Φαναριοσκέπαστη Θρακική Γη: Ανατολική Θράκη – Ανατολική Ρωμυλία
Δεν θα ήταν υπερβολή εάν λέγαμε ότι από τις πλέον εκλεκτές και αγαπημένες εκκλησιαστικές επαρχίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που μέχρι σήμερα παραμένουν αλησμόνητες, υπήρξαν εκείνες οι επαρχίες της Ανατολικής Θράκης και της Ανατολικής Ρωμυλίας ή Βορείου Θράκης. Γι’ αυτό συχνότατα γράφω και λέγω ότι η «Θρακική Γη είναι Γη Πατριαρχική». Οι εκκλησιαστικές αυτές επαρχίες ανέκαθεν διατηρούσαν ισχυρούς και ακατάλυτους, εκκλησιαστικούς και πνευματικούς δεσμούς με τη Μητέρα Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Τα φρόνημα των ανατολικοθρακών και των ανατολικορωμυλιωτών ήταν βαθύτατα πατριαρχικό, βαθύτατα διαποτισμένο από την ζωογόνο εκκλησιαστική πνοή του μαρτυρικού και εσταυρωμένου Φαναρίου, του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου. Και μέχρι σήμερα αυτή η συνείδηση ότι ανήκουμε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο παραμένει ζωντανή στο νου και στην ψυχή των Θρακών που διαβιούν στην ελληνική Θράκη ως απόγονοι και συνεχιστές της εκκλησιαστικής, ιστορικής και πολιτισμικής παραδόσεως και πορείας εκείνων των μαρτυρικών προσφύγων προγόνων μας Θρακών που λόγω της εθνοφυλετικής – εθνικιστικής μεγαλοϊδεατικής πολιτικής και βιαίας τακτικής των Βουλγάρων εγκατέλειψαν την Ανατολική Ρωμυλία και αργότερα λόγω της νεοτουρκικής θηριωδίας μέχρι την Μικρασιατική καταστροφή (1922), και τις προγονικές τους εστίες στην Ανατολική Θράκη.
Η Ανατολική Θράκη και η Ανατολική Ρωμυλία ως ευρύτερες γεωγραφικές περιοχές και εκκλησιαστικές επαρχίες είχαν συγκριτικά με άλλες περιοχές τις περισσότερες Μητροπόλεις και επισκοπές. Το γεγονός αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο και περιστασιακό. Αντιθέτως περίτρανα αποδεικνύει τόσο το υψηλό και γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα των κατοίκων της Ανατολικής Θράκης και Ανατολικής Ρωμυλίας όσο και την ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα που έδιδε το Οικουμενικό Πατριαρχείο σ’ αυτές τις νευραλγικές εκκλησιαστικές επαρχίες του με τον υψηλού επιπέδου ακμάζοντα ορθόδοξο πληθυσμό, που ήταν αφοσιωμένος, παρά το κόστος που πλήρωναν, λόγω της αφοσιώσεώς τους στην Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Έτσι στην Ανατολική Θράκη μέχρι και την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923 υπήρχαν και άκμαζαν οι Μητροπόλεις: Αδριανουπόλεως, Ηρακλείας, Αίνου, Τυρολόης και Σερεντίου, Βιζύης και Μηδείας, Σαράντα Εκκλησιών, Σηλυβρίας, Γάνου και Χώρας, Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Καλλιπόλεως και Μαδύτου, Μετρών και Αθύρων, ενώ στην Ανατολική Ρωμυλία οι Μητροπόλεις Φιλιππουπόλεως, Βάρνας, Αγχιάλου, Αγαθουπόλεως, Αγαθονικείας, Βράτσας, Λεύκης, Κωνσταντίας, Λιτίτσης, Μεσημβρίας, Πρεσλάβας, Ροδοστόλου, Σαμακοβίου και Σωζοπόλεως.
Οι σημαντικές αυτές Μητροπόλεις υπήρξαν για τον πολλές φορές δοκιμαζόμενο ελληνισμό της Ανατολικής Θράκης και της Ρωμυλίας η ασπίδα προστασίας, αλλά και η μήτρα της προόδου σε όλα τα επίπεδα. Οι Μητροπολίτες και επίσκοποι που εκλέγονταν και απεστέλλοντο από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις επαρχίες αυτές, όπου χτυπούσε δυνατά η ελληνική καρδιά του γένους μας, μετέφεραν στους Θράκες προπάτορές μας τα νάματα της πίστεως, τη φλόγα της ρωμιοσύνης, την γνήσια και ανόθευτη συνείδηση ότι οι επαρχίες εκείνες ήταν πατριαρχικό έδαφος και το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποτελούσε την Μητέρα τους Εκκλησία.
Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι ω Μητροπολίτες και επίσκοποι στις εκκλησιαστικές επαρχίες της Ανατολικής Θράκης και της Ανατολικής Ρωμυλίας εκλέγονταν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο οι άριστοι, και μάλιστα πολλοί από αυτούς αργότερα εκλέγονταν και οικουμενικοί πατριάρχες (π.χ. Ιωακείμ Γ’, Φώτιος ο Β΄). Καθόλου τυχαίο επίσης δεν είναι το γεγονός ότι οι Ανατολικοθρακιώτες και οι Ανατολικορωμυλιώτες, όπως ομολογούσαν τόσο οι Βούλγαροι όσο και οι Οθωμανοί, ήταν οι πιο πιστοί και αφοσιωμένοι χριστιανοί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο λάτρευαν και ήταν περήφανοι που αποτελούσαν ποίμνιο της μαρτυρικής Μητέρας Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Σε πολλές μάλιστα ιδιαίτερα δύσκολες και επικίνδυνες περιόδους, αν και θα μπορούσαν να απαρνηθούν το Οικουμενικό Πατριαρχείο και να σωθούν, εκείνοι παρέμεναν πεισματικά, γενναία και ακλόνητα πιστοί στην μάνα τους Εκκλησία και θυσιάζονταν. Και κοντά σ’ εκείνους οι παπάδες μας, οι Μητροπολίτες τους, οι καλόγεροί τους, εκ των οποίων πολλοί είναι Άγιοι της Εκκλησίας μας.
Έτσι, από την μέριμνα του Οικουμενικού Πατριαρχείου που ήταν και παραμένει το «Ιερό Κέντρο» του γένους μας, τα θέματα της παιδείας και της μορφώσεως ευρίσκοντο στην πρώτη γραμμή. Από το 1850 και εντεύθεν το Πατριαρχείο καθημερινώς και με επιμονή ζητούσε τις σχετικές άδειες από την Υψηλή Πύλη, τον Σουλτάνο και τα αρμόδια Οθωμανικά Υπουργεία, και σταδιακά άρχισαν να ιδρύονται σε όλες τις μεγάλες πόλεις, κωμοπόλεις και στα πλέον απομακρυσμένα χωριά της Ανατολικής Θράκης και Ανατολικής Ρωμυλίας όλων των βαθμίδων σχολειά, παρθεναγωγεία, αρρεναγωγεία, τα λεγόμενα γραμματοδιδασκαλεία, σχολαρχεία, ημιγυμνάσια, γυμνάσια, ανώτερα και ανώτατα φροντιστήρια που δεν υπήρχαν στην κυρίως Ελλάδα. Ήδη από το 1848 στην Φιλιππούπολη λειτουργούσαν και δύο ιδιωτικά σχολεία, του Παπακωνσταντίνου και του Θεοφιλάκη. Παράλληλα, Βιβλιοθήκες με πολλά και σπάνια βιβλία, εργαστήρια φυσικής πειραματικής και Χημείας, τεχνικά εργαστήρια κ.α. υπήρχαν σε πολλές πόλεις της Ανατολικής Θράκης και Ανατολικής Ρωμυλίας.
Τυπογραφεία και εκδοτικοί οίκοι τύπωναν εφημερίδες, περιοδικά και υψηλής εκδοτικής ποιότητας βιβλία. Οι μαθητές και μαθήτριες διδάσκονταν από σύγχρονα βιβλία όλα τα μαθήματα, την στιγμή που σ’ άλλες επαρχίες της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά και στις επαρχίες της ελεύθερης Ελλάδος, δεν υπήρχαν εγχειρίδια ούτε για τους δασκάλους.
