Ως αμνός άμωμος επί σφαγήν ήχθη: Οικουμενικός Πατριάρχης Άγιος Γρηγόριος Ε’ (+10 Απριλίου 1821)
Με τις ακόμη νωπές δάφνες και μυρτιές και με αμάραντα ρόδα και βάγια της Μεγαλοβδομάδος εκείνου του Απριλίου του σωτηρίου έτους 1821, με την εντός του πανσέπτου Πατριαρχικού Ναού του Αγίου Γεωργίου του Μεγαλομάρτυρος και Τροπαιοφόρου ευωδία από τα μύρα και το αναστάσιμο θυμίαμα να πιστοποιεί την εκ του μνημείου έγερση του Πρωτοτόκου των νεκρών Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, και με το αίμα και το σώμα του Αναστάντος Χριστού ακόμη στα χείλη και στο στόμα, ίσταται αγέρωχος και απτόητος καίτοι νεκρός επί του ικριώματος της αγχόνης στην κεντρική Πύλη των Πατριαρχείων, ο Μέγας νεκρός των Πανορθοδόξων Ηγούμενος, Οικουμενικός Πατριάρχης Άγιος Γρηγόριος Ε΄, ο οποίος διά του μαρτυρικού αυτού θανάτου κατέστη αιώνιο σύμβολο αυτοθυσίας και κενωτικής αγάπης υπέρ του Γένους και της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ώστε μετά από διακόσια ένα έτη από το Χριστομίμητο μαρτύριό του η παραμένουσα εισέτι εσφραγισμένη Πύλη των Πατριαρχείων να αποτελεί της αθανάτου Ρωμιοσύνης το καύχημα και της Εθνικής Παλιγγενεσίας το προπύργιο.
Είναι συγκλονιστικοί και αποτελούν αδιάψευστο ιστορικό τεκμήριο οι προ της καθαιρέσεως από την Υψηλή Πύλη και προ του μαρτυρίου της αγχόνης λόγοι του εθνοϊερομάρτυρος Πατριάρχου, ο οποίος στις επίμονες προτροπές των «Φιλικών» και των ξένων πρεσβευτών να παραιτηθεί της Πατριαρχίας, να φύγει και να σωθεί, απαντούσε: «Ο μισθωτός και ουκ ων ποιμήν φεύγει. Γεννηθήτω το θέλημα του Κυρίου». Προς δε τους «Φιλικούς», οι οποίοι επέμεναν να τον φυγαδεύσουν μυστικώς, εκείνος ως Εθνάρχης και Γενάρχης: «Εγνώριζεν… την ύπαρξιν της Φιλικής Εταιρείας και μυστικώς προσηύχετο και ηυλόγει τας προσπάθειας αυτής υπέρ απελευθερώσεως του δούλου γένους… Χρεωστούμεν έλεγε να ποιμάνωμεν καλώς τα ποίμνιά μας, και χρείας τυχούσης να κάμωμεν όπως ο Ιησούς δι’ ημάς, διά να μας σώση (εννοών και την θυσίαν της ζωής των ακόμη)».
Απευθυνόμενος πατρικώς προς τον Μουρούζη: «Σωθείτε σεις έλεγεν… διότι έχετε και ηλικίαν και ικανότητα και θέσιν κοινωνικήν να υπηρετήσητε την πατρίδα. Μη προτρέπετε όμως εμέ εις φυγήν. Μάχαιρα θα διέλθη τας ρύμας της Κωνσταντινουπόλεως και των λοιπών πόλεων των χριστιανικών επαρχιών. Μου ζητείτε, μεταμφιεζόμενος να καταφύγω εις πλοίον ή να σωθώ εν τω οίκω οιουδήποτε φίλου πρέσβεως διά ν’ ακούσω πώς εις τας οδούς οι δήμιοι κατακρεουργούσι τον χηρεύσαντα λαόν. Όχι είμαι Πατριάρχης διά να σώσω το Έθνος και όχι διά να ωθήσω αυτό εις αγρίαν καταστροφήν. Ο θάνατός μου ίσως επιφέρη μεγαλειτέραν ωφέλειαν παρ’ όσην η ζωή μου. Οι ξένοι Χριστιανοί ηγεμόνες δεν δύνανται παρά να εκπλαγώσιν επί τω αδίκω θανάτω μου και δεν θα παρέλθωσιν ίσως αδιάφοροι προ της ύβρεως, ην εν τω προσώπω μου θα υποστή η πίστις του Χριστού. Και οι Έλληνες, οι άνδρες των όπλων θα μάχωνται μετά μεγαλειτέρας μανίας, όπερ συχνάκις δωρείται την νίκην. Θα εκδικήσωσι τον θάνατόν μου. Αναμένετε μεθ’ υπομονής, ό,τι και αν συμβή. Δεν θα θελήσω όμως ποτέ να γίνω χλεύασμα των ζώντων. Δεν θ’ ανεχθώ ώστε εις τας οδούς της Οδησσού, της Κερκύρας ή της Αγκώνος διερχόμενον να με δακτυλοδεικτώσι λέγοντες: «Ιδού ο φονεύς Πατριάρχης». Αν δε το Έθνος μας σωθή και θριαμβεύση, είμαι πεπεισμένος ότι θα μοι αποδώση θυμίαμα επαίνου και τιμήν, διότι εξεπλήρωσα το καθήκον μου. Τετάρτην φοράν δεν θα υπάγω εις τον Άθωνα. Δεν θέλω».
