άγιο Νεκτάριο «η αγάπη προς τον Θεόν τίκτεται από πίστεως ειλικρινούς. Ο γαρ όντως εις Θεόν πιστεύων ουκ ανέχεται ποτέ ταύτην αφιέναι».
Στο τέλος του «Κεκραγαρίου» ο Άγιος Νεκτάριος ως υμνητής της Θείας Αγάπης, θείω έρωτι φλεγόμενος και ωθούμενος, επανέρχεται με ολίγους ακόμη ποιητικούς στίχους του στο μέγα πνευματικό πάλαισμα της σκηνώσεως εντός της όλης υπάρξεώς του της Θείας Αγάπης, η οποία είναι Χριστοκεντρική Αγάπη ή Χριστοειδής Αγάπη, επιθυμώντας να μεταμορφωθεί ο ίδιος σε «σκήνωμα θείον θείας αγάπης». Επειδή όμως η Θεία αγάπη δεν αποκτάται απροϋποθέτως ως κάτι ευτελές και γήινο, αλλά σκηνώνει μόνο σε κεκαθαρμένες καρδίες και διάνοιες ως άνωθεν δωρεά του δωρεοδότου Θεανθρώπου Ιησού Χριστού δέεται ικετευτικώς και εκτενώς προς την αυτοπηγή της ενθέου αγάπης, που είναι ο αδιαλείπτως αγαπών Ιησούς Χριστός, προκειμένου να τον καταστήσει πεπληρωμένο σκήνωμα θείου έρωτος για να γευθεί την πληρότητα της θείας αγάπης ως άνωθεν Χριστού θείο δώρημα, γράφοντας τα κάτωθι:
«Ω θεία αγάπη, ελθέ ικετεύω
εξ όλης ψυχής μου και μέσης καρδίας
και σκήνωμα θείον, Χριστέ, ποίησον με
Και πάσης κηλίδος, ω καθάρισόν με.
Ω θεία αγάπη, αγάπης ενθέου
την Σε εκζητούσαν ψυχήν έμπλησόν μου,
και έρωτα θείον, ω θεία αγάπη
θερμώς ικετεύω, τω δούλω σου δος μοι.».
Με εκτενέστερη προσευχητική, παρακλητική και ικετευτική, διάθεση αποτυπωθείσα στο «Περί αγάπης» κεφάλαιο του πονήματος «Το γνώθι σαυτόν», η τρωθείσα θείω έρωτι καρδία του Αγίου Νεκταρίου επιποθεί να πληρωθεί της θεοειδούς αγάπης Ιησού Χριστού του οποίου, όπως γράφει ο θεόφρων Ιερός Πατήρ, είναι «σύμβολον» (Ω αγάπη, του γλυκυτάτου Ιησού σύμβολον), εκφέρει από των αγίων χειλέων του προς τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό το της ψυχής του απαθές πάθος περί της θείας αγάπης αναβοών: «Ω αγάπη… συ τω πόθω σου τρώσον την εμήν καρδίαν, πλήρωσον αυτήν χρηστότητος και αγαθωσύνης, έμπλησον αυτήν αγαλλιάσεως. Συ οικητήριον ταύτην ανάδειξον της χάριτος του παναγίου Πνεύματος. Συ πύρωσον όλην τη θεία φλογί σου όπως καταφλέξη τα ταπεινά αυτής πάθη, αγιάση αυτήν και εις άπαυστον ανελκύση υμνωδίαν. Συ πλήρωσον την καρδίαν μου γλυκασμού της σης αγάπης, όπως τον μόνον γλυκύτατον αγαπώ Ιησούν Χριστόν τον Κύριον μου και αυτώ άπαυστον αναπέμπω την υμνωδίαν εξ όλης καρδίας, εξ όλης της ισχύος και εξ όλης της διανοίας».
