Η καταστροφή των Ψαρών – Σαν σήμερα ξεκίνησε η πολιορκία του νησιού
Συμπληρώνονται αυτές τις ημέρες 199 χρόνια από τα τραγικά γεγονότα που συνέβησαν στη νήσο Ψαρά, τρία χρόνια μετά από το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης, τα οποία έμειναν στην ιστορία ως «καταστροφή των Ψαρών».
Η σφαγή χιλιάδων ανθρώπων και η ολοσχερής καταστροφή που υπέστησαν τα ηρωικά Ψαρά, περιγράφονται με τον πλέον παραστατικό τρόπο από τον Εθνικό μας ποιητή, Διονύσιο Σολωμό:
Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
Περπατώντας η Δόξα μονάχη
Μελετά τα λαμπρά παλικάρια
Και στην κόμη στεφάνι φορεί
Γεναμένο από λίγα χορτάρια
Που είχαν μείνει στην έρημη γη.
Τα ιστορικά γεγονότα
Τα Ψαρά ήταν μια από τις πρώτες νησιωτικές περιοχές που είχαν επαναστατήσει το 1821 κατά των Οθωμανών, ακολουθώντας το παράδειγμα της ηπειρωτικής Ελλάδας. Ήταν στις 10 Απριλίου του 1821 όταν οι Ψαριανοί ξεσηκώθηκαν και, στη συνέχεια, με τα πλοία τους συμμετείχαν σε επαναστατικές κινήσεις και κατέγραψαν διαδοχικές επιτυχίες απέναντι στον οθωμανικό στόλο.
Τρία χρόνια αργότερα κι ενώ οι επιτυχίες των Ψαριανών είχαν εξοργίσει τον Σουλτάνο, δίδεται εντολή στις δυνάμεις των Οθωμανών να στραφούν εναντίον του μικρού αιγαιοπελαγίτικου νησιού. Παρόλο που τα σχέδια αυτά είχαν γίνει εγκαίρως αντιληπτά, η συνδρομή της ελληνικής κυβέρνησης δεν έφτασε ποτέ στο νησί, αν και ειδοποιήθηκε προς τούτο. Η αδράνεια αυτή λειτούργησε καταλυτικά για τραγικές εξελίξεις που επήλθαν στη συνέχεια.
Αρχής γενομένης από τις 16 Ιουνίου 1824, οθωμανικά πλοία αρχίζουν να προσεγγίζουν τον νησί με σκοπό την κατασκόπευση. Την περίοδο εκεί στα Ψαρά βρίσκονταν 7.000 ντόπιοι και 23.000 πρόσφυγες από τη Χίο, τη Μικρά Ασία και αλλού, ενώ οι στρατιωτικές δυνάμεις έφταναν τις 3.000 1.300 Ψαριανοί, 700 πάροικοι και 1.027 Μακεδόνες και Θεσσαλοί υπό τον Ιωάννη Τσόντζα που είχαν πάει για να ενισχύσουν την άμυνα του νησιού). Οι Ψαριανοί είχαν κάνει οχυρώσεις στις ακτές τις οποίες πίστευαν ότι θα χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι για να αποβιβασθούν. Στις 8 Ιουνίου είχαν συγκεντρωθεί οι παράγοντες του νησιού και είχαν αποφασίσει να πολεμήσουν στη ξηρά. Για τον λόγο αυτό μετέφεραν τα κανόνια από τα πλοία τους σε διάφορα σημεία στη στεριά και αφαίρεσαν τα πηδάλια των πλοίων, για να εμποδίσουν όσους τυχόν θα ήθελαν να φύγουν.
Στις 18 Ιουνίου οι Ψαριανοί αρνήθηκαν την πρόταση του ναυάρχου Χοσρέφ, που τους μετέφερε ο πλοίαρχος ενός γαλλικού πολεμικού, να εγκαταλείψουν το νησί και να εγκατασταθούν αλλού. Δυο μέρες αργότερα, στις 20 Ιουνίου, ο οθωμανικός στόλος, που αποτελούνταν από τουλάχιστον 235 πλοία – ή κατ’ άλλες πηγές από 180 ή 200 πλοία – προσέγγισε τα Ψαρά από το Σιγρί της Λέσβου. Την ημέρα αυτή ξεκίνησαν τα πλήγματα από τα κανόνια των πλοίων εναντίον των κανονιών των Ψαριανών στον όρμο Κάναλο, στα βόρεια του νησιού. Κατόπιν, τα στρατεύματα των Οθωμανών προσπάθησαν ανεπιτυχώς να αποβιβαστούν στο σημείο, ενώ η προσπάθεια απόβασης επαναλήφθηκε τα ξημερώματα της 21ης Ιουνίου – πάλι χωρίς επιτυχία.