Ανάλογη υπήρξε η απάντησή του και προς τον Παπαρρηγόπουλο: «Πηγαίνετε εις την ευχήν μου και μη σκέπτεσθε εμένα. Το τέλος μου απεφασίσθη από τον Θεόν και θα γίνη το θέλημά του». Το μεγαλείο της ψυχής του αγίου ανδρός αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο μέσα από τους κατ’ ιδίαν λόγους του και προς τον μετέπειτα μαρτυρήσαντα Μητροπολίτη Δέρκων: «Και εγώ ως κεφαλή του Έθνους, και υμείς η Σύνοδος, οφείλομεν ν’ αποθάνωμεν διά την κοινήν σωτηρίαν. Ο θάνατος ημών θα δώση δικαίωμα εις την χριστιανωσύνην να υπερασπίση το Έθνος εναντίον του Τυράννου. Αλλ’ αν υπάγωμεν ημείς να ενθαρρύνωμεν την επανάστασιν, τότε θα δικαιώσωμεν τον Σουλτάνον, αποφασίσαντα να εξολοθρεύση το Έθνος».
Οι Μεγάλες ώρες του επί του εν Φαναρίω Γολγοθά μαρτυρίου αυτού εγράφησαν ανεξίτηλα στις αψευδείς δέλτους της απροσωπολήπτου ιστορίας αλλά κυρίως και διαχρονικώς στις καρδίες τόσο των Πανελλήνων όσο και των Πανορθοδόξων, οι οποίοι μέχρι και σήμερα και έως συντελείας των αιώνων εν απολύτω βεβαιότητι γόνυ κλίνοντες στην εσφραγισμένη Πύλη των Πατριαρχείων, νοερώς βιώνουν ότι προσκυνούν αυτόν τούτον τον εν Πατριάρχαις άμωμο και άδολο αμνό, ο οποίος ουδέ προς στιγμήν εσκέφθη να εγκαταλείψει το ποίμνιο αυτού προκειμένου να σωθεί, αλλά ως αληθής Ποιμήν και Πατήρ επί σφαγήν ήχθη και κατέστη Μεγαλόμαρτυς και Ιερομάρτυς της Μητρός Ορθοδόξου Εκκλησίας πρεσβεύων ες αεί υπέρ της Εκκλησίας και του Γένους.
