Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors

Σαράντα Εκκλησιών Ανδρέας: Σε αγαστή ενότητα οι Εκκλησίες Κύπρου- Κωνσταντινουπόλεως

«Η εσχατολογική αντίληψη περί της Αποστολικής Διαδοχής μάς διαφυλάσσει από τους κινδύνους ενός ιστορισμού», τόνισε ο Μητροπολίτης Σαράντα Εκκλησιών κ. Ανδρέας, στο κήρυγμα του κατά τον Εσπερινό της μνήμης του Αποστόλου Βαρνάβα, ιδρυτή και προστάτη της Εκκλησίας Κύπρου.

«Η αγιωτάτη Εκκλησία της Κύπρου ακραιφνώς διεφύλαξε την αποστολικότητα αυτής ουχί μόνον ως ιστορικόν γεγονός λόγω της ιδρύσεώς της από τον Απόστολον Βαρνάβαν, αλλά και διότι εις τους αιώνας, παρά τας τραγικάς ενίοτε περιστάσεις, περιεκράτησε την αποστολικήν πίστιν και τας παραδόσεις της Εκκλησίας, πάντοτε εν αγαστή ενότητι μετά της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, ήτις προθύμως παρείχε τη αγιωτάτη Εκκλησία της Κύπρου την συνδρομήν και την αρωγήν αυτής εις τα ανακύπτοντα δυσεπίλυτα προβλήματα, ως μαρτυρούν τα διασωθέντα κείμενα, τόσον εις εποχάς μακρυνάς ως επί παραδείγματι κατά τους αιώνας της Λατινοκρατίας, αλλά και εις το πλέον πρόσφατον παρελθόν», επεσήμανε ο Μητροπολίτης Ανδρέας, ο οποίος εκπροσώπησε τον Οικουμενικό Πατριάρχη στην Θρονική Εορτή (10 και 11 Ιουνίου 2023) της Εκκλησίας Κύπρου.

Ο Σεβασμιώτατος επικαλέστηκε και το περιώνυμο σύγγραμμά του περί των Αρχείων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, του Αρχιμανδρίτη και μετέπειτα Μητροπολίτη Καισαρείας,  Καλλινίκου Δελικάνη.

Επίσης, ο κ. Ανδρέας τόνισε: «Το εκλεκτόν γεώργιον του Αποστόλου Βαρνάβα, η των Κυπρίων Εκκλησία, και εφέρετο ως πραγματική αδελφή Εκκλησία και συμπαρετάσσετο μετά της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως εις πάσαν περίστασιν, όπως και προσφάτως κατά την ανακήρυξιν του Αυτοκεφάλου καθεστώτος της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας».

Το κήρυγμα έγινε από τον Μητροπολίτη Ανδρέα κατά την χοροστασία του στον πανηγυρικό Εσπερινό στον Ιερό Ναό Αποστόλου Βαρνάβα Δασουπόλεως.

Παρατίθεται το πλήρες κείμενο του κηρύγματος του Μητροπολίτη Σαράντα Εκκλησιών Ανδρέα:

Πανοσιολογιώτατε Ἀρχιμανδρῖτα κ. Γεώργιε, Ἀρχιγραμματεῦ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου,

Εὐλαβεῖς πρεσβύτεροι, ἀγαπητοί ἀδελφοί,

«Πάλι μαρτύρων μνήμη, καὶ πάλιν ἑορτή, καὶ πανήγυρις πνευματική. Ἔκαμον ἐκεῖνοι, καὶ χαίρομεν ἡμεῖς∙ ἐπάλαισαν ἐκεῖνοι, καὶ ἡμεῖς ἀγαλλόμεθα∙ ἐκείνων ὁ στέφανος, καὶ κοινὸν τὸ κλέος, μᾶλλον δὲ τῆς Ἐκκλησίας ἁπάσης ἡ δόξα».

