Εορτασμός της μετακομιδής στη Σύμη του λειψάνου του Οσίου Ιωσήφ Γεροντογιάννη
Την Κυριακή, 22 Σεπτεμβρίου, η τοπική Εκκλησία της Σύμης εόρτασε πανηγυρικά την επέτειο της μετακομιδής στη νήσο, αποτμήματος του Ιερού Λειψάνου του Οσίου Ιωσήφ του Γεροντογιάννη, το οποίο εκ της Ι. Μονής Καψά μετέφερε τον Σεπτέμβριο του 2019 ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ιεραπύτνης και Σητείας κ. Κύριλλος και παρέδωσε στον οικείο Ποιμενάρχη, Σεβασμιώτατο κ. Χρυσόστομο, ανταποκρινόμενος σε σχετικό αίτημά του.
Η υψίστη αυτή ευλογία για τη Σύμη, παραμένει έκτοτε στον Ενοριακό Ι. Ναό Αγίου Γεωργίου Άνω Χώρας, Ναό στον οποίο διετέλεσε Εφημέριος τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, ο κατά σάρκα εγγονός του Οσίου, Αρχιμ. Ιωσήφ Γεροντάκης, μεταφέροντας στη Σύμη και την τιμή του Οσίου.
Έτσι λοιπόν, πέντε έτη μετά το ευλογημένο αυτό γεγονός, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης κ. Χρυσόστομος χοροστάτησε στον Όρθρο και τέλεσε τη Θεία Λειτουργία στον Ενοριακό αυτό Ι. Ναό με συλλειτουργούς του τον Συμαίο Αρχιμανδρίτη π. Ιωσήφ Αδαμόπουλο, φιλοξενούμενο, κληρικό της Ι. Μητροπόλεως Νικαίας, τον εφημέριο της ενορίας π. Αντώνιο Μανιά και όλους τους Εφημερίους της Άνω Χώρας. Το ιερό αναλόγιο διηκόνησε γλυκυφθόγγως ο Ιεροψάλτης και παράλληλα Επίτροπος του Ι. Ναού κ. Αγαπητός Μιχελλής και ο κ. Ελευθέριος Ξηράκης μεθ’ ετέρων.
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σύμης, δραττόμενος της ευλογημένης αυτής ευκαιρίας, ομίλησε περί της Οσιακής μορφής του Αγίου Ιωσήφ, αναφερόμενος στην ζωή του:
«Ὁ ὅσιος Ἰωσὴφ Γεροντογιάννης γεννήθηκε τὸ 1799 στὰ ἐρείπια τῆς Μονῆς Καψᾶ τῆς Κρήτης, ὅπου εἶχαν καταφύγει οἱ γονεῖς του διωκόμενοι ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Τό κατά κόσμον ὄνομά του ἦταν Ἰωάννης Βιτσέντζος καί ἀπό τήν παιδική του ἡλικία δὲν ἔμαθε γράμματα, πλήν ὅμως ἦταν φιλομαθὴς καὶ ἔξυπνος. Ἐνῶ ἀρχικά διακρινόταν γιά τήν εὐσέβειά του, ἐν συνεχείᾳ δημιούργησε βίαιο χαρακτήρα καί ἀπομονώθηκε σὲ ἀπομακρυσμένα μέρη γιὰ νὰ ἀποφεύγει τὶς ἔριδες μὲ τοὺς Τούρκους. Σὲ νεαρὴ ἡλικία νυμφεύθηκε τὴν χωριανή του Καλλιόπη τῆς οἰκογένειας Γεροντήδων καὶ ἀπέκτησε τέσσερα παιδιά.
Ἄλλαξε ριζικά καί στράφηκε στόν Χριστό, μετά ἀπό τραγικό ἀτύχημα πού συνέβη στήν μικρότερη κόρη του, ἡ ὁποία κάηκε ζωντανή. Μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς θείας Χάριτος, μετεβλήθη ἔκτοτε σέ ὑπόδειγμα πραότητος, ἀγάπης καὶ εὐλαβείας. Ὁ Ὅσιος τό ἔτος 1841 σέ ἡλικία 42 ἐτῶν κατά τήν διάρκεια βαθέος ὕπνου ἠρπάγη πνευματικά ἀπό Ἄγγελο Κυρίου, ὅπως ὁ Ἀπόστ. Παῦλος, σέ ὑψηλή θεωρία καί εἶδε τίς τάξεις τῶν δικαίων στόν Παράδεισο, καθώς καί τίς τιμωρίες τῶν ἁμαρτωλῶν στήν κόλαση. Ὅταν ξύπνησε εἶχε καί ἀσκοῦσε τό χάρισμα τῆς θεραπείας τῶν ἀσθενῶν, καθώς καί ἐκπληκτικὴ εὐφράδεια θείων λόγων.