Τα γενόμενα κατ’ εκείνες τις Μεγάλες ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδος και της Κυριακής του Πάσχα του σωτηρίου έτους 1821, ενός Πάσχα που μας αναγάγει νοερώς στο σταυρικό Πάσχα του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, όταν άπασα η Κωνσταντινούπολη είχε μεταβληθεί σε ένα απέραντο σφαγείο σε βάρος των Ορθοδόξων Ρωμιών κατ’ εντολήν του αιμοβόρου και αιμοσταγούς μισέλληνος Σουλτάνου Μαχμούτ του Β΄, και κυρίως τα τραγικά και φρικτά συμβάντα κατά το Μέγα Σάββατο και την Κυριακή του Πάσχα, ήτοι την 9η και 10η Απριλίου του 1821, κατέγραψε και διέσωσε στις ιστορικές σελίδες του εν έτει 1860 εκδοθέντος πονήματός του και ο Σπυρίδων Τρικούπης, ο οποίος αναφερόμενος στον μαρτυρικό θάνατο του Οικουμενικού Πατριάρχου Αγίου Γρηγορίου του Ε΄, γράφει εκτενώς τα κάτωθι: «Την δε 9, ήτοι το μέγα Σάββατον, απεκεφάλισε (εννοεί την Υψηλή Πύλη) δύο εφημερίους της Μεγάλης Εκκλησίας (εννοεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο) φύλακας της δομνίτσης Ευφροσύνης Μουρούζη φυγούσης. Την δε εσπέραν της αυτής ημέρας διεσκορπίσθησαν καθ’ όλην την ενορίαν του Πατριαρχείου, εντός και εκτός του Φαναρίου, πεντακισχίλιοι ωπλισμένοι γενίτσαροι μηδενός ειδότος την αιτίαν. Οι γενίτσαροι περιεφέροντο όλην την νύκτα εις τα οδούς του Φαναρίου μέχρι της ενορίας του Αγίου Δημητρίου της Ξυλόπορτας και του Μπαλατά μηδένα ενοχλούντες. Προς δε το μεσονύκτιον έκραξεν ο κράκτης της Εκκλησίας, και οι Χριστιανοί, αν και έμφοβοι, συνήλθαν ακωλύτως και ανενοχλήτως διά μέσου του πλήθους των γενιτσάρων εις την Εκκλησίαν του Πατριαρχείου. Ελειτούργησεν ο Πατριάρχης μετά των δώδεκα αρχιερέων κατά την συνήθειαν, και, απολύσεως γενομένης, ανεχώρησαν όλοι εις τα ίδια ως και άλλοτε ανενόχλητοι.
Ο Πατριάρχης διέταξε να τον εισάξωσιν εις το ιδιαίτερον δωμάτιόν του, αλλ’ ο Αριστάρχης απεκρίθη, ότι επροτίμα να εισαχθή κατ’ ευθείαν εις το συνοδικόν, όπου και εισήχθη. Εισήχθη μετ’ ολίγην ώραν εις το συνοδικόν και τις Οθωμανός γραμματεύς του Ρεήζ-Εφέντη, και μετ’ αυτόν εισήλθε και ο Πατριάρχης εις έντευξίν των. Αφ’ ου δε εχαιρετήθησαν και εκάθησαν και οι τρεις, ο μέγας διερμηνεύς είπεν, ότι ο γραμματεύς έφερε φιρμάνι και είχε διαταγήν να το αναγνώση αυθωρεί επί παρουσία των αρχιερέων, των προυχόντων και των αρχηγών των συντεχνιών.
Ο Πατριάρχης διέταξε να συνέλθωσιν οι ρηθέντες, και εις επήκοον των συνελθόντων ενεγνώσθη το φιρμάνι λέγον, «Επειδή ο Πατριάρχης Γρηγόριος εφάνη ανάξιος του πατριαρχικού θρόνου, αχάριστος και άπιστος προς την Πύλην και ραδιούργος γίνεται έκπτωτος της θέσεώς του, και τω προσδιορίζεται διαμονή το Καδδίκιοϊ μέχρι δευτέρας διαταγής». Μετά δε την ανάγνωσιν συνοδευόμενος ο Πατριάρχης υπό του Νικηφόρου του πιστού του Αρχιδιακόνου, απήχθη, παρά την φράσιν του φιρμανίου και κατά διαταγήν ως φαίνεται μυστικήν, εις το δεσμωτήριον του Μποσταντσήμπαση….
Διήρκει η περί ης ο λόγος τελετή, ότε εξήχθη της φυλακής ο Γρηγόριος, όστις νοήσας εκ τινων σημείων ότι ήγγιζεν η ώρα του θανάτου του, προητοιμάζετο αδιαλείπτως προσευχόμενος. Εμβάς δε εις πλοιάριον απεβιβάσθη εις το παράλιον του Φαναρίου. Εκεί ατενίσας εις τον ουρανόν, όπου έμελλε ν’ αναβή μετ’ ολίγον, έκαμε τον σταυρόν του, εγονάτισε, και έκλινε την… κεφαλήν του υπό την μάχαιραν του δημίου, αλλ’ ο δήμιος τον ανήγειρεν ειπών αυτώ να τον ακολουθήση, διότι δεν ήτον εκείνος ο τόπος της ποινής του. Οδεύοντες εκείθεν έφθασαν εις τα Πατριαρχεία. Εκεί ο δήμιος τον εκρέμασε προσευχόμενον από του ανωφλίου της μεγάλης πύλης μετά την μεσημβρίαν της Κυριακής του Πάσχα, ώστε καθ’ ην ώραν εφήμιζαν άνωθεν του Πατριαρχείου και επολυχρόνουν τον νέον Πατριάρχην οι… ψάλλοντες το εις πολλά έτη δέσποτα, εκρέματο κάτωθεν ως ληστής και κακούργος ο προκάτοχος αυτού, όστις προ ολίγων ωρών προσφέρων την αναίμακτον θυσίαν υπέρ των του λαού αγνοημάτων, ευλόγει τους πιστούς ασπαζομένους εν ευλαβεία και κατανύξει την εν τοις αγίοις των αγίων αγιασθείσαν και αγιάζουσαν δεξιάν του.
