Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors

Κύπρος: Το έθιμο του εκκλησιαστικού πλειστηριασμού στο χωριό Άγιος Δημήτριος Μαραθάσας

Aνάμεσα στα δέντρα που καλλιεργήθηκαν στο χωριό από τα πολύ παλιά χρόνια είναι και η ροδιά, η οποία αποτέλεσε απαραίτητο συμπλήρωμα σε κάθε περιβόλι. Όπως μαρτυρούν οι παλαιότεροι κάτοικοι, αρκετές ροδιές καλλιεργούνταν επίσης, τουλάχιστον από τις αρχές του 20ού αιώνα, και στον περίβολο της εκκλησίας του Aγίου Δημητρίου, οι οποίες κατά καιρούς ανανεώνονταν είτε με παραφυάδες, είτε με μοσχεύματα. Πιθανόν, όμως, η πρώτη παρουσία τους στην αυλή του ναού να ανάγεται στην εποχή, που ο Άγιος Δημήτριος ήταν Mετόχιο της Mονής του Aγίου Iωάννη του Λαμπαδιστή, δηλαδή πριν από τις αρχές του 19ου αιώνα, οπότε εγκαταστάθηκαν στην περιοχή οι πρώτοι κάτοικοι.

Oι «ροδιές της εκκλησίας», όπως αποκαλούντο από τους κατοίκους, άλλες από τις οποίες ήταν ξινοροδιές και άλλες γλυκοροδιές, παρήγαγαν ωραία ρόδια με χοντρό φλοιό και πολλούς κοκκινωπούς κόκκους. O αριθμός τους ανερχόταν, περίπου, στις τριάντα και αποτελούσαν, μαζί με λίγες ελιές που βρίσκονταν στον ίδιο χώρο και μερικές άλλες, οι οποίες ήταν διάσπαρτες σε χωράφια κατοίκων και εκποιήθηκαν στα μεταγενέστερα χρόνια, την εκκλησιαστική περιουσία. Mετά το 1960 καλλιεργήθηκε στην αυλή του ναού, από μέλη της εκκλησιαστικής επιτροπής, και η επιτραπέζια ποικιλία σταφυλιών «βέρικο», η οποία, όπως έχει αναφερθεί, αποτελεί και το χαρακτηριστικό γνώρισμα του χωριού.

H ενοικίαση των ροδιών και των ελιών γινόταν με δημόσιο πλειστηριασμό τη μέρα της γιορτής της Aγίου Δημητρίου, στις 26 Oκτωβρίου, και αποσκοπούσε αποκλειστικά στην ενίσχυση του φτωχικού ταμείου της εκκλησίας. Συγκεκριμένα, μετά το τέλος της θείας λειτουργίας, ένα μέλος της εκκλησιαστικής επιτροπής ανέβαινε στο πλατύσκαλο της κεντρικής εισόδου του ναού και ζητούσε την προσοχή των παρευρισκομένων – ανδρών και γυναικών – και τους ανακοίνωνε ότι θα ξεκινούσε το «άλα ούνα, άλα τρε», δηλαδή ο πλειστηριασμός των ροδιών και των ελιών. Aκολούθως, ο διαλαλητής ή τελάλης, όπως τον αποκαλούσαν, υπεδείκνυε τη συγκεκριμένη ροδιά, που θα πλειστηριαζόταν για την περίοδο της συγκομιδής, χωρίς να προκαθορίζει τη ζητούμενη ελάχιστη τιμή. Tότε κάποιος από τους παρευρισκομένους αναφωνούσε μια τιμή, μετά από υπολογισμό της ποσότητας παραγωγής της με την τρέχουσα τιμή των ροδιών στην αγορά.

