Αρχιμανδρίτες Νικόλαος Παπανικολάου και Χαράλαμπος Απροικίδης
Κατά τη διάρκεια των ιστορικών ερευνών μας που αφορούν αποκλειστικά την ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ανεγνώσαμε πολλές φορές τα ονόματα δύο Πρωτοσυγκέλλων, οι οποίοι επί σειρά ετών υπηρέτησαν και διακόνησαν στην Μητρόπολη Μαρωνείας κατά τον προηγούμενο αιώνα. Έτσι στο παρόν άρθρο μας αναφερόμεθα στους δύο αυτούς, αγνώστους και λησμονημένους, Aρχιμανδρίτες, οι οποίοι με τον βίο και την εν γένει εκκλησιαστική και εθνική δράση τους προσέφεραν μέγιστες υπηρεσίες στον ελληνορθόδοξο λαό της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας.
Οι δύο αυτοί Πρωτοσύγκελλοι είναι ο Αρχιμανδρίτης Νικόλαος Παπανικολάου και ο Αρχιμανδρίτης Χαράλαμπος Απροικίδης.
Πρωτοσύγκελλος Μαρωνείας Αρχιμανδρίτης Νικόλαος Παπανικολάου
Ο αείμνηστος Αρχιμανδρίτης Νικόλαος Παπανικολάου εγεννήθη το σωτήριον έτος 1883 στην πόλη της Σιατίστης, στην Μακεδονία. Μετά την αποφοίτησή του από το Τραπάντζειο ημιγυμνάσιο της Σιατίστης, εισήχθη στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης, εκ της οποίας μετά από τριετή φοίτηση αναγκάσθηκε να αποσυρθεί λόγω σοβαράς ασθενείας του. Μετά δε την ανάρρωσή του εχειροτονήθη διάκονος υπό του Μητροπολίτου Γρεβενών Αγαθαγγέλου, στον μητροπολιτικό ναό των Γρεβενών.
Στη συνέχεια μετέβη στην Κωνσταντινούπολη για συνέχιση των θεολογικών του σπουδών, μετά το πέρας των οποίων προσελήφθη υπό του τότε Μητροπολίτου Μαρωνείας, Θάσου και Σαμοθράκης Νικολάου Σακκόπουλου (1902-1914) (βλ. του γράφοντος Μεταπτυχιακή Διατριβή και περιοδικό «Ενδοχώρα» τευχ. 85 (2003). Πλησίον του Μητροπολίτου Μαρωνείας Νικολάου υπηρέτησε αρχικώς ως Αρχιδιάκονος και εν συνεχεία απεστάλη ως Επίτροπός του στη νήσο Θάσο, η οποία τότε υπήγετο στην Μητρόπολη
Μαρωνείας, όπου διέμεινε επί δύο έτη.
Ο Μαρωνείας Νικόλαος επειδή αντελήφθη αμέσως τις διοικητικές ικανότητες και το ζήλο του νεαρού τότε Νικολάου τον προσεκάλεσε στην έδρα της Μητροπόλεως Μαρωνείας, στην Γκιουμουλτζίνα, και τον διόρισε Γενικό Αρχιερατικό Επίτροπο και στην συνέχεια Πρωτοσύγκελλο της Μητροπόλεως Μαρωνείας.
Στη θέση αυτή ο Αρχιμανδρίτης Νικόλαος παρέμεινε και υπηρέτησε επί οκτώ συναπτά έτη, από το 1906 έως και το έτος 1914. Κατά την διετία 1912-1914, όταν ο Μητροπολίτης Νικόλαος ευρίσκετο στο Φανάρι της Κωνσταντινουπόλεως ως συνοδικός, ο Πρωτοσύγκελλος Νικόλαος υπήρξε ένας δεύτερος δεσπότης για τον λαό του νομού Ροδόπης, αφού αντιμετώπισε με κάθε δυναμισμό, θάρρος και τόλμη, τους Βουλγάρους εξαρχικούς, οι οποίοι είχαν καταλάβει την Δυτική Θράκη.