Αι τελευταίαι στιγμαί του Γρηγορίου εφάνησαν στιγμαί ακραιφνούς πίστεως και ανεξικακίας, οποίας προετοιμάζει ακηλίδωτος συνείδησις, αγαθοποιός καρδία, παράβλεψις της προσκαίρου ζωής και προσδοκία της μελλούσης. Το δε επί του λειψάνου έγγραφον της καταδίκης έλεγε τας αιτίας δι’ ας εκρίθη άξιος θανάτου… ».
Αλλ’ ο άπιστος Πατριάρχης των Ελλήνων, ο δώσας άλλοτε δείγματα της εις την Υψηλήν Πύλην αφοσιώσεώς του, αδύνατον να θεωρηθή αλλότριος των στάσεων του έθνους του, ας διάφοροι κακότροποι και αναίσθητοι, παρασυρόμενοι υπό χιμαιρικών και διαβολικών ελπίδων, διήγειραν. Και το χρέος του ήτο να διδάξη τους απλούς, ότι το τόλμημα ήτο μάταιον και ατελεσφόρητον, διότι τα κακά διαβούλια δεν είναι δυνατόν ποτέ να ευδοκιμήσωσι κατά της μωαμεθανικής εξουσίας και θρησκείας, αίτινες έλαβαν ύπαρξιν θεόθεν προ υπερχιλίων ετών, και θα διατηρηθούν μέχρι της συντελείας του αιώνος καθώς μας βεβαιούν αι αποκαλύψεις και τα θαύματα. Αλλ’ εξ αιτίας της διαφθοράς της καρδίας του, όχι μόνον δεν ειδοποίησεν ουδ’ επαίδευσε τους απατηθέντας, αλλά καθ’ όλα τα φαινόμενα ήτο και αυτός, ως αρχηγός, μυστικός συμμέτοχος της επαναστάσεως, και αδύνατον να μη αφανισθή και πέση εις την οργήν του Θεού όλον σχεδόν το έθνος των Ελλήνων, αν και εν αυτώ είναι και πολλοί αθώοι.
Καθ’ ον καιρόν εγνώσθη η αποστασία, η Υψηλή Πύλη, συμπάθειαν λαβούσα προ τους αθλίους ραγιάδας της, ησχολήθη να επεναφέρη τους πλανηθέντας διά της γλυκύτητος εις την οδόν της σωτηρίας, και επί τω σκοπώ τούτω εξέδωκε πρόσταγμα διατάττουσα και συμβουλεύουσα τον Πατριάρχην τα δέοντα, και προσκαλούσα αυτόν ν’ αφορίση όλους τους αποστατήσαντας ραγιάδας όπου και αν ήσαν. Αλλ’, αντί να δαμάση τους αποστάτας και δώση πρώτος το παράδειγμα της εις τα καθήκοντα επιστροφής των, ο άπιστος ούτος έγεινεν ο πρωταίτιος όλων των αναφυεισών ταραχών. Είμεθα πληροφορημένοι ότι εγεννήθη εν Πελοποννήσω, και ότι είναι συνένοχος όλων των αταξιών όσας οι αποπλανηθέντες ραγιάδες έπραξαν κατά την επαρχίαν Καλαβρύτων. Ούτος λοιπόν είναι ο αίτιος του θεία βοηθεία επικειμένου παντελούς αφανισμού των αποπλανηθέντων ραγιάδων.
Επειδή πανταχόθεν εβεβαιώθημεν περί της προδοσίας του όχι μόνον εις βλάβην της Υψηλής Πύλης, αλλά και εις όλεθρον αυτού του έθνους του, ανάγκη ήτο να λείψη ο άνθρωπος ούτος από του προσώπου της γης, και διά τούτο εκρεμάσθη προς σωφρονισμόν των άλλων».
