«Καταφύγιο» ιστορικής μνήμης και γνώσης το μεγαλύτερο και σημαντικότερο καταφύγιο της Πάτρας
Σε «καταφύγιο» ιστορικής μνήμης και γνώσης έχει μετατραπεί το μεγαλύτερο και σημαντικότερο καταφύγιο που ξεκίνησε να λειτουργεί στην Πάτρα με την έναρξη του πολέμου του 1940, αφού η αχαϊκή πρωτεύουσα ήταν πρώτη μεγάλη πόλη που βομβαρδίστηκε στις 28 Οκτωβρίου από τα ιταλικά αεροπλάνα.
Με πρωτοβουλία του πολιτιστικού τομέα του Δήμου Πατρέων, «αποτυπώνονται», μέσα από την έκθεση που λειτουργεί στο καταφύγιο, μοναδικής αξίας αρχειακού και ιστορικού υλικού στιγμές, από την κήρυξη του πολέμου, τους πρώτους βομβαρδισμούς της Πάτρας, την κατοχή της από τα ναζιστικά στρατεύματα, την αντίσταση και την απελευθέρωση της πόλης.
Ο ιστορικός χώρος του καταφυγίου, κάτω από την πλατεία Υψηλών Αλωνίων, ήταν γνωστός σε πολλούς κατοίκους της ευρύτερης περιοχής και όχι μόνο, αλλά παρέμενε αναξιοποίητος.
Τον Οκτώβριο του 2014, το περιφερειακό τμήμα του ΤΕΕ Δυτικής Ελλάδας οργάνωσε την παρουσίαση της ομάδας εργασίας, με θέμα τους τρόπους αξιοποίησης του καταφυγίου, στο πλαίσιο των παράλληλων δράσεων της έκθεσης «Φαντάσου την πόλη: Πάτρα 2014».
Στη συνέχεια, με πρωτοβουλίες του Δήμου Πατρέων, το καταφύγιο αξιοποιήθηκε και αποδόθηκε ως χώρος ιστορικής μνήμης το 2020, στο πλαίσιο των εορτασμών για την απελευθέρωση της Πάτρας από τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής, στις 4 Οκτωβρίου του 1944.
Σύμφωνα με τον Δήμο, ο χώρος του καταφυγίου είναι επισκέψιμος σε ετήσια βάση και πλέον έχει μετατραπεί σε πόλο έλξης για σχολεία, φορείς και συλλογικότητες από πολλές περιοχές της Ελλάδας.
Το ιστορικό του καταφυγίου περιγράφεται σε μία από τις εισόδους, όπου αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«Το καταφύγιο των Υψηλών Αλωνίων έχει κατασκευαστεί κάτω από την πλατεία και τα δύο σημεία πρόσβασης βρίσκονται στο πρανές που αρχίζει από το πάνω μέρος του πεζόδρομου της Τριών Ναυάρχων, συνεχίζει βορειοανατολικά, παράλληλα με την οδό Αθανασίου Διάκου και αποτελεί μέρος του Ρωμαϊκού αναλημματικού τοίχου. Ο συγκεκριμένος τοίχος έχει μήκος περίπου 70 μέτρων και πιθανότατα κτίστηκε στα χρόνια του Ρωμαίου αυτοκράτορα Νέρωνα και έκτοτε – ιδιαίτερα κατά τον 19ο αιώνα – υπέστη αρκετές προσθήκες με αποτέλεσμα να έχει την σημερινή μορφή.
Αν και δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία ή έγγραφες μαρτυρίες για την κατασκευή του καταφυγίου, εικάζεται ότι κατασκευάστηκε στη δεκαετία του 1930 για να επιτελέσει τον σκοπό της προφύλαξης των αμάχων σε περίπτωση αεροπορικής επιδρομής μαζί με τους υπόγειους χώρους ορισμένων δημοσίων και ιδιωτικών κτιρίων της Πάτρας.
Πρόκειται για το παλαιότερο και μεγαλύτερο καταφύγιο, το οποίο υπήρχε στην Πάτρα και έχει σώσει αρκετό κόσμο κατά τη διάρκεια των αεροπορικών βομβαρδισμών των Ιταλών το 1940, αλλά και στη συνέχεια, έπειτα από αρκετούς μήνες, από τα αεροσκάφη της γερμανικής αεροπορίας.
Να σημειωθεί ότι η Πάτρα ήταν η πρώτη μεγάλη πόλη της Ελλάδας που βομβαρδίστηκε από τα αεροπλάνα των Ιταλών το 1940. Μάλιστα, τα καταφύγια λειτουργούσαν βάσει κανονισμού, τον οποίο έπρεπε να τηρούν οι πολίτες.