Στη συνέχεια, τα τουρκικά στρατεύματα κατευθύνθηκαν προς τα νότια των Ψαρών και μπήκαν στη Χώρα, όπου άρχισαν να σφάζουν τους άμαχους που βρίσκονταν εκεί. Ο πρόξενος της Ρωσίας στα Ψαρά, Γ. Κομνηνός, συγκέντρωσε στο σπίτι του αρκετά γυναικόπαιδα και ύψωσε τη ρωσική σημαία, προκειμένου να αποτρέψει τους Τούρκους να μπουν, κάτι όμως που δεν αποφεύχθηκε και ο ίδιος σκοτώθηκε.
Πολλοί άμαχοι προσπάθησαν να διαφύγουν με πλοιάρια, όμως αρκετά από αυτά, λόγω του βάρους, ανατράπηκαν, με αποτέλεσμα οι επιβαίνοντες να πνιγούν. Γυναίκες με τα παιδιά τους στην αγκαλιά έπεσαν στη θάλασσα και πνίγηκαν για να μη τις πιάσουν αιχμάλωτες. Άλλες πήραν τα όπλα και πολέμησαν μέχρι τέλους, ενώ αρκετές κατέφυγαν στο λόφο του Παλιόκαστρου, όπου υπήρχαν πυροβολεία και Έλληνες στρατιώτες.
Στο Παλαιόκαστρο, που βρισκόταν νοτιοδυτικά της Χώρας, οι Έλληνες είχαν χτίσει ένα φρούριο με τείχος πέντε μέτρων γύρω από δύο εκκλησίες, ενώ είχαν κατασκευάσει και δύο πυριτιδαποθήκες. Τα οθωμανικά πλοία άρχισαν να πλήττουν το φρούριο με τα κανόνια τους και οι αμυνόμενοι απάντησαν. Τελικά, οι Έλληνες κατάφεραν να κατεβάσουν από το φρούριο όσα γυναικόπαιδα μπόρεσαν και τα επιβίβασαν στο πλοίο του Αναγν. Τζώρτζη, που ήταν αγκυροβολημένο κάτω από το Παλαιόκαστρο. Μέσα στο φρούριο έμειναν 85 Ψαριανοί και 45 Θεσσαλομακεδόνες με τους οπλαρχηγούς Ράδο και Άγγελο, ενώ αργότερα έφτασαν και άλλοι 20 στρατιώτες από άλλα μέρη, καθώς και άγνωστος αριθμός γυναικών και παιδιών. Οι στρατιωτικοί αποφάσισαν να πολεμήσουν μέχρι τέλους, ενώ τα γυναικόπαιδα μεταφέρθηκαν στη μεγάλη πυριτιδαποθήκη, την οποία ανατίναξε το απόγευμα της 22ας Ιουνίου, όταν οι Οθωμανοί στρατιώτες κατέλαβαν το φρούριο, ο Αντώνιος Βρατσάνος, γιός του Δημητρίου Βρατσάνου. Τη δεύτερη πυριτιδαποθήκη ανατίναξε ο αρχιφύλακας του κανονιοστασίου Σιδέρης.
Παράλληλα με την επίθεση στο φρούριο του Παλαιόκαστρου, Οθωμανοί οι στρατιώτες έκαναν έφοδο στις νησίδες Άγιος Νικόλαος και Δασκαλιό, στα δυτικά των Ψαρών, όπου βρίσκονταν Έλληνες στρατιώτες. Οι Τούρκοι χρειάστηκαν πέντε μέρες μέχρι να καταφέρουν να αποβιβαστούν στις νησίδες, καθώς συνάντησαν μεγάλη αντίσταση. Όταν πάτησαν στις νησίδες, κατάφεραν να πιάσουν ορισμένους αιχμαλώτους, τους οποίους θέλησαν να χρησιμοποιήσουν για να πείσουν όσους συνέχιζαν να πολεμούν να παραδοθούν. Όταν τελικά ένας δέχτηκε και κινήθηκε προς όσους συνέχιζαν την άμυνα, σκοτώθηκε με έναν πυροβολισμό από τον οπλαρχηγό Νάνο και στη συνέχεια οι οπλαρχηγοί Μαμούνης και Βελισσάριος ανατίναξαν την πυρίτιδα.
Ο απολογισμός
Από τους 7.000 Ψαριανούς κατάφεραν να γλυτώσουν από τις σφαγές περίπου 3.600, ενώ από τους 25.000 πρόσφυγες που είχαν βρει καταφύγιο στο νησί, γλύτωσαν οι 10.000. Ο ναύαρχος Χοσρέφ έστειλε δώρο στο Σουλτάνο τα κεφάλια πολλών Ελλήνων, καθώς και 1.200 κομμένα αυτιά και τις σημαίες του νησιού. Αφού άφησε στα Ψαρά μερικά πλοία και 600 Αλβανούς, πήγε στη Μυτιλήνη για να γιορτάσει το Μπαϊράμι.