Ο απαγχονισμός λοιπόν του Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄ ενίσχυσε την αγωνιστική θέληση των οπλαρχηγών του Αγώνα του 1821 και των παλικαριών τους, οι οποίοι αγωνίσθηκαν για να εκδικηθούν και να ελευθερώσουν την υπόδουλη πατρίδα. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικοί οι κατά την περίοδο της επαναστάσεως στίχοι: «Κτυπάτε πολέμαρχοι, μη λησμονείτε το σχοινί, παιδιά του Πατριάρχου», στους οποίους, όπως τονίζει ο Δ. Φωτιάδης, επιβεβαιώνεται ότι: «η αγχόνη που πήρε τη ζωή του (Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄) αντί να απελπίση το αγωνιζόμενο έθνος, αντίθετα χαλύβδωνε την απόφασή του να ζήση ελεύθερο ή να πεθάνη».
Αναφερόμενος ο Σπυρίδων Τρικούπης στα όσα επηκολούθησαν μετά τον φρικτό απαγχονισμό του μεγαλομάρτυρος Οικουμενικού Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄, γράφει τα κάτωθι: «Επί ταύταις ταις αιτίαις εξετελέσθη η καταπλήξασα και καταταράξασα τον χριστιανικόν όλον κόσμον μιαιοφονία του αρχηγού της Ανατολικής Εκκλησίας το εβδομηκοστόν έτος διανύοντος.
Τούτου δε γενομένου, ανεχώρησαν εκ των Πατριαρχείων ο μέγας διερμηνεύς, ο γραμματεύς και οι λοιποί. Το δε δειλινόν της αυτής ημέρας ο Μπεντερλή-Αλήπασας, ο προ ολίγου διορισθείς αρχιβεζίρης, διέβη διά του Φαναρίου μεθ’ ενός μόνου υπασπιστού, και εκάθησε πέντ’ εξ λεπτά αντίκρυ του κρεμαμένου Πατριάρχου, θεωρών αυτόν και λαλών προς τον υπασπιστήν του. Διέβη εκείθεν μετά μίαν ώραν παρενδεδυμένος και ο σουλτάνος και έρριψε και αυτός το βλέμμα επί τον Πατριάρχην. Τρεις ημέρας έμεινε το λείψανον κρεμάμενον, την δε τετάρτην το καθείλεν ο αγχονιστής επί σκοπώ να το ρίψη εις την θάλασσαν, διότι οι κατά διαταγήν της εξουσίας κρεμάμενοι ή αποκεφαλιζόμενοι δεν αξιούνται ταφής.
Ήλθαν τότε προς τον αγχονιστήν Εβραίοι και λαβόντες την άδειάν του, κατά τινας δε και φιλοδωρήσαντες αυτόν, έδεσαν τους πόδας του λειψάνου, το έσυραν από των πατριαρχείων μέχρι του αιγιαλού του Φαναρίου χλευάζοντες και βλασφημούντες, και το έρριψαν εις την θάλασσαν εγχειρίσαντες το σχοινίον τω αγχονιστή, αναμένοντι εν πλοιαρίω. Απομακρυνθείς ούτος της ξηράς σύρων και το επί της θαλάσσης λείψανον, και φθάσας εν μέσω του κερατίου κόλπου μεταξύ Φαναρίου και ναυστάθμου απήρτησεν από του λειψάνου πέτραν εις καταποντισμόν του, αλλά το λείψανον δεν συγκατεποντίσθη, διότι δεν ήτον η πέτρα ικανώς βαρεία. Επέστρεψε τότε ο αγχονιστής εις την ξηράν, και λαβών άλλας δύο πέτρας επανήλθεν όπου εκυματίζετο το λέιψανον, προσεπισυνέδεσε και αυτάς, το ελόγχευσε δις και τρις εις απορρόφησιν νερού, και ούτω κατεβυθίσθη…».
