Δύο μαρμάρινα επιτύμβια αγγεία επαναπατρίστηκαν από την Ελβετία στην Ελλάδα
Δύο μαρμάρινα αττικά επιτύμβια αγγεία, μια λήκυθος και μια λουτροφόρος του 4ου π.Χ., επέστρεψαν στην Αθήνα, μετά την αίσια έκβαση πολυετούς διεκδίκησής τους από το Ελληνικό Δημόσιο. Οι μαρμάρινες λήκυθοι και λουτροφόροι εμφανίζονται από τον ύστερο 5ο και σε όλη τη διάρκεια του 4ου αι. π.Χ. στα αρχαία αττικά νεκροταφεία, ως επιτύμβια σήματα, στημένα σε οικογενειακούς ταφικούς περιβόλους. Αποτελούν προϊόντα αποκλειστικώς των αττικών εργαστηρίων μαρμαρογλυπτικής. Αμφότερα τα αγγεία που επέστρεψαν από τη Βασιλεία χρονολογούνται στον 4ο αι. π.Χ.
Με την ολοκλήρωση της διαδικασίας του επαναπατρισμού των δύο μαρμάρινων αγγείων, η Υπουργός Πολιτισμού της Ελλάδος κ. Λίνα Μενδώνη σημείωσε: «Ο επαναπατρισμός ελληνικών αρχαιοτήτων, που έχουν παράνομα εξαχθεί στο εξωτερικό, αποτελεί ζήτημα εθνικής σημασίας και υψηλής πολιτικής προτεραιότητας για το Υπουργείο Πολιτισμού. Οι διεθνείς συνεργασίες για την επιστροφή παρανόμως εξαχθέντων πολιτιστικών αγαθών μέσω διμερών και πολυμερών συμφωνιών είναι βασική μας επιδίωξη. Σήμερα, με τον επαναπατρισμό στην αττική γη των δύο κλασικών ταφικών μαρμάρινων αγγείων, ολοκληρώνεται μια πολυετής διεκδίκησή μας. Έξι αιτήματα δικαστικής συνδρομής κατέθεσε η αρμόδια Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, μετά από συνεργασία με τη Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών του Υπουργείου Πολιτισμού, με τα οποία το ελληνικό δημόσιο ζητούσε από τις ελβετικές αρχές τον επαναπατρισμό των αγγείων, αλλά και την κλήτευση των εμπλεκομένων για παροχή εξηγήσεων για τις κακουργηματικές αξιόποινες πράξεις. Θέλω να ευχαριστήσω τα αρμόδια στελέχη του Υπουργείου για την αφοσίωση την οποία επιδεικνύουν στην άσκηση των καθηκόντων τους, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους για την σταθερή και αποτελεσματική αρωγή σε όλες τις συναφείς υποθέσεις, την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, και, φυσικά, τον Δρ Ηλία Μπίσια, η νομική συνδρομή του οποίου υπήρξε καταλυτική».
Η λήκυθος, ύψους 60 εκ., φέρει ανάγλυφη παράσταση δεξίωσης ανάμεσα σε ώριμης ηλικίας ιματιοφόρο άνδρα, τον νεκρό, ο οποίος απεικονίζεται καθισμένος σε πτυσσόμενο κάθισμα με πλάτη (κλισμό) και πατά σε υποπόδιο, και σε όρθιο γενειοφόρο πολεμιστή, ο οποίος φορεί κράνος, χιτωνίσκο και ανατομικό θώρακα με πτέρυγες, ενώ κρατά στο αριστερό χέρι κυκλική ασπίδα (τὸ ὃπλον). Πίσω από το κάθισμα του νεκρού στέκεται γυναικεία μορφή, ίσως η σύζυγός του, κρίνοντας από την τυπική για τα παντρεμένα ζευγάρια χειρονομία της ανάσυρσης του ενδύματος μπροστά από το πρόσωπο (ἀνακάλυψις). Πάνω από τις μορφές είναι χαραγμένα τα ονόματα των δύο ανδρών σε δύο στίχους. Ο Δημόστρατος στον δεύτερο στίχο συνοδεύεται από το όνομα του αττικού δήμου των Λακιαδών από τον οποίον καταγόταν: Καλλίας Δημοστράτο[υ] | Δημόστρατος Λακιάδης.
Η λουτροφόρος, ύψους 54 εκ., φέρει ανάγλυφα την τυπική για τα αγγεία αυτού του είδους φυτική διακόσμηση, που συνίσταται σε παρατακτικά ροπαλοειδή φύλλα, τα οποία καλύπτουν τα 2/3 του ύψους του αγγείου και συγκλίνουν βαθμιαία προς το πόδι, διπλό πλοχμό στην περιφέρεια και έξι επικαλυπτόμενες σειρές φολίδων. Οι λαβές ήταν ένθετες, από χωριστό κομμάτι μαρμάρου.
