Αγίου Νεκταρίου του Σηλυβριανού ποιητικό νέκταρ περί της του Ναζωραίου Ιησού Χριστού Αγάπης
«Νέκταρ της ζωής της αιωνίου πίνων
Νάμα Νεκτάριε, ιάσεων βλύζεις»
(Στίχοι Συναξαρίου Αγίου Νεκταρίου)
Δοχείον θείας χάριτος και ακένωτη πηγή θείας εμπνεύσεως ανεδείχθη ο εκ Σηλυβρίας της Ανατολικής Θράκης εν λογίοις λογιώτατος και περισπούδαστος Μητροπολίτης Πενταπόλεως, Άγιος Νεκτάριος (Κεφαλάς) ο θαυματουργός και Μυροβλήτης, ο οποίος κατέστη ακτίστω χάριτι του εν Τριάδι Θεού «ουράνιος άνθρωπος και επίγειος Άγγελος». Ως θεόπνευστος και μουσοστεφής πολυτάλαντος κάλαμος, εκτός από μέγας θεολόγος και πολυγραφότατος δεινός συγγραφεύς, θεραπεύσας μάλιστα όλους τους κλάδους της Ιεράς Επιστήμης, διεκρίθη και ως θεοκίνητος και εμφιλόσοφος υμνογραφικός ποιητικός αυλός της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Προσφυώς δε ο Αρχιμ. π. Ειρηναίος Δεληδήμος αναφερόμενος στην πολυσχιδή γραπτή παρακαταθήκη του εν γένει ποικίλου περιεχομένου συγγραφικού έργου του Αγίου Νεκταρίου υπογραμμίζει ότι: «ευρισκόμεθα προ μιάς πολυμερεστάτης διανοίας η οποία αφοσιωθείσα εις την υπηρεσίαν της Εκκλησίας εφρόντισε να παραδώση γραπτώς εις τους πιστούς ό,τι καλόν και ωφέλιμον κατείχε». Ανάλογη είναι και η γνώμη του λογίου Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, ο οποίος έγραφε περί του Αγίου Νεκταρίου ότι: «Στις αξιόλογες συγγραφές του Θεοσόφου Πατέρα μας αντανακλάται ο ορθόδοξος θεολόγος, ο δόκιμος συγγραφεύς, ο πολυμαθής λόγιος, ο ευσυνείδητος επιστήμων, ο ποιμένας ο καλός, ο πνευματικός άνθρωπος, ο φωτεινός νους, ο έμπειρος διδάσκαλος, η αγιασμένη ψυχή, ο τέλειος Χριστιανός, ο Άγιος της Εκκλησίας».
Η όντως θεόπνευστη και θεσπέσια ποιητική παραγωγή του Αγίου Νεκταρίου, η οποία κυρίως είναι αποθησαυρισμένη στα τέσσερα υμνογραφικά του πονήματα, ήτοι στο Κεκραγάριον, στο Ψαλτήριον, στο Θεοτοκάριον και στο Τριαδικόν, όπου «ψαλμοίς και ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς» δοξολογεί και δι’ αυτού του θεόσδοτου ταλάντου του τον εν Τριάδι Θεό, επιβεβαιώνει τα όσα ιδία χειρί γράφει στον πρόλογο του «Τριαδικού», ότι η ιερά ποίηση ήταν για τον ίδιο «ευφρόσυνος και πνευματική ασχολία, ικανοποιούσα το θρησκευτικόν συναίσθημα» και ότι «τους ύμνους τούτους υπαγόρευσε το της λατρείας συναίσθημα και ο πόθος του υμνείν εν ύμνοις τον Θεόν».
Προεξέχουσα θέση στο ποιητικό έργο του Αγίου Νεκταρίου ως Ιεράρχου της αυτοθυσιαστικής και αυτοκενωτικής αγάπης κατέχει η εν Χριστώ Ιησού αγάπη, η θεοειδής ή ένθεος αγάπη, εξ ου και ο χαρακτηρισμός για το σεπτό πρόσωπό του ως «Αγίου της Αγάπης και της Συγχωρητικότητος». Επειδή ακριβώς η θεοειδής αγάπη είναι οντολογικώς (υπαρξιακώς) συνώνυμη του Θεανδρικού προσώπου Ιησού Χριστού αλλά και «ίδιον γνώρισμα και έμβλημα των μαθητών του Κυρίου», ο οποίος είναι η όντως και αληθώς άληκτη και ακένωτη αυτοαγάπη ως «σαρκωθείσα και εσταυρωμένη αγάπη», χαρακτηρίζεται σε ένα από τους ποιητικούς αυτού στίχους ως «Ιησού ομοίωμα» και «Θείας Εικόνος ομοίωμα».