Μέσα στο καταφύγιο μπορεί εύκολα να διακρίνει κανείς τους πέντε μικρούς θαλάμους που αποτελούν και τους χώρους εκείνους που φιλοξενούσαν για ώρες του Πατρινούς, οι οποίοι έτρεχαν να σωθούν, όταν άκουγαν τις σειρήνες.
Το καταφύγιο αποτελείται από τρεις διαδρόμους – στοές που συνδέονται μεταξύ τους σε σχήμα «Π» μήκους 39,13 μέτρων, 30,10 μέτρων και 39,50 μέτρων αντίστοιχα και πλάτους δύο μέτρων. Τα άκρα των δύο μεγαλύτερων και παράλληλων στοών αποτελούν τις εισόδους από τον δρόμο.
Εσωτερικά σε διάφορα σημεία παραπλεύρως των στοών υπάρχουν πέντε μικροί θάλαμοι από 5 τ.μ. έως 8 τ.μ. ο καθένας. Το συνολικό εμβαδόν του καταφυγίου είναι 210 τ.μ., ενώ το μέγιστο ύψος είναι 2,10 μέτρα.
Οι τοίχοι είναι κατασκευασμένοι από πέτρα, οι τοξωτές οροφές από κεραμικά στοιχεία (συμπαγή τούβλα) και οι δύο είσοδοί του έχουν σιδερένιες πόρτες με καμάρα σε ημικυκλικό τόξο.
Πρόκειται χωρίς αμφιβολία για ένα από τα πιο ιστορικά και σημαντικά – ίσως το σημαντικότερο – καταφύγιο που έχει κατασκευαστεί και συνέβαλε στην προστασία των Πατρινών από τις αεροπορικές επιδρομές κατά τη διάρκεια της τριπλής φασιστικής κατοχής. Ωστόσο δεν είναι το μόνο, καθώς με βάση μαρτυρίες και πηγές συνολικά μέχρι τον Δεκέμβριο του 1940 είχαν διαμορφωθεί περισσότερα από 30 καταφύγια στην πόλη της Πάτρας, τα περισσότερα από τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα».
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με μαρτυρίες και καταγραφές, ως καταφύγια χρησιμοποιήθηκαν υπόγεια μεγάλων κτιρίων, που εξακολουθούν μέχρι και σήμερα να υπάρχουν μέσα στο κέντρο της πόλης.
Στη διασταύρωση της οδού Παναχαϊκού με την περιμετρική οδό της πλατείας των Υψηλών Αλωνίων, λίγα μόλις μέτρα πιο μακριά από το προαναφερόμενο καταφύγιο, υπάρχει ακόμα, αλλά ανακατασκευασμένο, το κτίριο όπου το μεγάλο υπόγειό του χρησιμοποιείτο για να προστατευθούν οι κάτοικοι από τις βόμβες.
Στην γειτονική λεωφόρο Δ. Γούναρη και στη διασταύρωσή της με την οδό Κορίνθου υπάρχει το δικαστικό μέγαρο, το υπόγειο που οποίου χρησιμοποιήθηκε και αυτό ως καταφύγιο.
Ακριβώς απέναντι, βρίσκεται το παλιό τριώροφο κτίριο, όπου σήμερα στεγάζεται η «Πολυφωνική» χορωδία της Πάτρας. Το υπόγειο του τριώροφου κτιρίου χρησιμοποιήθηκε ως καταφύγιο, με τις εισόδους να είναι και σήμερα ορατές.
Εκεί κοντά, στη διασταύρωση των οδών Κανακάρη και Βότση, το υπόγειο της κλινικής χρησιμοποιήθηκε ως καταφύγιο, όπως και το υπόγειο του κτιρίου, στη διασταύρωση των οδών Μαιζώνος και Ερμού, κοντά στην κεντρική πλατεία Γεωργίου.
Στον ίδιο δρόμο, στην οδό Μαιζώνος, υπάρχει το μεγάλο κτίριο, όπου μέχρι πριν από λίγα χρόνια στεγάζονταν τα Αρσάκεια σχολεία και τώρα πρόκειται να στεγάσει το δημαρχείο της πόλης. Στο υπόγειό του έβρισκαν προσωρινή ασφάλεια πολλοί Πατρινοί, ενώ ταυτόχρονα λειτουργούσε και ως νοσοκομείο. Μάλιστα, οι μεγάλοι κόκκινοι σταυροί που υπήρχαν στους εξωτερικούς τοίχους συντηρήθηκαν στο πλαίσιο εργασιών ανακαίνισης του κτιρίου.
Ως καταφύγια χρησιμοποιήθηκαν ακόμα, το υπόγειο του ιστορικού ιερού ναού της Παντάνασσας, το υπόγειο του γειτονικού κτιρίου της πρώην κλινικής «Λάζαρη», αλλά και το υπόγειο του επιβλητικού κτιρίου, γνωστότερου ως οικία Γαλανόπουλου, όπου βρίσκεται σχεδόν απέναντι από το Ρωμαϊκό Ωδείο.