Είναι δε λίαν χαρακτηριστικό ότι ο φιλόμουσος Άγιος Νεκτάριος στο αποκορύφωμα του ποιητικού οίστρου του επιτυγχάνει με μόλις τέσσερεις αράδες στον τελευταίο στίχο του «Κεκραγαρίου» να αποδώσει την εσχατολογική και εν ταυτώ σωτηριολογική διάσταση της ενθέου αγάπης ως Χριστοειδούς Αγάπης, την οποία, επειδή αυτή δεν γνωρίζει ούτε χρονικά ούτε τοπικά όρια, αλλά είναι αΐδιος και αθάνατος, εκπηγάζουσα από την όντως αυτοαγάπη που είναι ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός, κατά τον πλέον γλαφυρά θεσπέσιο τρόπο συνδέει οντολογικώς με την άκτιστη, άναρχη και ατελεύτητη, Βασιλεία του Θεού όπου οι οντολογικές καταστάσεις τις οποίες βιώνει ο κτιστός και χοϊκός άνθρωπος υπερβαίνουν την γήινη και κτιστή, φθαρτή και πρόσκαιρη πραγματικότητα, γράφοντας δοξολογικώς προς τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό ότι:
«Η Ση βασιλεία εστίν η αγάπη
εν η βασιλεύει χαρά και ειρήνη
εν η βασιλεύει η μακαριότης,
ο έρως του θείου και η ευφροσύνη».
Αυτή λοιπόν η ένθεη αγάπη, η της ακτίστου Βασιλείας του Θεού ακατάλυτη επέκεινα του κτιστού χωροχρόνου αγάπη, είναι η απόλυτη και αληθής οντολογία της αγάπης και ουδέν απολύτως μέτρο συγκρίσεως υπάρχει ανάμεσα στην θεοειδή ή ένθεη αγάπη και σε οποιαδήποτε άλλη αγάπη, διότι αυτή είναι η όντως υπάρχουσα αΐδιος αγάπη του εν Τριάδι Θεού περί της οποίας ο πνευματοφόρος Άγιος Νεκτάριος εμφατικώς υπογραμμίζει ότι: «η αγάπη του Θεού την πάσαν αγάπην μεθ’ υπερβολής υπερβαίνει». Η δε ένθεος αγάπη επενεργεί τόσο καταλυτικά και μεταμορφωτικώς ανακαινιστικά στον όλο «έσω άνθρωπο» και ιδιαίτατα στην αθάνατη ψυχή του κυριευθέντος και τρωθέντος θείω έρωτι αναπαυομένου στους κόλπους της αϊδίου αγάπης του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού ανθρώπου, ώστε κατά την προσφυώς διατυπωθείσα θεολογική διδασκαλία του Αγίου Νεκταρίου «Περί Αγάπης», «η τον Θεόν ερώσα ψυχή τω Θεώ προσκολλάται στερρώς και επ’ αυτώ πέποιθε και την ελπίδα αυτής άπασαν Αυτώ ανέθετο. Ο θείος αυτής έρως ανάγει αυτήν προς τον Θεόν και Αυτώ διαλέγεται ημέρας και νυκτός. Η τω θείω έρωτι τρωθείσα ψυχή ουδενός ετέρου εφιέται ή του άκρου αγαθού, κατολιγωρεί δε των πάντων και προς πάντα αηδώς διάκειται. Η ερώσα του Θεού ψυχή μελέτην αυτής έχει τα λόγια του Θεού και ενδιατριβήν αυτής τα σκηνώματα αυτού. Φθεγγομένη διηγείται τα θαυμάσια του Θεού και διαλεγομένη λαλεί περί της δόξης και μεγαλοπρεπείας αυτού. Αίνον και