Το φρικτό ικρίωμα της αγχόνης και το «σχοινί» του Πατριάρχου, ο οποίος θυσιάστηκε υπέρ πίστεως και πατρίδος, γενόμενος μέσα στους αιώνες το ακατάλυτο «σύμβολο» της αδούλωτης Ρωμιοσύνης, ο μέγας εθνοϊερομάρτυρας του Γένους, όπως ήταν φυσικό, συνεκλόνισε τον Ελληνισμό και αναστάτωσε τους χριστιανικούς λαούς της Ευρώπης, και ιδίως την Ρωσία, επηρεάζοντας καταλυτικά τη σχέση τους με την Υψηλή Πύλη. Τα αισθήματα των χριστιανικών λαών απέναντι στο μαρτύριο του εθνοϊερομάρτυρος Πατριάρχου μπορούμε να τα καταλάβουμε και μέσα από τους στίχους του κορυφαίου «Ύμνου εις την Ελευθερίαν:
«Κειές τες δάφνες, που εσκορπίστε/ τώρα πλέον δεν τες πατεί,/ και το χέρι, όπου εφιλήστε,/ πλέον, α! πλέον δεν ευλογεί.// Όλοι κλαύστε, αποθαμένος/ ο αρχηγός της Εκκλησιάς/ κλαύστε, κλαύστε, κρεμασμένος/ ωσάν να τανε φονιάς.// Έχει ολάνοιχτο το στόμα/ π’ ώρες πρώτα είχε γευθή/ τ’ Άγιον Αίμα, τ’ Άγιον Σώμα/ λες πως θε να ξαναβγή// η κατάρα που είχε αφίση/ λίγο πριν να αδικηθή/ εις οποίον δεν πολεμήση,/ και ημπορεί να πολεμή.// Την ακούω, βροντάει, δεν παύει/ εις το πέλαγος, εις την γη,/ και μουγκρίζοντας ανάβει/ την αιώνιαν αστραπή.».
Ο πολύς Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος αναφερόμενος στην τιμή που απέδωσε το νεοσύστατο ελληνικό κράτος στον εθνοϊερομάρτυρα Άγιο Γρηγόριο Ε΄ αναγνωρίζοντας την «υπέρ όλου του έθνους αφοσίωσί» του, η οποία έφθασε στην υπέρτατη θυσία και αυτής ακόμη της ζωής του, γράφει χαρακτηριστικά: «πώς να μη ανακαλέσω εις την μνήμην της παρούσης γενεάς την τελευταίαν εκατόμβην (δηλ. του 1821), ην ο κλήρος ημών έθυσεν υπέρ πίστεως και πατρίδος; Πρώτον εν αυτή έπεσεν ο Οικουμενικός εκείνος Πατριάρχης, του οποίου την εικόνα έστησεν η ευλαβής ευγνωμοσύνη της παρούσης γενεάς παρά τα Προπύλαια του Εθνικού Πανεπιστημίου, ως οικονόμον και φρουρόν πάσης πνευματικής του έθνους επιδόσεως. Ο Γρηγόριος Ε΄ είχε άμα μεν την καρτερίαν του μάρτυρος, άμα δε την του κυβερνήτου δεξιότητα και όσον περί τα έσχατα της ζωής εμαραίνετο εν αυτώ η της διανοίας δύναμις και η του σώματος ρώμη, επί τοσούτον εκρατύνετο η υπέρ του όλου έθνους αφοσίωσις».
Το ανεξάλειπτον της αξίας της υπέρτατης του εθνοϊερομάρτυρος Οικουμενικού Πατριάρχου αγίου Γρηγορίου Ε΄ υπέρ της ελευθερίας και σωτηρίας του Γένους υπογραμμίζει ο ιστορικός και πολιτικός Σπυρίδων Τρικούπης, ο οποίος ομιλών ενώπιον της Βουλής των Ελλήνων στις 3 Αυγούστου του 1864, έλεγε: «Απατώνται, κύριοι, μεγάλην απάτην, όσοι νομίζουσιν ότι εν τω συντάγματι της 3ης Σεπτεμβρίου εγράφη το πρώτον η ανεξαρτησία. Η ανεξαρτησία εγράφη το 1821. Και θέλετε να σας είπω ποίαν ημέραν; Εγράφη κατά την ημέραν, καθ’ ην ο μέγας Ποιμενάρχης των Ορθοδόξων λαών, εξερχόμενος από τα άγια των αγίων εκρεμάσθη αγιάζων και αγιαζόμενος και τρώγων ακόμη τον άγιον άρτον και πίνων ακόμη το αίμα του Κυρίου. Εκείνην την ημέραν εγράφη το δόγμα της ανεξαρτησίας. Και θέλετε να σας είπω πού εγράφη; Εν ταις καρδίαις σας. Και διά ποίας ύλης εγράφη; Διά του αίματος του Γρηγορίου. Τοιαύτη γράφη, κύριοι, αδύνατον ποτέ να εξαλειφθεί».