Ἀναφωνεῖ, πλήρης ἱεροῦ ἐνθουσιασμοῦ καί ἔμπλεος θείας εὐφροσύνης, ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὁ Πρῶτος τῆς Ἀποστολικῆς Καθέδρας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐπί τῇ ἑορτῇ τῶν Μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας. Καί εἶναι πράγματι τῆς Ἐκκλησίας γέρας ἄδυτον καί στέφανος τιμιώτατος καί δόξατῶν Μαρτύρων τό νέφος, πολλῷ μᾶλλον, ἡτοῦ Βαρνάβα σεβασμία μνήμη καί τοῦ «υἱοῦτῆς παρακλήσεως» ἡ πάμφωτος πανήγυρις, καθ’ ὅτι Μάρτυς οὗτος καί Ἀπόστολος καί «ἀνήρ ἀγαθός καί πλήρης Πνεύματος ἁγίουκαί πίστεως» (Πρ. 11, 24), καί τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου τό μέγα κλέος. Χαίρει, λοιπόν, καί σκιρτᾷ ἡ τῶν Κυπρίων ἐξάκουστος Ἐκκλησία, ἄγουσα τήν πανήγυριν τοῦ ἱδρυτοῦ καί προστάτου Αὐτῆς καί προοιωνίζεται ἡ φωταυγής αὕτη νῦξ τήν λαμπροφόρον αὔριον, ἡ ὁποῖα εἶναι  ἡμέρα περιφανῆς καί μεγάλη. Ἀγάλλεται ἡτοῦ Βαρνάβα ἐκλεκτή θυγάτηρ, ἡ Ἐκκλησία Κύπρου, ἀλλ’ ὅμως καί θρηνεῖ καὶ ὀδυνᾶται, ἐν κρυπτῷ καί ἐν ἡσυχίᾳ πολλῇ, διότι τά τέκνα αὐτῆς ἀπώλεσαν μαρτυρικῶς τάς ἀρχαίας καί προγονικάς αὐτῶν ἑστίας. Βεβαίως, ἡ ἁγιωτάτη Ἐκκλησία Κύπρου, ἐσυνέχισε τήν ἐκλογήν καί χειροτονίαν Ἀρχιερέων εἰς τάς καταλυθείσας Μητροπόλεις, οὐχί μόνον διά την διαποίμανσιν τῶν ἐναπομεινάντων ἐκεῖ, ἀλλά διότι, ὅπως ἔχει τονίσει ἡ Α. Θ. Π. ὁ προσκυνητός ἡμῶν Αὐθέντης καί Δεσπότης ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος, εἰς ἄλλην εὐκαιρίαν, «Οὐχίὡς πρᾶξιν ἐθιμικήν διά νά διατηροῦνται δίκην μουσειακοῦ ἐκθέματος και τεταριχευμένου πτώματος τίτλοι ἄνευ περιεχομένου καί οὐσίας, ὡς λέγουν τινές, ἀλλά διά νά μή λησμονοῦνται αἱ πατρίδες ἐκεῖναι διά τούς «Νεκρούς πού περιμένουν», κατά τήν ἔκφρασιν τῆς Διδοῦς Σωτηρίου∙ διά νά μή σβεσθῇ τό κερί τῆς ἐλπίδος∙ διά νά διατηρηθῇ ἀκοίμητος ἡ κανδήλα τῆς ὑπομονῆς, διά νά ἔλθῃ «πάλιμέ χρόνια μέ καιρούς» τό «νόστιμον ἧμαρ», εἰρηνικῶς καί ἀδελφικῶς, χωρίς πολέμους καί αἱματοχυσίας, ἀλλά διά τῆς ἀμοιβαίας καταλλαγῆς και ἀλληλοπεριχωρήσεως».

Αὐτήν τήν ἀδιάσπαστον καί ἀδιάστατον συνέχειαν διαφυλάσσει ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, καί πάσα ἄλλη τοπική ἀνά την Οἰκουμένην Ἐκκλησία βεβαίως, διά τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς, τῆς μετοχῆς, δηλαδή, εἰς τό χάρισμα καί τήν λειτουργίαν τῆς Ἀποστολικότητος. Καί δικαίως ἐγκαυχᾶται ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου ὅτι ἀνάγει τήν ἵδρυσίν της εἰς τόν Ἀπόστολον Βαρνάβαν, τόν ἀκόλουθον καί συνεργάτην τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου, ὅστις ἐθεμελίωσεν αὐτήν καί παρέδωκε την πίστιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καί ἐστήριξεν αὐτήν θαυματουργικῶς διά τῆς ἐμφανίσεως αὐτοῦ εἰς τόν Ἀρχιεπίσκοπον Σαλαμῖνος Ἀνθέμιον καί τήν ἀκόλουθον χορήγησιν τῆς Αὐτοκεφάλου περιωπῆς καί ἀξίας ἐκτῶν Πατέρων τῆς ἁγίας ἐν Ἐφέσῳ Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Προδήλως, ἡ Ἀποστολικὴ διαδοχή ἐνέχει μίαν ἱστορικήν διάστασιν3 καί δύναται νάτήν προσεγγίσῃ τίς μέ ὅρους μιᾶς ἱστορικῆςδιαδικασίας καί μεταβιβάσεως-μεταδόσεωςἑνός χαρίσματος, ἐξουσιῶν τινῶν ἤ καί μιᾶςἐξαιρέτου αὐθεντίας. Ταῦτα πάνταμεταδίδονται ὑπό τοῦ Κυρίου εἰς τούςἈποστόλους, καί ἐκ τῶν Ἀποστόλων εἰς πίστιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καί ἐστήριξεναὐτήν θαυματουργικῶς διά τῆς ἐμφανίσεωςαὐτοῦ εἰς τόν Ἀρχιεπίσκοπον ΣαλαμῖνοςἈνθέμιον καί τήν ἀκόλουθον χορήγησιντῆς Αὐτοκεφάλου περιωπῆς καί ἀξίας ἐκτῶν Πατέρων τῆς ἁγίας ἐν Ἐφέσῳ Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.Προδήλως, ἡ Ἀποστολικὴ διαδοχή ἐνέχει μίαν ἱστορικήν διάστασιν καί δύναται νάτήν προσεγγίσῃ τίς μέ ὅρους μιᾶς ἱστορικῆςδιαδικασίας καί μεταβιβάσεως-μεταδόσεωςἑνός χαρίσματος, ἐξουσιῶν τινῶν ἤ καί μιᾶςἐξαιρέτου αὐθεντίας. Ταῦτα πάνταμεταδίδονται ὑπό τοῦ Κυρίου εἰς τούςἈποστόλους, καί ἐκ τῶν Ἀποστόλων εἰς διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσαἐνετειλάμην ὑμῖν», (Μτ. 28, 19-20).