ύμνον απαύστως αναπέμπει τω Θεώ, πόθω δε θείω λατρεύει αυτόν. Ούτως ο θείος έρως όλην την ψυχήν εαυτώ μεθηρμόσατο, εαυτώ περιεποιήσατο και εξωκειώσατο. Η του Θείου ερασθείσα ψυχή επέγνω το θείον, η δε επίγνωσις ανέφλεξε τον θείον έρωτα αυτής. Η του Θεού ερασθείσα ψυχή εγένετο μακαρία, διότι έτυχε του Θείου εφετού του πληρώσαντος τους πόθους αυτής. Πάσα επιθυμία, πάσα επιποθία, πάσα έφεσις ξένη προς την θεία αγάπην, αποκρούεται υπ’ αυτής ως ταπεινή και αναξία εαυτής. Πόσον η προς το Θείον αγάπη επαμοιβομένη υπό της θείας αγάπης μεταρσιοί την ερώσαν του Θείου ψυχήν! Αύτη η θεία αγάπη ως νεφέλη κούφη αναλαμβάνουσα την ψυχήν φέρει προς την αέναον πηγήν της αγάπης, προς την αΐδιον αγάπην, και πληροί αυτήν του αϊδίου φωτός. Η υπό του θείου έρωτος τρωθείσα ψυχή αεί χαίρει και αγάλλεται και σκιρτά και χορεύει, διότι ευρίσκεται επαναπαυομένη επί της αγάπης του Κυρίου ως επί ύδατος αναπαύσεως. Ουδέν των του κόσμου θλιβερών ισχύει να διαταράξη την γαλήνην και την ειρήνην αυτής, ουδέ την χαράν και την ευφροσύνην αυτής των λυπηρών τι να αφαιρέση. Η ερώσα του Θείου ψυχή μεταρσιουμένη υπό της αγάπης υπεξίσταται πως των σωματικών αισθήσεων και αυτού του σώματος και αποχωρεί και εαυτής επιλανθάνεται διά την τελείαν προς το Θείον αφοσίωσιν».
Επειδή όλη η επίγειος ζωή του ασμένως και αγογγύστως το «μαρτύριον της συνειδήσεως» και «τα στίγματα του Κυρίου» δεξαμένου και υπομείναντος Αγίου Νεκταρίου υπήρξε σε όλες τις εκφάνσεις της Χριστοκεντρική, μία όντως Χριστοειδής ζωή, έχοντας στο επίκεντρο αυτής ως το απολύτως άπαν μόνον και αποκλειστικώς τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό άνευ -ουδέ κατ’ ελάχιστον- ολιγοπιστίας ή απιστίας, ενδοιασμών, αμφισβητήσεων, μεμψιμοιριών και επικρίσεων για όσα παθήματα υπέστη και πικρά ποτήρια εγεύθη κατά την επίγεια ζωή ένεκα του των ανθρώπων φθόνου και της κακίας αυτών, δεν θα ήταν δυνατόν ενώ συνέγραψε ως πολυγραφότατος πνευματοφόρος κάλαμος πλείστα όσα συγγράμματα και ποιητικά πονήματα, να μην αφιερώσει και ένα από τα ποιητικά του αριστουργήματα στον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό, όπως ακριβώς είναι και το έμμετρο ποίημα του Αγίου Ιεράρχου, το οποίο κατόπιν μακράς και επισταμένης μελέτης και έρευνας στο προσωπικό Αρχείο του Αγίου Νεκταρίου εντόπισε και έφερε προ πολλών ετών στο φως ο αοίδιμος Μητροπολίτης πρ. Παραμυθίας, Φιλιατών και Γηρομερίου Τίτος Ματθαιάκης (+1991).