Η ευαίσθητη και χριστοφόρος ψυχή του των πολλών και ποικίλων δοκιμασιών και πόνων Αγίου Ιεράρχου αποζητά απεγνωσμένα και διακαώς αυτή την Χριστοειδή Αγάπη να είναι η μονίμως και αδιαλείπτως βιουμένη οντολογική κατάσταση σύνολης της υπάρξεώς του ως άρρηκτος σύνδεσμος της προς τον Ιησού Χριστό ενθέου αγάπης αυτού. Σε ορισμένους ποιητικούς στίχους του, δημοσιευθέντες εν έτει 1904 στο περιοδικό «Αναμόρφωσις», υπό τον τίτλο «Θρησκευτικαί Μελέται», οι οποίοι, άνευ ουδεμιάς λεκτικής υπερβολής, θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως υμνολογικό «Εγκώμιον εις την Αγάπην», γράφει θεοπνεύστως τα κάτωθι θεάρεστα:
«Ω! αγάπη, αληθής και βεβαία!
Ω! αγάπη της Θείας Εικόνος ομοίωμα!
Ω! αγάπη της εμής ψυχής γλυκυτάτη απόλαυσις!
Ω! αγάπη της εμής καρδίας θείον πλήρωμα!
Ω! αγάπη της εμής διανοίας διηνεκές μελέτημα!
Συ είσαι η ευωδία των πιστών!
Ω! αγάπη, της καρδίας εμής πλήρωμα!
Ω! αγάπη, γλυκύτατον του Γλυκυτάτου Ιησού ομοίωμα!
Ω! αγάπη των μαθητών του Κυρίου ιερώτατον έμβλημα!
Συ πλήρωσον την καρδίαν μου γλυκασμού της σης αγάπης,
όπως τον μόνον Γλυκύτατον αγαπώ Ιησούν Χριστόν,
τον Κύριόν μου και Θεόν και Αυτώ αναπέμπω την υμνωδίαν!».
Στο τέλος του «Κεκραγαρίου» ο Άγιος Νεκτάριος ως υμνητής της Θείας Αγάπης, θείω έρωτι φλεγόμενος και ωθούμενος, επανέρχεται με ολίγους ακόμη ποιητικούς στίχους του στο μέγα πνευματικό πάλαισμα της σκηνώσεως εντός της όλης υπάρξεώς του της Θείας Αγάπης, η οποία είναι Χριστοκεντρική Αγάπη ή Χριστοειδής Αγάπη, επιθυμώντας να μεταμορφωθεί ο ίδιος σε «σκήνωμα θείον θείας αγάπης». Επειδή όμως η Θεία αγάπη δεν αποκτάται απροϋποθέτως ως κάτι ευτελές και γήινο, αλλά σκηνώνει μόνο σε κεκαθαρμένες καρδίες και διάνοιες ως άνωθεν δωρεά του δωρεοδότου Θεανθρώπου Ιησού Χριστού δέεται ικετευτικώς και εκτενώς προς την αυτοπηγή της ενθέου αγάπης, που είναι ο αδιαλείπτως αγαπών Ιησούς Χριστός, προκειμένου να τον καταστήσει πεπληρωμένο σκήνωμα θείου έρωτος για να γευθεί την πληρότητα της θείας αγάπης ως άνωθεν Χριστού θείο δώρημα, γράφοντας τα κάτωθι:
«Ω θεία αγάπη, ελθέ ικετεύω
εξ όλης ψυχής μου και μέσης καρδίας
και σκήνωμα θείον, Χριστέ, ποίησον με
Και πάσης κηλίδος, ω καθάρισόν με.
Ω θεία αγάπη, αγάπης ενθέου
την Σε εκζητούσαν ψυχήν έμπλησόν μου,
και έρωτα θείον, ω θεία αγάπη
θερμώς ικετεύω, τω δούλω σου δος μοι».