Ὁ ὑπερτονισμός τῆς ἱστορικῆςἀντιλήψεως ἐνέχει τόν κίνδυνον τῆς«παραδοσιοκρατίας», τῆς προσκολλήσεωςεἰς τό παρελθόν καί τήν ἄρνησινοἱασδήτινος ἀλλαγῆς, ἀλλά κυρίως τήνθεώρησιν τῆς Ἀποστολικότητος καί τῆςἈποστολικῆς Διαδοχῆς ὡς μηχανιστικῶν γεγονότων, ἔνθα ἡ Χάρις μεταδίδεται ὡς«μαγική» τις δύναμις διά τῆς ἐπιθέσεως τῶνχειρῶν ἀπό προσώπου εἰς πρόσωπον. Εἰςμίαν ἄκρως σχολαστικὴν θεώρησιν τῆςἘκκλησιολογίας, διά νά μή εἴπω ἠθικιστικήν ἤ καί προτεσταντικήν, ἡ Χάρις τῆς ἱερωσύνης καί, ὡς ἐκ τούτου, καί τῶνλοιπῶν Μυστηρίων, ἐλεπτολογήθησαν καί ὑπεβλήθησαν εἰς τήν βάσανον τῆς δῆθενἐγκυρότητος μέ τήν ἐπιστράτευσινἐπιχειρημάτων ἀπαδόντων εἰς τὴνπνευματικὴν φύσιν τοιούτων καταστάσεων.Οἱ ὑπέρμαχοι τῆς καινοφανοῦς τοιαύτης«Ἐκκλησιολογίας», προφανῶς, ἐκδέχονται τήν Ἐκκλησίαν μέ ὅρους μόνονἐνδοκοσμικοὺς καί ἱστορικούς, δηλαδή μέὅρους μόνον τῆς κτιστότητος,ἐγκλωβίζοντες τήν Ἐκκλησίαν ἐντόςστεγανῶν πλαισίων καί ἀγνοοῦντες ὅτι,κατά τόν θεῖον Μάξιμον τόν Ὁμολογητήν,«τοῦ σύμπαντος κόσμου τοῦ ἐξ ὁρατῶν και ἀοράτων οὐσιῶν ὑφεστῶτος, εἶναι τύπον καίεἰκόνα, τήν ἁγίαν τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίαν».