Σε έγγραφο του προσωπικού μας αρχείου υπάρχει η περιγραφή του παρακάτω γεγονότος. Επειδή την περίοδο που οι Βούλγαροι κατακτητές είχαν εγκατασταθεί στην Τσανάκλειο Σχολή, η οποία χρησίμευε τότε ως επισκοπικό μέγαρο, στον δεύτερο όροφό της, αφού ακόμη κατεσκευάζετο το νέο Επισκοπείο (πρόκειται για το κτίριο της σημερινής Λέσχης που επωλήθη το έτος 1959 από τον τότε Μητροπολίτη Μαρωνείας Τιμόθεο προκειμένου να εξασφαλισθεί το ποσό για την ανέγερση του σημερινού Επισκοπείου Μαρωνείας κατά το έτος 1962), ο Πρωτοσύγκελλος Νικόλαος αντέδρασε άμεσα και δυναμικά προκειμένου να απομακρυνθούν από το κτίριο και να επιτρέψουν την λειτουργία των γραφείων της Μητροπόλεως. Το αποτέλεσμα ήταν να κακοποιηθεί βάναυσα και χωρίς κανένα σεβασμό όχι μόνο από τους Βούλγαρους στρατιώτες, αλλά και από τον ανώτατο Βούλγαρο στρατιωτικό διοικητή, που είχε την έδρα του στην Γκιουμουλτζίνα και είχε εγκατασταθεί στην Τσανάκλειο Σχολή.
Ο Πρωτοσύγκελλος Νικόλαος έγραψε αμέσως επιστολή, τόσο προς τον τότε Οικουμενικό Πατριάρχη Γερμανό Ε΄ (1913 – 1918), όσο και προς τον πνευματικό του γέροντα, Μητροπολίτη Μαρωνείας Νικόλαο, ο οποίος είχε εγκατασταθεί στο Φανάρι ως μέλος της Ιεράς Πατριαρχικής Συνόδου. Στην επιστολή του εκείνη ο Αρχιμανδρίτης ανέφερε όχι μόνο τα προσωπικά του πάθη, αλλά και την καταστροφή στην πυρά από τους Βουλγάρους σπανίων κωδίκων, βιβλίων και μητροπολιτικών πρωτοκόλλων. Συγχρόνως περιέγραφε τις κλοπές αμφίων, βιβλίων, κωδίκων της μητροπολιτικής αλληλογραφίας, ιερών εικόνων και ιερών σκευών (Ευαγγέλια, δισκοπότηρα κ.ά.).
Κατά την 26η Ιουνίου του 1913 οι Βούλγαροι στρατιώτες συνέλαβαν τον Πρωτοσύγκελλο Νικόλαο μαζί με άλλους 17 προύχοντες και προκρίτους της Κομοτηνής, τους οποίους μετέφεραν στον σιδηροδρομικό σταθμό, απ’ όπου με τρένα τους οδήγησαν στην Αδριανούπολη και απ’ εκεί στο εσωτερικό της Βουλγαρίας. Ο Νικόλαος κατάφερε να σωθεί και να φθάσει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, ύστερα από τις επίπονες προσπάθειες του πνευματικού του πατρός, Μητροπολίτου Μαρωνείας Νικολάου. Τούτο συνέβη ύστερα από ένα έτος, το 1914.
Όταν στη συνέχεια ο Μητροπολίτης Μαρωνείας Νικόλαος προήχθη, κατά το έτος 1914, στην Πρωτόθρονη Μητρόπολη Καισάρειας, ακολούθησε αυτόν και ο Αρχιμανδρίτης Νικόλαος. Εκεί, στην Καισάρεια, ο Μητροπολίτης Νικόλαος εξέλεξε τον Πρωτοσύγκελλο Νικόλαο στη θέση του βοηθού Επισκόπου υπό τον τίτλο του «Νεαπόλεως» (1917) και τον είχε πλησίον του, προκειμένου να τον βοηθά στην διοίκηση της τεράστιας Μητροπόλεως Καισαρείας.