Είναι δε λίαν χαρακτηριστικό ότι ο φιλόμουσος Άγιος Νεκτάριος στο αποκορύφωμα του ποιητικού οίστρου του επιτυγχάνει με μόλις τέσσερεις αράδες στον τελευταίο στίχο του «Κεκραγαρίου» να αποδώσει την εσχατολογική και εν ταυτώ σωτηριολογική διάσταση της ενθέου αγάπης ως Χριστοειδούς Αγάπης, την οποία, επειδή αυτή δεν γνωρίζει ούτε χρονικά ούτε τοπικά όρια, αλλά είναι αΐδιος και αθάνατος, εκπηγάζουσα από την όντως αυτοαγάπη που είναι ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός, κατά τον πλέον γλαφυρά θεσπέσιο τρόπο συνδέει οντολογικώς με την άκτιστη, άναρχη και ατελεύτητη, Βασιλεία του Θεού όπου οι οντολογικές καταστάσεις τις οποίες βιώνει ο κτιστός και χοϊκός άνθρωπος υπερβαίνουν την γήινη και κτιστή, φθαρτή και πρόσκαιρη πραγματικότητα, γράφοντας δοξολογικώς προς τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό ότι:
«Η Ση βασιλεία εστίν η αγάπη
εν η βασιλεύει χαρά και ειρήνη
εν η βασιλεύει η μακαριότης,
ο έρως του θείου και η ευφροσύνη».
Επειδή όλη η επίγειος ζωή του ασμένως και αγογγύστως το «μαρτύριον της συνειδήσεως» και τα «στίγματα του Κυρίου» δεξαμένου και υπομείναντος Αγίου Νεκταρίου υπήρξε σε όλες τις εκφάνσεις της Χριστοκεντρική, μία όντως Χριστοειδής ζωή, έχοντας στο επίκεντρο αυτής ως το απολύτως άπαν μόνον και αποκλειστικώς τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό άνευ -ουδέ κατ’ ελάχιστον- ολιγοπιστίας ή απιστίας, ενδοιασμών, αμφισβητήσεων, μεμψιμοιριών και επικρίσεων για όσα παθήματα υπέστη και πικρά ποτήρια εγεύθη κατά την επίγεια ζωή ένεκα του των ανθρώπων φθόνου και της κακίας αυτών, δεν θα ήταν δυνατόν ενώ συνέγραψε ως πολυγραφότατος πνευματοφόρος κάλαμος πλείστα όσα συγγράμματα και ποιητικά πονήματα, να μην αφιερώσει και ένα από τα ποιητικά του αριστουργήματα στον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό, όπως ακριβώς είναι και το έμμετρο ποίημα του Αγίου Ιεράρχου, το οποίο κατόπιν μακράς και επισταμένης μελέτης και έρευνας στο προσωπικό Αρχείο του Αγίου Νεκταρίου εντόπισε και έφερε προ πολλών ετών στο φως ο αοίδιμος Μητροπολίτης πρ. Παραμυθίας, Φιλιατών και Γηρομερίου Τίτος Ματθαιάκης (+1991).
Στο υπό τον τίτλο: «Ύμνος εις το θείον όνομα Σωτήρος Χριστού» έμμετρο ποίημα του Αγίου Νεκταρίου, το οποίο αποτελείται από ένδεκα τετράστιχες στροφές και η κάθε μία εξ αυτών άρχεται με το όνομα του Ιησού, ο Θεοφόρος Πατήρ της Εκκλησίας με γλαφυρό και παραστατικό λόγο και μάλιστα με έντονο λυρισμό που συνεπαίρνει τον μελετητή και εν γένει αναγνώστη, εκφράζει στον απόλυτο βαθμό από τα μύχια της όλης υπάρξεώς του και του της «ψυχής του ταμείον», την ακλόνητη πίστη, την αμετάθετη ελπίδα και την ένθεη αγάπη του στο Θεανδρικό πρόσωπο του Ναζωραίου Ιησού Χριστού χωρίς τον οποίο η αληθής πίστη, η αληθής ελπίδα και η αληθής αγάπη δεν νοούνται και δεν υφίστανται. Είναι δε τόσο διαπεραστικό το προσωπικό ύφος με το οποίο απευθύνεται προς τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό, αποκαλώντας πολλάκις Αυτόν ως «Ιησού μου», ώστε ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι ακούει «ιδίοις ωσίν» αυτόν τούτον ζώντα τον Άγιο Νεκτάριο, θείω έρωτι και εξ ενθέου αγάπης λαλούντα και βοώντα μετά παρρησίας, να απαγγέλει «ευφραινομένοις αυτού χείλεσι» το ποίημά του κατά πρόσωπον προς τον όντως αεί ζώντα και ενώπιον αυτού ιστάμενο Σωτήρα και Κύριο Ιησού Χριστό:
«Ιησού μου γλυκεία αγάπη
Ιησού ως γλυκύ τ’ όνομά Σου
Υπέρ μέλι εστί και κηρίον
εν τη γλώσση και τω λάρυγγί μου.
Ιησού της καρδίας μου έρως
της ψυχής της εμής θυμηδία
Ιησού του νοός φωταυγεία
Ιησού μου αγάπη η θεία.