Ἀναμφιβόλως, ἡ ἱστορική ἐκδοχή τῆς Ἀποστολικότητος ἀποτελεῖ τήν μίαν ὄψιν τοῦ νομίσματος, κατά τό δή λεγόμενον, καί, ὡς ἤδη ἐλέχθη, τοιαύτη μονομερής θέασις τῶν πραγμάτων δύναται νά ὁδηγήσῃ εἰς ἐπικινδύνους ἀτραπούς. Δίχως ὅμως νά ἐκτρεπώμεθα εἰς μίαν διχοστασίαν, δυνάμεθα νά προσδώσωμεν εἰς τήν ἀποστολικήν λειτουργίαν καί Διαδοχήν μετα-ἱστορικήν, ἤτοι ἐσχατολογικὴν διάστασιν, κατά τήν ὁποίαν ἀσφαλῶς τάπρόσωπα τῶν Ἀποστόλων διατηροῦν τόν καίριον καί ἀναντικατάστατον ρόλον των, ἀλλά εἰς μίαν προοπτικήν ἐσχατολογικήν, τοῦτ’ ἔστιν ἐξεικονισμοῦ τῶν Ἐσχάτων εἰςτό παρόν. Ἀπό τήν ἐκδοχήν τῶν Ἀποστόλων-ἀπεσταλμένων ἀνά τήν Οἰκουμένην, εἰς τήν ἐσχατολογικήν ὀπτικήν Οὗτοι νοοῦνται ὡς ἕνα ἀδιαίρετον σύνολον-Σύνοδον, ἥτις δέν ἀκολουθεῖ, ἀλλά περιβάλλει τόν Χριστόν. Συνεπῶς, οἱ Ἀπόστολοι «δέν ἀντιπροσωπεύουν ἕναν σύνδεσμο μεταξύ τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας σέ μία ἱστορικὴ διαδικασία, ἀλλά εἶναι τά θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας σέ μία μυστηριακή παρουσία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐδῶ καί τώρα», καθώς λέγει ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Περγάμου κυρός Ἰωάννης.

Τοιαύτη ἐκδοχή τῆς ἀποστολικῆςλειτουργίας, δηλαδή μιᾶς εὐχαριστιοκεντρικῆς προοπτικῆς, τόσον οἰκείας ἄλλωστε ἀπό τήν διδασκαλίαν τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, μεταθέτει τήν βάσιν τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς ἀπότήν ἀλληλουχίαν τῶν προσώπων εἰς τήν συνέχειαν τῶν Κοινοτήτων καί τῶν Ἐκκλησιῶν. Τό κέντρον βάρους, εἰς αὐτήντήν προσέγγισιν, μετατίθεται ἀπό τόπαρελθόν καί τήν, τρόπον τινά, κληρονομικήν μεταβίβασιν τῆς χάριτος ἤτῆς δυνάμεως ἤ τῆς ἐξουσίας εἰς την προσδοκίαν τῆς ἐλεύσεως τῶν Ἐσχάτων εἰςτό παρόν. Ἡ ἀποστολική λειτουργία εἶναι σύμφυτος μέ τόν Ἐσχατολογικόν Χριστόν,τόν Ἀναστάντα δηλαδή, ὅστις εὑρίσκεται διαρκῶς παρών διά τοῦ Πνεύματος κατάτήν ἐπαγγελίαν Αὐτοῦ «ἰδού ἐγώ μεθ’ ὑμῶνεἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείαςτοῦ αἰῶνος», (Μτ. 28, 20).

Ἡ ἐσχατολογική αὕτη ἀντίληψις περί τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς μᾶς διαφυλάσσει ἀπό τούς κινδύνους ἑνός ἱστορισμοῦ, καθώς «τό πνεῦμα ὅπου θέλειπνεῖ, καί τήν φωνήν αὐτοῦ ἀκούεις, ἀλλ’ οὐκοἶδας πόθεν ἔρχεται καί ποῦ ὑπάγει», (Ἰω. 3,8). Ἡ ἔλευσις τῆς πραγματικότητος τῶν Ἐσχάτων ἐντός τῆς ἱστορίας μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό τήν ἐξάρτησιν μιᾶς γραμμικῆς καί ἄρα μηχανιστικῆς ἐκφάνσεως τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς καί ἄρα ἀπὀ τήν παρελθοντολογίαν, ἀφοῦ ἐνΧριστῷ, διά τοῦ Πνεύματος, ὅλα εἶναι διαρκῶς παρόντα. Εἰς αὐτήν τήνἀκατανόητον προοπτικήν καί διάστασιν ἡἘκκλησία ἠμπορεῖ νά ἀποκαθιστᾷ καί νά ἀναπληροῖ «ἀναδρομικῶς» τά ἐλλείποντα καί νά θεραπεύῃ τά ἀσθενῆ.