Στην παραπάνω θέση ο Νικόλαος παρέμεινε μέχρι τον Φεβρουάριο του 1921, οπότε εξεδιώχθη υπό τον Κεμάλ Μουσταφά Πασά και μετά από μυρίους κινδύνους, οδοιπορίες, ύβρεις και προπηλακισμούς από τους Τούρκους έφθασε στην Κωνσταντινούπολη και απ’ εκεί στην Μακεδονία.
Στα τέλη του 1921 διορίσθηκε τοποτηρητής της χηρευούσης τότε Ιεράς Μητροπόλεως Σιδηροκάστρου, όπου επί τρία συναπτά έτη ανέπτυξε σημαντική εκκλησιαστική και εθνική δράση.
Την 13η Μαρτίου του 1924 η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον μετέθεσε στην Ιερά Μητρόπολη Γρεβενών, την οποία εποίμανε επί εννέα συναπτά έτη, μέχρι τα τέλη του έτους 1933, οπότε και εκοιμήθη.
Πρέπει να αναφέρουμε ότι από το 1929 μέχρι και το θάνατό του, ανετέθη τιμητικώς στον ίδιο η διαποίμανση και της τέως επαρχίας Μετσόβου, η οποία έκτοτε υπάγεται στην Ιερά Μητρόπολη Ιωαννίνων.
Ο Νικόλαος εκοιμήθη πολύ νέος, ήταν μόλις 50 ετών, αλλά οι επανειλημμένες κακουχίες είχαν αφήσει τα ίχνη τους στον οργανισμό του και μετά από τρίμηνη μάχη με την καρδιακή και νεφρική ανεπάρκεια, νοσηλευόμενος στην Θεσσαλονίκη, υπέκυψε. Η εξόδιος ακολουθία εψάλη στο ναό Της Του Θεού Σοφίας Θεσσαλονίκης, όπου χοροστάτησε ο αείμνηστος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος Αλεξιάδης (1912-1951), ως εκπρόσωπος και της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ο αείμνηστος Μητροπολίτης Νικόλαος ετάφη στο κοιμητήριο της Ευαγγελίστριας Θεσσαλονίκης.
Πρωτοσύγκελλος Μαρωνείας Αρχιμανδρίτης Χαράλαμπος Απροικίδης
Ο δεύτερος, άγνωστος στους περισσοτέρους, Πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας είναι ο αείμνηστος Αρχιμανδρίτης Χαράλαμπος Απροικίδης. Ο γενναίος αυτός κληρικός κατήγετο από το Ορτάκιοϊ της Βιθυνίας. Εγεννήθη το έτος 1884, εσπούδασε στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης, εχειροτονήθη διάκονος και κατά το 1909 πρεσβύτερος υπό του τότε μεγίστου Μητροπολίτου Νικαίας Βασιλείου (μετέπειτα Οικουμενικού Πατριάρχου). Στην συνέχεια ετοποθετήθη στην ιδιαιτέρα πατρίδα του, όπου έδρασε με αυτοθυσία και αυταπάρνηση.
Αργότερα, ο Μητροπολίτης Νικαίας Βασίλειος εκάλεσε τον τότε νεαρό Πρεσβύτερο Χαράλαμπο και του ανέθεσε την αρχιερατική επιτροπεία της μητροπολιτικής περιφερείας του Ορτάκιοϊ της Βιθυνίας.
Τόση δε ήταν η κατά το 1916 – 1920 αναπτυχθείσα θρησκευτική και εθνική του δράση, ώστε άρχισαν οι Τούρκοι να τον μισούν και προσπαθούσαν να βρουν αφορμή για να τον δολοφονήσουν. Η αποβίβαση των ελληνικών στρατευμάτων στην Ιωνία διήγειρε τον εθνικό του ενθουσιασμό, ώστε οι Τούρκοι τον συνέλαβαν αμέσως και τον οδήγησαν δέσμιο στις φυλακές του Εσκί – Σεχίρ, όπου κατεδικάσθη υπό του στρατοδικείου εις θάνατον με την βαρύτατη κατηγορία της συμμετοχής του σε αντεθνικές και υπονομευτικές ενέργειες σε βάρος του τουρκικού έθνους. Με τις έντονες όμως παρεμβάσεις των Ελλήνων προκρίτων του Εσκί – Σεχίρ και των Τούρκων φίλων του, οι οποίοι κατέβαλαν μεγάλο χρηματικό ποσό, απεφεύχθη ο θάνατος του πρεσβυτέρου Χαραλάμπους.