Στο υπό τον τίτλο: «Ύμνος εις το θείον όνομα Σωτήρος Χριστού» έμμετρο ποίημα του Αγίου Νεκταρίου, το οποίο αποτελείται από ένδεκα τετράστιχες στροφές και η κάθε μία εξ αυτών άρχεται με το όνομα του Ιησού, ο Θεοφόρος Πατήρ της Εκκλησίας με γλαφυρό και παραστατικό λόγο και μάλιστα με έντονο λυρισμό που συνεπαίρνει τον μελετητή και εν γένει αναγνώστη, εκφράζει στον απόλυτο βαθμό από τα μύχια της όλης υπάρξεώς του και του της «ψυχής του ταμείον», την ακλόνητη πίστη, την αμετάθετη ελπίδα και την ένθεη αγάπη του στο Θεανδρικό πρόσωπο του Ναζωραίου Ιησού Χριστού χωρίς τον οποίο η αληθής πίστη, η αληθής ελπίδα και η αληθής αγάπη δεν νοούνται και δεν υφίστανται. Είναι δε τόσο διαπεραστικό το προσωπικό ύφος με το οποίο απευθύνεται προς τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό, αποκαλώντας πολλάκις Αυτόν ως «Ιησού μου», ώστε ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι ακούει «ιδίοις ωσίν» αυτόν τούτον ζώντα τον Άγιο Νεκτάριο, θείω έρωτι και εξ ενθέου αγάπης λαλούντα και βοώντα μετά παρρησίας, να απαγγέλει «ευφραινομένοις αυτού χείλεσι» το ποίημά του κατά πρόσωπον προς τον όντως αεί ζώντα και ενώπιον αυτού ιστάμενο Σωτήρα και Κύριο Ιησού Χριστό:
«Ιησού μου γλυκεία αγάπη
Ιησού ως γλυκύ τ’ όνομά Σου
Υπέρ μέλι εστί και κηρίον
εν τη γλώσση και τω λάρυγγί μου.
Ιησού της καρδίας μου έρως
της ψυχής της εμής θυμηδία
Ιησού του νοός φωταυγεία
Ιησού μου αγάπη η θεία.
Ιησού μου η θεία ειρήνη
της ψυχής της εμής η γαλήνη
Ιησού η ζωή της ψυχής μου
η ισχύς της εμής διανοίας.
Ιησού το ουράνιον μάννα
η τροφή η ζωή μοι διδούσα
η πηγή και το ζείδωρον ύδωρ
αϊδίως ημίν εκκινούσα.
Ιησού η αλήθεια πέλεις
η οδός, η ζωή, η πνοή μου
η εμή ποθητή ευφροσύνη
η αγάπη, χαρά και ειρήνη.
Ιησού το πλήρωμα πέλεις
της καρδίας της Σε αγαθωσύνης
της ψυχής της θερμώς λατρευούσης
της ποθούσης και Σε εκζητούσης.
Ιησού μυστική θεωρία
η μυούσα τοις μύσταις τα θεία
Ιησού Μυστηρίων η θύρα
Ιησού των πιστών η σοφία.
Ιησού μου Χριστέ τ’ όνομά Σου
υπέρ παν όνομα εστί το πάντων
ουρανίων τε και επιγείων
και παν γόνυ Αυτώ επικλίνει.
Ιησού μου η ανάπλασις πέλεις
η αΐδιος μακαριότης
των ψυχών των πιστών η λαμπρότης
η ακήρατος τε ωραιότης.
Ιησού των Αγγέλων το φάος
Ιησού Αποστόλων η δόξα
Προφητών και Μαρτύρων το κλέος
και Αγίων απάντων το χάρμα.
Ιησού μου ο άφθιτος πλούτος
Ιησού μου το θείον μου φέγγος
Ιησού μου εμή σωτηρία
Ιησού μου αγάπη γλυκεία».
Γράφοντας ο θεοφώτιστος Πατήρ της Εκκλησίας Άγιος Νεκτάριος ότι «η αγάπη του Θεού τον Θεόν έδειξεν επί της γης», γνωρίζει καλώς ότι η αγάπη και πάλι είναι εκείνη η οποία αποκαλύπτει τον Θεό σε κάθε άνθρωπο πεπληρωμένο θείου έρωτος και ενθέου αγάπης, διότι στον αγαπώντα αληθώς τον Θεό άνθρωπο, εξ αγάπης ο Θεός της αγάπης «εμφανίζει αυτώ εαυτώ». Επειδή δε κατά τον πεπληρωμένο ενθέου αγάπης Άγιο Νεκτάριο «ο θείος έρως την προς Θεόν προμνηστεύεται οικείωσιν», τότε και «η ψυχή, ης θείος άπτεται έρως, ουδέν έτερον λογίζεσθαι δύναται ουδέ επιποθείν, αλλά συνεχώς στενάζουσα λέγει. Κύριε, πότε ήξω προς Σε ο Θεός, ως επιποθεί η έλαφος επί τας πηγάς των υδάτων».