Στη συνέχεια ο διαλαλητής έλεγε: «Tόσα σελίνια η τάδε ροδιά! Άλα ούνα», οπότε έκανε µικρή παύση για να δώσει την ευκαιρία σε άλλον ενδιαφερόµενο να πλειοδοτήσει, συνέχιζε µε το «άλα ντούε», ακολουθούσε νέα µικρή παύση, οπότε αναφωνούσε τη φράση «άλα τρε», µε την οποία κατακύρωνε τη ροδιά σε αυτόν, που είχε προσφέρει τα περισσότερα. Στη συνέχεια γινόταν ο πλειστηριασµός άλλης ροδιάς, µέχρι «να βγούν όλες στο ντελάλι». Aκολούθως, γινόταν ο πλειστηριασµός των ελιών, µε την ίδια ακριβώς διαδικασία. Aς σηµειωθεί, ότι και σε άλλες περιοχές του νησιού πλειστηριάζονταν περιουσιακά στοιχεία του ναού της κοινότητας, µε κύριο σκοπό την ενδυνάµωση του ταµείου του, όπως στην Άνω Zώδια, όπου ενοικιάζονταν µε τον τρόπο αυτό τα εκκλησιαστικά κτήµατα στο καφενείο, µετά από ανακοίνωση του τελάλη.

Σύµφωνα µε µαρτυρίες των παλαιότερων κατοίκων, το έθιµο του εκκλησιαστικού πλειστηριασµού των ροδιών διέφερε από τον πλειστηριασµό χωραφιών ή σπιτιών, που συνέβηκαν µερικές φορές σε χωριά της περιοχής κατά το παρελθόν, γιατί δεν χρησιµοποιόταν κερί, το οποίο προκαθόριζε τον χρόνο πλειστηριασµού. Στην περίπτωση αυτή, ο διαλαλητής άναβε ένα κερί, το οποίο τοποθετούσε σε ένα πιάτο. Aκολούθως, προκαθόριζε µια τιµή και οι παρευρισκόµενοι πλειοδοτούσαν. Όταν το κερί έλιωνε και η φλόγα έσβηνε, ο διαλαλητής αναφωνούσε τη φράση «άλα τρε» και κατακύρωνε το χωράφι ή το σπίτι στον τελευταίο πλειοδότη, ο οποίος είχε προσφέρει την υψηλότερη τιµή. H χρησιµοποίηση των ιταλικών λέξεων «άλα ούνα, άλα ντούε, άλα τρε» από τον διαλαλητή, τόσο στην Kύπρο, όσο και στον ευρύτερο ελληνικό χώρο, δεν έχουµε υπόψη µας αν αποτελεί κατάλοιπο των χρόνων της Eνετοκρατίας ή αν πρόκειται για νεότερο δανεισµό. Στον Άγιο Δηµήτριο η συγκεκριµένη φράση χρησιµοποιείτο, τουλάχιστον, από τις αρχές του 20ού αιώνα.

Tο ποσό των χρηµάτων, που αντιστοιχούσε σε κάθε ροδιά καταβαλλόταν, µετά το τέλος του πλειστηριασµού, στα µέλη της εκκλησιαστικής επιτροπής. Eνίσχυε, µαζί µε τα έσοδα του δίσκου, το εκκλησιαστικό ταµείο και επέτρεπε την οικονοµική κάλυψη των απαιτούµενων δαπανών για τις ανάγκες λειτουργίας της εκκλησίας, όπως π.χ. τα έξοδα συντήρησης και καθαρισµού της.

Στον πλειστηριασµό των ροδιών συµµετείχαν συνήθως γυναίκες από το γειτονικό χωριό Kαµινάρια, όπου, για διάφορους λόγους, δεν υπήρχε επάρκεια. Oι κάτοικοι των υπόλοιπων χωριών της περιοχής είχαν τη δική τους παραγωγή ροδιών και γι’ αυτό δεν συνέτρεχε λόγος συµµετοχής τους στον πλειστηριασµό. Yπήρξαν, όµως, και χρονιές, κατά τις οποίες παρατηρήθηκε διεκδίκηση των ροδιών και από κατοίκους του Aγίου Δηµητρίου, οι οποίοι δεν είχαν ικανοποιητική παραγωγή για την κάλυψη των αναγκών τους. Σπάνια, όµως, ο συναγωνισµός ανάµεσα σε όσους πλειοδοτούσαν γινόταν έντονος και προσφέρονταν χρήµατα πέραν της αξίας των παραγόµενων ροδιών. Tο ίδιο συνέβαινε και µε τον πλειστηριασµό των ελιών, µε µόνη διαφορά ότι στην περίπτωση αυτή οι ενοικιαστές ήταν κάτοικοι του Aγίου Δηµητρίου, οι οποίοι χρειάζονταν το παραγόµενο λάδι για τις ανάγκες των νοικοκυριών τους, αφού η παραγωγή ελιών στο χωριό ήταν περιορισµένη.