Το δε διδακτικό προσωπικό σε όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα ήταν υψηλότατου επιπέδου, αφού οι διδάσκαλοι, οι διδασκάλισσες και οι καθηγητές ήταν απόφοιτοι των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Φιλιππουπόλεως, της Σμύρνης, της Αδριανουπόλεως, της Τραπεζούντος και της Κωνσταντινουπόλεως. Αξίζει μάλιστα στο σημείο αυτό να υπογραμμιστεί ότι το επίπεδο της παρεχόμενης επιστημονικής γνώσεως ήταν τόσο υψηλό στα ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Φιλιππουπόλεως, Αδριανουπόλεως, Ραιδεστού, Σαράντα Εκκλησιών, Βάρνας, Πύργου και Αγχιάλου, απ’ όπου αποφοιτούσαν νηπιαγωγοί, διδάσκαλοι και καθηγητές, ώστε οι Μητροπόλεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου κυρίως της Βορείου Ελλάδος, Μακεδονίας και Θράκης πίεζαν τις ανώτατες σχολικές εφοροεπιτροπές των παραπάνω ανωτέρων και ανωτάτων εκπαιδευτηρίων να δεχθούν να φοιτήσουν σ’ αυτά οι απόφοιτοι άνδρες και γυναίκες από τις διάφορες επαρχίες για να αποφοιτήσουν νηπιαγωγοί και διδάσκαλοι για να επιστρέψουν και να διδάξουν στα διδασκαλεία και λοιπά εκπαιδευτικά ιδρύματα των περιοχών προελεύσεως και καταγωγής τους. Αυτή η διακαής επιθυμία να σπουδάσουν σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα την παιδαγωγική επιστήμη, εκδηλωνόταν κυρίως για τις παιδαγωγικές σχολές της Αδριανουπόλεως και Φιλιππουπόλεως που ήταν υψηλότατου επιπέδου και ασύγκριτες για την εποχή τους.
Πολλοί εξ αυτών και κυρίως οι φιλεκπαιδευτικοί σύλλογοι της Αδριανουπόλεως και της Φιλιππουπόλεως συνεργάζονταν με τους αντιστοίχους της Κωνσταντινουπόλεως αλλά και με τους συλλόγους του ευρυτέρου γεωγραφικού χώρου της Θράκης και της Μακεδονίας για την αναβάθμιση του προγράμματος σπουδών και του επιπέδου των παρεχόμενων γνώσεων των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Προς τους σκοπούς αυτούς οργάνωναν προς όλα τα σχολεία του ευρύτερου γεωγραφικού θρακικού χώρου και πέραν αυτού, αποστολές μαζικές σύγχρονων βιβλίων ποικίλου επιστημονικού περιεχομένου, καθώς επίσης προέβαιναν και στην αποστολή διδακτικού προσωπικού (νηπιαγωγοί, διδάσκαλοι, καθηγητές). Σε πολλές περιπτώσεις εξασφάλιζαν ακόμη και τα αναγκαία χρηματικά ποσά για την μισθοδοσία του διδακτικού προσωπικού, όταν οι ελληνορθόδοξες κοινότητες αδυνατούσαν να πληρώσουν τους διδασκάλους.
Τέτοιοι ποικίλου περιεχομένου σύλλογοι λειτουργούσαν και δραστηριοποιούνταν, ενδεικτικώς βέβαια αναφέρω, στη μεν Ανατολική Θράκη, στην Αδριανούπολη, Μακρά Γέφυρα (Ουζούν Κιοπρού), Ραιδεστό, Ηράκλεια, Τυρολόη, Σχολάσι, Σαράντα Εκκλησιές, Λουλέ Μπουργκάς (Αρκαδιούπολη), Βιζύη, Μήδεια, Σκοπό, Σαμακόβιο, Βουνάρ-Χισάρ (Κρύα Βρύση) κ.α. στην δε Ανατολική Ρωμυλία, στην Φιλιππούπολη, Στενήμαχο, Πύργο, Μεσημβρία, Αγχίαλο, Καριές, Σωζόπολη, Αγαθούπολη, και φυσικά στο Καβακλί (1896) υπό την επωνυμία «Αδελφότης Ομόνοια.