Ακατάλυτη, ακατάβλητη και ανίκητη είναι η πνευματική αγάπη και στην επίγεια και στην αιώνια ζωή διότι, όπως μετά πάσης βεβαιότητος διδάσκει ο Άγιος Νεκτάριος, «αληθώς η πνευματική αγάπη πόλις εστίν οχυρά, ου δυναμένη καταγωνισθήναι ουδέ πολιορκηθήναι υπό του Διαβόλου, ούτε υπορυγαίς, ούτε υπερβάσεσιν. Ουδέ γαρ είκει ταις ελεπόλεσι του σατανά, διά το παρά του Δεσπότου Χριστού φυλάττεσθαι». Τέτοια είναι η δύναμη της αγάπης, ώστε «παρρησίαν δίδωσιν εν τη ημέρα της κρίσεως» και ο Άγιος Νεκτάριος, ως άλλος Απόστολος Παύλος, επιποθώντας να εξυμνήσει μετά παρρησίας την αΐδια αγάπη πλέκει στην θεολογική μελέτη του «Το γνώθι σαυτόν» και στο κεφάλαιο «Περί αγάπης», με τον πλέον αριστοτεχνικό λόγο, τον «Ύμνον εις την Αγάπην», γράφων: «Αγάπη, το εξαίρετον αγαθόν, το υπέρτατον γνώρισμα των του Χριστού μαθητών. Η αγάπη τον Χριστιανόν χαρακτηρίζει και αύτη των σημείων απάντων μείζων. Αύτη γαρ και των άλλων εντολών εστί φύλαξ και συνεργός. Και ώσπερ αι ιμαντίαι (τα δεσίματα) τας οικοδομάς συνέχουσιν, ούτως αύτη την τελειότητα προξενεί, και συνάπτει τα μέλη του σώματος. Πάντα εκείνα αύτη συσφίγγει παρούσα, απούσης δε διαλύονται ή ελέγχονται υπόκρισις όντα και ουδέν. Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει, τουτέστιν ουδέποτε αστοχεί, αλλά πάντα κατορθοί, ή, ο κρείττον αντί τούτου, ου διαλύεται, ου διακόπτεται, ουδέποτε παύεται, αλλά και εν τω μέλλοντι αιώνι μένει, των άλλων απάντων καταργουμένων. Ου διασφάλλεται, αλλ’ αεί μένει, βεβαία και ασάλευτος, και ακίνητος εσαεί διαμένουσα. Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει, καν στασιάζωσιν άλλοι, καν χαίρωσι μάχαις, καν τα πρώτα ζητώσι, καν φθόνος αυτούς ανερεθίζη, καν χειρών άρχωσιν αδίκων, καν τα άνω στρέφωσι κάτω, ουδέποτε η αγάπη της οικείας έδρας και αρετής εκπίπτει».
Υ.Γ. Το παρόν θεολογικό κείμενο αποτελεί την εισήγηση του γράφοντος στον επετειακό τόμο τον οποίο εξέδωσε η Ιερά Μητρόπολη Σηλυβρίας, κατόπιν πρωτοβουλίας του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σηλυβρίας κ.κ. Μαξίμου, επί τη συμπληρώσει εκατονταετηρίδος (1920-2020) από της εις Κύριον εκδημίας του εν Αγίοις Πατρός ημών Αγίου Νεκταρίου του Θαυματουργού του εκ Σηλυβρίας της Ανατολικής Θράκης.
*O κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς είναι Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός, καθώς και υπεύθυνος διαχειριστής του ιστολογίου “ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΣ ΑΜΒΩΝ ΦΑΝΑΡΙΟΥ“.