Oι ενοικιαστές χρησιµοποιούσαν τους καρπούς της ροδιάς, κυρίως, για την παρασκευή κολλύβων για τα µνηµόσυνα των κεκοιµηµένων της οικογένειάς τους. Kόλλυβα παρασκευάζονταν και κατά τα Σάββατα των Ψυχών, όπως αποκαλεί ο λαός το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Aπόκρεω και το Σάββατο της Πεντηκοστής, καθώς και τις µέρες που η οικογένεια γιόρταζε τον προστάτη Άγιό της ή τελούσε κάποια συγκεκριµένη γιορτή. H παρασκευή τους γίνεται µε ανάµιξη ξηρών σταφίδων, αµυγδάλων, καρυδιών, ροδιών και βραστού σιταριού. Eκτός από το σιτάρι, το µόνο άλλο απαραίτητο συστατικό ήταν το ρόδι και γι’ αυτό κάθε οικογένεια φρόντιζε να φυλάσσει κρεµασµένα από τα δοκάρια του σπιτιού της αρκετά από αυτά. Έτσι, όσες από τις οικογένειες των Kαµιναριών δεν είχαν δική τους παραγωγή ροδιών προµηθεύονταν την ποσότητα που χρειάζονταν είτε από τα πανηγύρια, στα οποία συνήθως αντάλλαζαν τα προϊόντα τους µε άλλα που είχαν ανάγκη, είτε συµµετέχοντας στον εκκλησιαστικό πλειστηριασµό στον Άγιο Δηµήτριο.

Tο σχετικό έθιµο διατηρήθηκε µέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960, οπότε και καταργήθηκε. Oι γυναίκες των Kαµιναριών είχαν, στο µεταξύ, ευκολότερη πρόσβαση στις αγορές των πόλεων, όπου υπήρχε αφθονία αγαθών, µε αποτέλεσµα να µην ενδιαφέρονται για την ενοικίαση των ροδιών. Έκτοτε, η εκκλησιαστική επιτροπή του Aγίου Δηµητρίου φρόντιζε να συλλέγει τον καρπό τους, τον οποίο έστελλε στην αγορά και εισέπραττε, προς όφελος της εκκλησίας, τα έσοδα πώλησης. Tο ίδιο γινόταν και µε τα βέρικα που παράγονταν από τις κληµαταριές, οι οποίες επίσης βρίσκονταν στην αυλή της εκκλησίας. H µόνη εκκλησιαστική περιουσία που εξακολουθούσε να ενοικιάζεται στους κατοίκους, µέχρι πριν µερικά χρόνια, ήταν οι ελιές. Δεν ακολουθείτο, όµως, η διαδικασία του πλειστηριασµού τη µέρα της γιορτής του Aγίου Δηµητρίου, αλλά γινόταν µε ανακοίνωση µέλους της εκκλησιαστικής επιτροπής, συνήθως στο καφενείο του χωριού, οπότε εκδηλωνόταν και το ανάλογο ενδιαφέρον από τους κατοίκους. Σήµερα, η παραγωγή των ροδιών, των ελιών και των κληµαταριών έχει ελαττωθεί σε µεγάλο βαθµό και δεν αποφέρουν πια κανένα οικονοµικό όφελος στην εκκλησία.

Κωστής Κοκκινόφτας / Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου
Από το βιβλίο: Άγιος Δηµήτριος Μαραθάσας, Λευκωσία 2007, σ. 179-182