Δίπλα στα σπουδαιότερα ονόματα Θρακών ευεργετών ξεχωριστή θέση κατέχουν και οι πολυάριθμοι Θρακιώτες Λόγιοι, οι οποίοι τίμησαν το γένος μας στον οθωμανικό και ευρωπαϊκό χώρο. Αυτοί ήταν: Ο Στέφανος και οι υιοί Αλέξανδρος και Κων/νος Καραθεοδωρή, Στέφανος Κουμανούδης, Σαράντης Αρχιγένης, Βλάσιος Σκορδέλης, Άνθιμος Αλεξούδης (Μητρ. Αμασείας), Αριστοτέλης Κουρτίδης, Μυρτίλος Αποστολίδης, Σταμάτιος Ψάλτης, Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, Χρ. Τσούντας (Παν/κός – Αρχαιολόγος), Μητροπολίτης Θυατείρων και Μεγ. Βρετανίας Γερμανός Στρινόπουλος (Σηλυβρία), Αχιλλέας Σαμοθράκης, Βασ. Μυστακίδης και ο Άγιος Νεκτάριος Κεφαλάς (Σηλυβρία). Μεγάλοι εθνοϊερομάρτυρες υπήρξαν οι απαγχονισθέντες πρώην Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος ο Στ΄ (+1821) και ο Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως Δωρόθεος Πρώιος (+1821).
Οι κοινότητες στην Ανατολική Θράκη και Ανατολική Ρωμυλία ήταν οικονομικά ισχυρές και εύπορες και εν γένει η γεωγραφική θέση της Θράκης, την καθιστούσε μία από τις ευφορότερες και πλουσιότερες επαρχίες και της βυζαντινής και της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Πέρα από την στρατηγική της σπουδαιότητα η οικονομική σημασία της Θράκης υπήρξε τεράστια εφόσον αποτελούσε τον σιτοβολώνα της Κων/πόλεως απ’ όπου η Υψηλή Πύλη προμηθεύονταν δημητριακά, σταφύλια, κρασί, γαλακτοκομικά είδη και σφάγια. Φημισμένα ήταν τα μαλλιά, τα δέρματα, τα τυροκομικά, το σαπούνι, τα οπωρολαχανικά. Ιδιαίτερα ανεπτυγμένη ήταν η κτηνοτροφία και η καλλιέργεια του μεταξιού, της υφαντουργίας και της κεντητικής. Οι Ανατολικοθρακιώτες και Ανατολικορωμυλιώτες ήταν νοικοκυραίοι από τους λίγους. Άριστοι χορευτές, καλοί οργανοπαίκτες, ενώ οι γυναίκες τους ονομαστές υφάντρες, κεντήτρες και μαγείρισσες. Χοροί, τραγούδια, μουσική παράδοση, ενδυμασίες, φορεσιές, εργαστήρια χρυσοχοΐας, κατασκευή κοσμημάτων. Όλα αυτά αποδεικνύουν τον όλο πολιτισμό των Θρακών, την λαογραφία και την πλούσια παράδοσή τους».
Στη Θράκη έζησε με ασφάλεια η πηγή των αρχέγονων μελωδιών, η οποία ποτέ δεν γνώρισε διακοπή, όσο και να βαρβαροκρατήθηκε η χώρα. Λαός παλαιότατος οι Θράκες, πάντα τραγουδούσαν στις εκδηλώσεις της ψυχής τους. Έτσι, από τον μυθικό Ορφέα ως τα σήμερα ποτέ δεν έπαυσε ν’ ακούγεται το τραγούδι τους, άλλοτε ως βυζαντινός ψαλμός, άλλοτε ως αναστάσιμο ή πένθιμο τροπάρι, αλλά πάντα εκφραστικό των ανάλογων συναισθημάτων της ψυχής τους. Η μέχρι λατρείας αγάπη διέσωσε όλα τα ήθη και έθιμα και έτσι περισώθηκε το θρακικό τραγούδι επί αιώνες και χιλιετηρίδες μαζί με τα πανάρχαια μουσικά όργανά τους, τη «γκάιντα» και τη «λύρα».