Τον Οκτώβριο του 2017 το ελληνικό γραφείο της Ιντερπόλ ειδοποίησε τη Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών ότι τα συγκεκριμένα επιτύμβια αγγεία είχαν τεθεί προς πώληση στην έκθεση Frieze Masters στο Λονδίνο από τον Ελβετό έμπορο τέχνης J-D. C., αποστέλλοντας και σχετικό φωτογραφικό υλικό που είχε περιέλθει σε γνώση της. Η Διεύθυνση διαπίστωσε ότι πρόκειται για τις ίδιες ελληνικές αρχαιότητες που είχαν κατασχεθεί το 2002 από τις ιταλικές και τις ελβετικές αρχές στη Βασιλεία της Ελβετίας, στις αποθήκες του Ιταλού εμπόρου τέχνης Becchina και της συζύγου του. Τα αγγεία, μετά την κατάσχεσή τους, είχαν ταυτιστεί από τους Έλληνες πραγματογνώμονες ως ελληνικής προέλευσης και είχαν ενημερωθεί σχετικά οι Ιταλικές Αρχές. Όταν εντοπίστηκαν να πωλούνται στο Λονδίνο, το ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού ζήτησε άμεσα ενημέρωση για το θέμα από το Υπουργείο Πολιτισμού της Ιταλίας. Από την απάντηση των ιταλικών αρχών προέκυψε ότι οι δύο αρχαιότητες είχαν επιστραφεί στον Ιταλό έμπορο τέχνης, στη Βασιλεία, τον Μάρτιο του 2014, μετά την έκδοση σχετικής Απόφασης του Δικαστηρίου της Ρώμης το 2011, καθώς διαπιστώθηκε ότι δεν ήταν ιταλικής προέλευσης.
Η Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών, ζήτησε τη συνδρομή της Ιντερπόλ και της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, ώστε να υποβληθεί αίτημα δικαστικής συνδρομής προς τις ελβετικές αρχές αναφορικά με την κατάσχεση και την επιστροφή των δύο αγγείων στην Ελλάδα ως προϊόντα εγκλήματος. Τον Νοέμβριο του 2017 οι δύο αρχαιότητες κατασχέθηκαν για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου από την Εισαγγελία του Καντονίου της Βασιλείας, όπου και παρέμειναν μέχρι την οριστική απόδοσή τους στο Ελληνικό Δημόσιο στις 27/06/2024.
Παράλληλα, για την καλύτερη εκπροσώπηση των συμφερόντων του Ελληνικού Δημοσίου, ζητήθηκε από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους ο διορισμός πληρεξουσίου δικηγόρου. Με Απόφαση του Προέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους διορίστηκε ο Δικηγόρος Αθηνών και Ελβετίας Δρ. Ηλίας Σ. Μπίσιας, ο οποίος χειρίστηκε την υπόθεση, σε συνεργασία με το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, τη Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών του ΥΠΠΟ και την αρμόδια Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών.
Κατά την διεκδίκηση των αρχαιοτήτων χρειάστηκε να υποβληθούν, από τις αρχές του 2018 μέχρι σήμερα, από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, έξι αιτήματα δικαστικής συνδρομής, με τα οποία το ελληνικό δημόσιο ζητούσε από τις ελβετικές αρχές εκτός από τον επαναπατρισμό των δύο αγγείων και την κλήτευση των εμπλεκομένων για παροχή εξηγήσεων για τις κακουργηματικές αξιόποινες πράξεις που διερευνώνται. Παράλληλα, πραγματοποιήθηκε αυτοψία και εξέταση των αντικειμένων στην Εισαγγελία της Βασιλείας από αρχαιολόγο της Διεύθυνσης Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών και κατατέθηκε εμπεριστατωμένη πραγματογνωμοσύνη που τεκμηρίωνε την πέραν πάσης αμφιβολίας ελληνική προέλευση των δύο μνημείων.
Στο πλαίσιο της έρευνας που διεξήχθη διαπιστώθηκε ότι το Καντόνι της Βασιλείας μέσω της Υπηρεσίας Είσπραξης και Πτωχεύσεων είχε εκποιήσει τον Φεβρουάριο του 2017 τα δύο ελληνικά μνημεία, προκειμένου να εισπράξει οφειλές από την δικαστική εκκαθάριση των εξόδων της ποινικής διαδικασίας που είχε διεξαχθεί στην Ελβετία κατά του Ιταλού εμπόρου τέχνης G.Becchina και της συζύγου του. Στη συνέχεια, τον Οκτώβριο του 2017 έγινε απόπειρα μεταπώλησής τους μέσω του προαναφερόμενου Ελβετού εμπόρου τέχνης στην έκθεση Frieze Masters στο Λονδίνο.
Ο επαναπατρισμός των δύο αττικών επιτύμβιων αγγείων επιτεύχθηκε με εξώδικες διαπραγματεύσεις, αφού ικανοποιήθηκε πλήρως το Ελληνικό Δημόσιο. Επαναπατρίστηκαν οι δύο αρχαιότητες και κατεβλήθη από τα εμπλεκόμενα πρόσωπα αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Η επιτυχία αυτή οφείλεται στη στενή, διαρκή και άριστη συνεργασία του Υπουργείου Πολιτισμού μέσω της Διεύθυνσης Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών με τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ηλία Σ. Μπίσια και στην αμέριστη συνδρομή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών και του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Οι δύο αρχαιότητες θα εκτεθούν στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κεραμεικού.