Σα να μην έφθαναν όμως οι σκληρές και πικρές δοκιμασίες του ήλθε την ίδια περίοδο ο θάνατος της πρεσβυτέρας του και των τριών παιδιών του που τους κατέσφαξαν οι άτακτοι ένοπλοι Τούρκοι (Τσέτες) του Κεμάλ.
Όταν ο ελληνικός στρατός το 1921 έφθασε στο Εσκί – Σεχίρ, ο πατήρ Χαράλαμπος ανέλαβε και πάλι έντονη εθνική δράση. Τότε ο Μητροπολίτης Αγκύρας και μετέπειτα Αλεξανδρουπόλεως Γερβάσιος τοποθέτησε τον π. Χαράλαμπο ως Αρχιερατικό Επίτροπο στην Κιουτάχεια, όπου υπηρέτησε μέχρι και την μικρασιατική καταστροφή (1922).
Στην συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Ιερά Μητρόπολη Ξάνθης, όπου ο τότε Μητροπολίτης Πολύκαρπος προήγαγε αυτόν σε Αρχιμανδρίτη. Από το 1925 εγκατεστάθη στην Κομοτηνή, όπου ο αείμνηστος και σοφός Μητροπολίτης Μαρωνείας και Θάσου Άνθιμος Σαρρίδης (1922 – 1938) τον τοποθέτησε αρχικά στο ναό του Αγίου Γεωργίου και στην συνέχεια στον Μητροπολιτικό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Παναγία).
Επειδή όμως ο μακαριστός Μητροπολίτης Μαρωνείας Άνθιμος γρήγορα εξετίμησε τις ικανότητες, την καλλιέργεια και την ακεραιότητα του χαρακτήρος του Αρχιμανδρίτου Χαραλάμπους, διόρισε αυτόν στη θέση του Γενικού Αρχιερατικού Επιτρόπου της Μητροπόλεως Μαρωνείας. Αμέσως μάλιστα ο Αρχιμανδρίτης Χαράλαμπος επέδειξε τις διοικητικές του ικανότητες στις υποθέσεις της Μητροπόλεως και γι’ αυτό ο Μαρωνείας Άνθιμος τον προήγαγε στη θέση του Πρωτοσυγκέλλου, όπου παρέμεινε μέχρι τον θάνατο του Μητροπολίτου Ανθίμου (1938). Δεν γνωρίζουμε πότε εκοιμήθη και που ετάφη. Το μόνον που έχουμε στο προσωπικό μας αρχείο είναι μια φωτογραφία, στην οποία εικονίζεται ο πατήρ Χαράλαμπος ως Πρωτοσύγκελλος πλησίον του Μητροπολίτου Μαρωνείας Ανθίμου και απέναντι του εθνάρχου Ελ. Βενιζέλου κατά την ημέρα της θέσεως του θεμελίου λίθου του ναού της Του Θεού Σοφίας Κομοτηνής (6 Μαΐου 1930). Το παρόν άρθρο μας ας είναι η ελάχιστη προσφορά μνήμης και τιμής των δύο αυτών κληρικών, που δυστυχώς παραμένουν άγνωστοι στον τόπο μας αν και τόσα προσέφεραν στους Θρακιώτες του περασμένου αιώνος.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
–Ιωάννου Ελ. Σιδηρά, Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου Νικόλαος Σακκόπουλος και η εποχή του (1862- 1927), Θεσσαλονίκη 2001.
–Του ιδίου, Περιοδικό «Ενδοχώρα», τεύχος 82 (2003).