Είναι παραδεκτό απ’ όλους σήμερα ότι οι λαοί, σ’ ολόκληρο τον κόσμο, εκδηλώνουν στα δημοτικά τους τραγούδια τους πόθους, τα συναισθήματα και κυρίως τα πιστεύματα και τις ιδέες τους. Στη Θράκη όμως η μουσική έχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά των κατοίκων της. Από τα μυθικά ακόμη χρόνια η μουσική ήταν η «δεύτερη θρησκεία» γι’ αυτό και ο Στράβων αναφέρει ότι «η μουσική πάσα θρακία νενόμισται». Τα θρακιώτικα λοιπόν παραδοσιακά τραγούδια μοιάζουν καταπληκτικά στο πάθος και την εσωτερική έντασή τους σαν τροπάρια, κι αυτό γιατί οι πρόγονοί μας κατάφεραν να παντρέψουν την πανάρχαια μουσική των Μουσαίου, Λίνου και Ορφέα με την βυζαντινή – εκκλησιαστική Μουσική. Υπέροχα και θεσπέσια τέκνα αυτής της φιλόμουσης αριστοτεχνικής παντρειάς είναι τα σημερινά δημοτικά τραγούδια της Θράκης.
«Πλούσια όμως είναι η λαογραφία των Θρακών, στην οποία διατηρούνται και αναβιώνουν πλείστα όσα αρχαία έθιμα της Θράκης». Ενδεικτικά αναφέρω:
– Οι Θράκες πίστευαν ότι η πρώτη Μάρτη ήταν η απαρχή του νέου έτους, αλλά κυρίως ότι έχουμε την αρχή του καλοκαιριού. Η αντίληψη αυτή έχει τις ρίζες της στους χρόνους του Βυζαντίου, όπου το πολιτικό – κοσμικό έτος άρχιζε την 1η του Μάρτη, ενώ το Εκκλησιαστικό έτος την 1η Σεπτεμβρίου.
– Ένα άλλο χαρακτηριστικό έθιμο ήταν οι «Κούνιες» που κατασκευάζονταν και δένονταν στα δέντρα την δεύτερη μέρα του Πάσχα ή ανήμερα του Αγίου Γεωργίου. Το κούνημα σ’ αυτές τις «αιώρες» ήταν αρχαίο έθιμο των Αθηναίων που συμβόλιζε τον καθαρμό – εξαγνισμό από το κακό, τα πνεύματα του κακού.
– Η Πεντηκοστή ή διαφορετικά ψυχοσάββατο του Μάη έχει μεγάλο λαογραφικό ενδιαφέρον. Σύμφωνα με την παράδοση, οι ψυχές των νεκρών δεν το θέλουν καθόλου αυτό το ψυχοσάββατο διότι, ύστερα από σχεδόν 50 ημέρες, μετά την Ανάσταση του Χριστού μας, που ήταν ελεύθερες στον πάνω κόσμο και κόντρα στα πρόσωπα και τα μέρη που εν ζωή αγάπησαν, υποχρεώνονται να κλειστούν και πάλι στον «κάτω κόσμο». Αν μάλιστα βρεθεί κάποιος στα κοιμητήρια την ημέρα της Πεντηκοστής ακούει τον θρήνο τους καθώς δεν θέλουν να εγκαταλείψουν τον πάνω κόσμο.
– Κορυφαίο έθιμο των Θρακών είναι οι φωτιές του Αϊ-Γιάννη του Κλήδονα, (24 Ιουνίου, Γενέθλιον Αγίου Ιωάννου). «Κλείδων» σημαίνει μαντικός ψίθυρος, οιωνός (σημάδι), φωνή προφητική. Συνδέθηκε δε με τον Άγιο Ιωάννη, ο οποίος ως γνωστό προφήτευσε την γέννηση του Κυρίου μας. Το πήδημα πάνω από τις φλόγες ήταν για τους αρχαίους ένα έθιμο καθαρτήριο και «διαβατήριο». Με αυτό τον τρόπο καθαρίζονταν με την δύναμη της φωτιάς και εισήρχοντο στη νέα περίοδο που άρχιζε.
– Το έθιμο της «Βαρβάρας» κατά την εορτή της Αγίας Βαρβάρας (4/12). Πρόκειται για ένα είδος γλυκιάς σιταρόσουπας που γίνεται προς τιμήν της Αγίας. Κατά τους αρχαίους Έλληνες στην θεά Εκάτη προσφερόταν ανάλογο γεύμα που ονομαζόταν «Εκαταία» ή «Εκάτης δείπνον». Την προσφέρουν αυτή την σιταρόσουπα διότι η αγία Βαρβάρα θεωρείται προστάτιδα των παίδων από την «ευλογιά» αλλά και επειδή «βαρβαρώνει» (δυναμώνει) τον σπόρο των σιτηρών που σπείρεται την περίοδο αυτή, σύμφωνα με τον στίχο: «Βαρβάρα Βαρβαρών, Σάββας σαβανών, Νικόλας Παραχών).