Ιησού μου η θεία ειρήνη
της ψυχής της εμής η γαλήνη
Ιησού η ζωή της ψυχής μου
η ισχύς της εμής διανοίας.
Ιησού το ουράνιον μάννα
η τροφή η ζωή μοι διδούσα
η πηγή και το ζείδωρον ύδωρ
αϊδίως ημίν εκκινούσα.
Ιησού η αλήθεια πέλεις
η οδός, η ζωή, η πνοή μου
η εμή ποθητή ευφροσύνη
η αγάπη, χαρά και ειρήνη.
Ιησού το πλήρωμα πέλεις
της καρδίας της Σε αγαθωσύνης
της ψυχής της θερμώς λατρευούσης
της ποθούσης και Σε εκζητούσης.
Ιησού μυστική θεωρία
η μυούσα τοις μύσταις τα θεία
Ιησού Μυστηρίων η θύρα
Ιησού των πιστών η σοφία.
Ιησού μου Χριστέ τ’ όνομά Σου
υπέρ παν όνομα εστί το πάντων
ουρανίων τε και επιγείων
και παν γόνυ Αυτώ επικλίνει.
Ιησού μου η ανάπλασις πέλεις
η αΐδιος μακαριότης
των ψυχών των πιστών η λαμπρότης
η ακήρατος τε ωραιότης.
Ιησού των Αγγέλων το φάος
Ιησού Αποστόλων η δόξα
Προφητών και Μαρτύρων το κλέος
και Αγίων απάντων το χάρμα.
Ιησού μου ο άφθιτος πλούτος
Ιησού μου το θείον μου φέγγος
Ιησού μου εμή σωτηρία
Ιησού μου αγάπη γλυκεία».
Ακατάλυτη, ακατάβλητη και ανίκητη είναι η πνευματική αγάπη και στην επίγεια και στην αιώνια ζωή διότι, όπως μετά πάσης βεβαιότητος διδάσκει ο Άγιος Νεκτάριος, «αληθώς η πνευματική αγάπη πόλις εστίν οχυρά, ου δυναμένη καταγωνισθήναι ουδέ πολιορκηθήναι υπό του Διαβόλου, ούτε υπορυγαίς, ούτε υπερβάσεσιν. Ουδέ γαρ είκει ταις ελεπόλεσι του σατανά, διά το παρά του Δεσπότου Χριστού φυλάττεσθαι». Τέτοια είναι η δύναμη της αγάπης, ώστε «παρρησίαν δίδωσιν εν τη ημέρα της κρίσεως» και ο Άγιος Νεκτάριος, ως άλλος Απόστολος Παύλος, επιποθώντας να εξυμνήσει μετά παρρησίας την αΐδια αγάπη πλέκει στην θεολογική μελέτη του «Το γνώθι σαυτόν» και στο κεφάλαιο «Περί αγάπης», με τον πλέον αριστοτεχνικό λόγο, τον «Ύμνον εις την Αγάπην», γράφων: «Αγάπη, το εξαίρετον αγαθόν, το υπέρτατον γνώρισμα των του Χριστού μαθητών. Η αγάπη τον Χριστιανόν χαρακτηρίζει και αύτη των σημείων απάντων μείζων. Αύτη γαρ και των άλλων εντολών εστί φύλαξ και συνεργός. Και ώσπερ αι ιμαντίαι (τα δεσίματα) τας οικοδομάς συνέχουσιν, ούτως αύτη την τελειότητα προξενεί, και συνάπτει τα μέλη του σώματος. Πάντα εκείνα αύτη συσφίγγει παρούσα, απούσης δε διαλύονται ή ελέγχονται υπόκρισις όντα και ουδέν. Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει, τουτέστιν ουδέποτε αστοχεί, αλλά πάντα κατορθοί, ή, ο κρείττον αντί τούτου, ου διαλύεται, ου διακόπτεται, ουδέποτε παύεται, αλλά και εν τω μέλλοντι αιώνι μένει, των άλλων απάντων καταργουμένων. Ου διασφάλλεται, αλλ’ αεί μένει, βεβαία και ασάλευτος, και ακίνητος εσαεί διαμένουσα. Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει, καν στασιάζωσιν άλλοι, καν χαίρωσι μάχαις, καν τα πρώτα ζητώσι, καν φθόνος αυτούς ανερεθίζη, καν χειρών άρχωσιν αδίκων, καν τα άνω στρέφωσι κάτω, ουδέποτε η αγάπη της οικείας έδρας και αρετής εκπίπτει».