Οἱ Τοῦρκοι ὅμως τὸν συκοφάντησαν ὡς ἐπαναστάτη καί ὁ διοικητὴς τῆς Κρήτης, τὸν κάλεσε τρεῖς φορὲς σὲ ἀπολογία στὸ Ἡράκλειο. Κάθε φορὰ ἡ ἄφιξή του γινόταν ἀφορμὴ μεγάλης συγκέντρωσης, ἐνῶ πολλὰ θαύματα τελοῦνταν ὑπὸ τὸ βλέμμα τῶν Τούρκων. Τὴν τρίτη φορά ὁ ἅγιος τέλεσε δυὸ θαύματα στὸ σπίτι τοῦ πασᾶ, θεραπεύοντας τὴν κατάκοιτη πεθερά του καὶ τὸν γιό του, ποὺ εἶχε τραυματιστεῖ σοβαρὰ πέφτοντας ἀπὸ μιά σκάλα. Τότε ὁ πασὰς τὸν ἀπέλυσε ἐν εἰρήνῃ, ἀποστέλλοντας πολλά δῶρα, τὰ ὁποῖα ὁ ἅγιος μοίρασε στοὺς ἐνδεεῖς.
Θέλοντας νὰ ἀποφύγει τὸ πλῆθος τῶν ἀσθενῶν ποὺ τὸν καταδίωκε, ἀπεσύρθη στὰ ἐρείπια τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Καψᾶ, ὅπου καί ἐγεννήθη, δημιουργώντας ἐκεῖ μιά μικρή ἀδελφότητα, μέ τήν ὁποία ἀνέλαβε τὸν πλήρη ἀνακαινισμὸ τῆς Μονῆς ποὺ ὁλοκληρώθηκε τὸ 1863, ἔτος πού τελέστηκαν τά ἐγκαίνια καθώς καὶ ἡ μοναχική κουρὰ του μὲ τὸ ὄνομα Ἰωσήφ.
Ἐκεῖ πέρασε τὰ τελευταῖα πέντε χρόνια τῆς ζωῆς του μὲ αὐστηρὴ ἄσκηση, προσευχή και νηστεία. Ἡ φήμη του διαδόθηκε σέ ὁλόκληρη τήν Κρήτη καί στά νησιά Χάλκη, Κάσο καί Σύμη, ὥστε καθημερινά τόν ἐπισκέπτονταν πλῆθος πιστῶν, ζητώντας τίς σοφές συμβουλές του. Ἡ παράδοση διασώζει μάλιστα, ὅτι οἱ Συμιακοί σφουγγαράδες πρίν τίς ριψοκίνδυνες καταδύσεις τους, ἐπισκέπτονταν τήν Μονή καί λάμβαναν τήν εὐχή τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποῖος τούς καθοδηγοῦσε ἐπακριβῶς γιά τήν ἀκριβῆ θέση τῶν ἐκλεκτότερων σπόγγων. Πολλά ἦταν ἄλλωστε καί τά ἀφιερώματα πού προσέφεραν σέ εἶδος ἤ σέ χρήματα γιά τήν ἀνακαίνιση τοῦ Μοναστηριοῦ.
Παρόλο ποὺ ἡ φωνὴ του μόλις ἀκουγόταν ἐξαιτίας τῶν κακοπαθειῶν του, δὲν ἔπαψε νὰ δέχεται τούς πιστοὺς ποὺ τοὺς κατηχοῦσε στὶς εὐαγγελικὲς ἀρετὲς καὶ προέτρεπε στὴν εὐσέβεια. Ἔλεγε συγκεκριμένα: «Χωρὶς τὴν ἀγάπη, ὅλα εἶναι μάταια». Ἀφοῦ ὁδηγήθηκε ἐν ὀράματι ἀπὸ ἕναν ἄγγελο στοὺς Ἁγίους Τόπους, τοὺς ὁποίους ἦταν σὲ θέση νὰ περιγράφει σὰν νὰ τοὺς εἶχε πράγματι ἐπισκεφτεῖ, ὁ μακάριος Ἰωσὴφ ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τήν 6η Αὐγούστου 1874 καί ἐτάφη ἀπό τόν ἐγγονό του καί μετέπειτα Ἡγούμενο τῆς Μονῆς, Ἀρχιμ. Ἰωσήφ Γεροντάκη.
Ὁ δέ ἔγγονός του, Ἀρχιμ. Ἰωσήφ, ἀφίχθη στή Σύμη συνοδευόμενος ἀπό πρόσωπα τῆς οἰκογενείας του, πού παρέμειναν στό νησί, καταλίποντας καί ἀπογόνους, οἱ ὁποῖοι μέχρι σήμερα εὐλαβοῦνται τόν Ὅσιο Προπάτορά τους. Ἀναφέρεται δέ, ὅτι στήν πρώτη τους οἰκία φυλάσσεται μία ἀπό τίς αὐθεντικές καί σπάνιες προσωπογραφίες τοῦ Ὁσίου Ἰωσήφ, πού φιλοτεχνήθηκε στήν Μονή τῆς μετανοίας του».
Μετά τη Δοξολογία, ο Σεβασμιώτατος ευλόγησε τους προσφερομένους Άρτους, ενώ προ της Απολύσεως της Θείας Λειτουργίας πραγματοποιήθηκε η λιτανεία του Ιερού Λειψάνου και της Εικόνος του Οσίου πέριξ του Ι. Ναού προς αγιασμόν και ευλογία των πιστών, με την συμμετοχή και του Δημάρχου Σύμης, κ. Ελευθερίου Παπακαλοδούκα. Τέλος, με τη μέριμνα του φιλόξενου και δραστηρίου Εκκλησιαστικού Συμβουλίου της Ενορίας και των κυριών αυτής, προσεφέρθησαν στους εκκλησιαζομένους καφές και πλούσια πατροπαράδοτα κεράσματα.