Ἡ ἁγιωτάτη Ἐκκλησία τῆς Κύπρου ἀκραιφνῶς διεφύλαξε τήν ἀποστολικότητα αὐτῆς οὐχί μόνον ὡς ἱστορικόν γεγονός λόγῳ τῆς ἱδρύσεώς της ἀπό τόν Ἀπόστολον Βαρνάβαν, ἀλλά καί διότι εἰς τούς αἰώνας, παρά τάς τραγικάς ἐνίοτε περιστάσεις, περιεκράτησε τήν ἀποστολικήν πίστιν καί τάς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας, πάντοτε ἐνἀγαστῇ ἑνότητι μετά τῆς ΜεγάληςἘκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἥτιςπροθύμως παρεῖχε τῇ ἁγιωτάτῃ Ἐκκλησίατῆς Κύπρου τήν συνδρομήν καί τήν ἀρωγήν αὐτῆς εἰς τὰ ἀνακύπτοντα δυσεπίλυτα προβλήματα, ὡς μαρτυροῦν τά διασωθέντα κείμενα, τόσον εἰς ἐποχάς μακρυνάς ὡς ἐπί παραδείγματι κατά τούς αἰώνας τῆςΛατινοκρατίας, ἀλλά καί εἰς τό πλέον πρόσφατον παρελθόν. Λέγει χαρακτηριστικῶς εἰς τό περιώνυμον σύγγραμμά του περί τῶν Ἀρχείων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὁ Ἀρχιμανδρίτης καί μετέπειταΜητροπολίτης Καισαρείας, ὁ πολύςΚαλλίνικος Δελικάνης: «ἐάν οἱ ΠατριάρχαιΚωνσταντινουπόλεως δέν ἐμερίμνωνσυνεχῶς ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας τῶν Κυπρίωνκαί ἰδίᾳ ἀπό τῆς καταλύσεως τῆς Ἐνετοκρατίας καί καθ’ ὅλον τόν ΙΖ’ καί ΙΗ’αἰῶνα, εἶναι πλέον ἤ πιθανόν ὅτι… ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου θά εἶχεν ὑποκύψει κατά πᾶσαν πιθανότητα εἰς τόν μοιραῖον νόμον τῆς παρακμῆς ἴσως δέ καί ἀποσυνθέσεως». Παρά τήν δεινήν θέσιν τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου, οὐδέποτε ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία ἠθέλησε νά καθυποτάξῃ αὐτήν, σεβομένη ἀπολύτως τήν ἰδιαιτέραν ἀξίαντῆς Ἐκκλησίας Κύπρου καί τό ἀρχαιόθεναὐτοκέφαλον αὐτῆς, τοὐναντίον ἰδιαζόντως ἐτιμᾶτο ἡ Ἐκκλησία τῶν Κυπρίων καί ὁ Προκαθήμενός της. Μάλιστα δέ, καί πάλινκατά τήν μαρτυρίαν τοῦ ΚαλλινίκουΔελικάνη: «οἱ Πατριάρχαι Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου, ὁσάκις παρῆσαν ἐνΚωνσταντινουπόλει, πάντοτε ἐκαλοῦντο ἐνταῖς Συνοδικαῖς συνεδριάσεσι καί συμμετεῖχον τῶν συζητήσεων και συναπεφαίνονται καί συνυπέγραφον, συνῳδάτῇ κρατούσῃ ἀρχαίᾳ παραδόσει».

Αὐτήν τήν κηδεμονικήν μέριμναν τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας ᾐσθάνετο πάντα τόἐκλεκτόν γεώργιον τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα, ἡ τῶν Κυπρίων Ἐκκλησία, καί ἐφέρετο ὡς πραγματική ἀδελφή Ἐκκλησία καί συμπαρετάσσετο μετά τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως εἰς πᾶσαν περίστασιν, ὅπως καί προσφάτως κατά τήνἀνακήρυξιν τοῦ Αὐτοκεφάλου καθεστῶτος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας. Αὐτήν τήν εὐγνώμονα εὐχαριστίαν τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ὡς ἐκπροσώπου τοῦ Πρώτου Αὐτῆς, τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου κομίζω εἰς τήν γεραράν Μακαριότητα τόν Ἀρχιεπίσκοπον Νέας Ἰουστινιανῆς καί πάσης Κύπρου κ. Γεώργιον καί ἐν τῷ προσώπῳ Αὐτῆς εἰςἅπασαν τήν κατά Κύπρον τιμίανἹεραρχίαν, τόν εὐαγῆ κλῆρον καί τόνφιλόχριστον καί φιλογενῆ λαόν, καί ἐπί τῇεὐκαρίᾳ τῆς μνήμης τοῦ ἈποστόλουΒαρνάβα καί τῆς Θρονικῆς Ἑορτῆς εὔχομαι ἐκ βαθέων νά μαρτυρῇ πάντοτε ἡ ἘκκλησίαΚύπρου αὐτήν τήν ἀλήθειαν, τῆςπροσηλώσεως ἐν τῇ σταθηρᾷ καί ἀκλινεῖ ὁδῷ τῆς ἀποστολικῆς ἀκριβείας.

Ἔτη πολλά καί εὐλογημένα!

Πηγή: ageliaforos.com