– Και ένα άλλο έθιμο που σχετίζεται με τον Αρχάγγελο Μιχαήλ αναφέρει ότι ως γνωστόν οι Θρακιώτες συνήθιζαν ν’ αφήνουν τα παπούτσια τους μπροστά στην εξώπορτα του σπιτιού τους. Στις 8 Νοεμβρίου όμως, ανήμερα της εορτής των Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ, έβαζαν τα παπούτσια μέσα στο σπίτι για να μην τα δει το βράδυ εκείνο που διήρχετο ο Αρχ. Μιχαήλ και θυμηθεί να πάρει τις ψυχές τους.
Θα περατώσουμε την επετειακή αυτή γραφή καταδεικνύοντας τους ακατάλυτους και ακλόνητους μέχρι και σήμερα ιστορικούς, εκκλησιαστικούς και πνευματικούς δεσμούς που διατηρούν οι Ανατολικοθρακιώτες και Ανατολικορωμυλιώτες απόγονοί μας με το μαρτυρικό και εσταυρωμένο Οικουμενικό μας Πατριαρχείο, την Μητέρα μας Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Ειδικά δε για να καταδείξουμε το πόσο πιστά και αφοσιωμένα τέκνα του Οικουμενικού Πατριαρχείου υπήρξαν οι πρόγονοί μας, αναφέρω ενδεικτικά το παρακάτω ιστορικό γεγονός εκ του Μακεδονικού Αγώνος:
«Ο Έλληνας Πρόξενος στις Σέρρες Αντώνιος Σαχτούρης σε έκθεσή του προς το ΥΠΕΞ έγραφε ότι λίγες ημέρες μετά το θάνατο του Παύλου Μελά, σε χωριό ευρισκόμενο κοντά στο Καβακλί, οι σχιματικοί βουλγαροεξαρχικοί κομιτατζήδες σύναξαν στην πλατεία του χωρικούς και τους επέβαλαν να φωνάξουν: «Κάτω το Πατριαρχείο – Ζήτω η Βουλγαρική Εξαρχία». Όλοι παρέμειναν σιωπηλοί και ακίνητοι. Τότε σηκώθηκε ο γέροντας παπάς του χωριού και με αγέρωχη φωνή βροντοφώναξε: «Αδελφοί μου, εκατό φορές πεθαμένοι και πιστοί στο Πατριαρχείο μας, παρά ζωντανοί και προδότες του Πατριάρχου μας». Όλοι τους τουφεκίστηκαν, αλλά προδότες του Πατριαρχείου, της Μητέρας τους Εκκλησίας, δεν έγιναν. Το παράδειγμά τους ας μας καθοδηγεί…*
Τέλος αξίζει να αναφερθεί ότι ο αείμνηστος πάππος μου, Ιωάννης Σιδηράς του Θεολόγου, γεννηθείς το 1893 στην Κοινότητα Κρύα Βρύση της επαρχίας Σαράντα Εκκλησιών, απόφοιτος του Σχολαρχείου (εκτατάξια Σχολή Αρρένων) και του Ημιγυμνασίου Σαράντα Εκκλησιών, διασώζει στο προσωπικό του Ημερολόγιο ένα γνήσιο ανατολικοθρακιώτικο τραγούδι, το οποίο τραγουδούσαν οι νέοι το 1910. Το τραγούδι αυτό είναι το παρακάτω:
«Πότε θε νάρθει η άνοιξη
νάρθει το καλοκαίρι,
όπου ανθίζουν τα βουνά
και πρασινίζει ο κάμπος.
Να βάλω τα ποδήματα,
να βάλω τα τσαρούχια.
Να πάρω το τουφέκι μου,
να βάλω το σπαθί μου.
Να πάρω δίπλα τα βουνά,
της Στράντζας τα Μπαλκάνια.
Και να σφυρίξω κλέφτηκα,
να μαζωχτούν οι κλέφτες.
Να διώξω όλους τους εχθρούς
ελεύθερα να ζήσω.
Να δω ελληνικό φυτό
κι ύστερα ας πεθάνω».