Οι διασωθέντες Ψαριανοί κατευθύνθηκαν αρχικά σε διάφορα νησιά του Αιγαίου: στη Σκύρο, την Άνδρο, την Τήνο, τη Μύκονο, την Πάρο, την Κέα, τη Σύρο και τις Σπέτσες, ενώ ένα γαλλικό πλοίο μετέφερε 156 Έλληνες στο Ναύπλιο. Οι περισσότεροι από τους διασωθέντες κατέφυγαν στις Σπέτσες και εκεί προχώρησαν στη σύσταση ενός πενταμελούς οργάνου, της Επιτροπής των Ψαριανών, που αντικατέστησε τη Βουλή των Ψαριανών και αναγνωρίστηκε de facto από την ελληνική κυβέρνηση. Οι Ψαριανοί ζήτησαν βοήθεια για να καταφέρουν να επιβιώσουν και η ελληνική κυβέρνηση τους έστειλε 1.000 κοιλά σιτάρι (σύμφωνα με το Η’ Ψήφισμα του Καποδίστρια της 3ης Φεβρουαρίου 1828, 1 τόνος ισούταν με 40 κοιλά). Επίσης, ζήτησαν όσα από τα πλοία τους είχαν διασωθεί να ενταχθούν στον εθνικό στόλο. Τελικά, εντάχθηκαν 10 από τα 16 πολεμικά πλοία και 5 από τα 7 πυρπολικά. Τέλος, ζήτησαν από την ελληνική κυβέρνηση να τους βοηθήσει να επιστρέψουν στο νησί τους, αλλά γι’ αυτό η κυβέρνηση δεν έκανε τίποτα.
Σύντομα οι Ψαριανοί εγκατέλειψαν τις Σπέτσες, καθώς δεν τους επετράπη να εγκατασταθούν μόνιμα εκεί. Τον Ιούλιο του 1824 εγκαταστάθηκαν προσωρινά στο φρούριο της Μονεμβασιάς, ύστερα από άδεια της ελληνικής κυβέρνησης, και τα πλοία τους ενώθηκαν με τον ελληνικό στόλο. Στις 29 Ιουλίου ζήτησαν από το Βουλευτικό να εξαγοράσει ψαριανές οικογένειες για τις οποίες υπήρχαν πληροφορίες ότι βρίσκονταν στη Σμύρνη, τη Χίο κ.ά., αλλά η Κυβέρνηση έστειλε ένα πολύ μικρό ποσό, μόλις 10.000 γρόσια. Σύντομα στη Μονεμβασιά έπεσε θανατηφόρα ασθένεια και τελικά πολλοί Ψαριανοί εγκατέλειψαν το φρούριο και πήγαν στη Σύρο, τη Τήνο και τη Μύκονο. Στη Σύρο εγκαταστάθηκαν σε μια συνοικία που ονομάστηκε Ψαριανά, όπου δημιούργησαν εργαστήρια επισκευής πλοίων. Από τα δημοτολόγια του Δήμου Ερμούπολης προκύπτει ότι το 1824 ήταν εγκαταστημένες στη Σύρο 274 οικογένειες Ψαριανών, δηλαδή 700-800 άτομα. Το Δεκέμβριο του 1824 Ψαριανοί εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά, όμως οι Αθηναίοι αν και στην αρχή τους είχαν δεχτεί, αργότερα αντέδρασαν. Αρκετοί Ψαριανοί στράφηκαν στη πειρατεία, αλλά ύστερα από την έντονη διαμαρτυρία του διοικητή της αγγλικής πολεμικής μοίρας στο Αιγαίο, η Επιτροπή των Ψαρών κατέστρεψε στο λιμάνι της Αίγινας ψαριανά πειρατικά, ενώ αργότερα κατέστρεψε πειρατικά με τη συνδρομή του τακτικού στρατού και με τη σύμπραξη των Γάλλων.
Το 1826 οι Ψαριανοί απευθύνθηκαν με υπόμνημα στο βασιλιά της Γαλλίας Κάρολο Ι’ και ζήτησαν να τους παραχωρηθεί λιμάνι και ανάλογη έκταση στη Κορσική για να εγκατασταθούν. Το 1827 ζήτησαν από την ελληνική κυβέρνηση να εγκατασταθούν στην Εύβοια, όταν θα απελευθερωνόταν. Τέσσερα χρόνια αργότερα ζήτησαν να εγκατασταθούν στην Ερέτρια, αίτημα που έγινε δεκτό. Τελικά, οι Ψαριανοί εποίκισαν το 1847 την Ερέτρια που ονομάστηκε Νέα Ψαρά.