«Ἀντί στεφάνου» πρός τόν Μητροπολίτη Περγάμου Ἰωάννη, ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Αὐστραλίας Μακάριο
Ὀ ἐμβληματικός Ἱεράρχης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί σεβάσμιος ἀδελφός καί συλλειτουργός, κορυφαῖος θεολόγος τῆς ἐποχῆς μας καί διαπρεπής ἀκαδημαϊκός διδάσκαλος, Μητροπολίτης Γέρων Περγάμου κυρός Ἰωάννης (ὁ Ζηζιούλας), πορεύεται ἤδη ἐκ τῶν παρόντων καί λυπηρῶν πρός τά αἰώνια καί θυμηδῆ, ἀναμένων τή Μέλλουσα Βασιλεία καί τά Ἔσχατα, ἀλήθειες πρός τίς ὁποῖες ἦταν πάντοτε προσανατολισμένη ἡ θεολογική του σκέψη, ἀφοῦ κατά τά γραφόμενά του: «ἡ ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὑπόστασή της, ἡ ὀντολογία της εἶναι Ἐσχατολογική»[1]. Καί πῶς θά μποροῦσε, ἄλλωστε, νά εἶναι διαφορετικά, ἀφοῦ ὁ μακαριστός Ἱεράρχης σέ ὅλη του τή ζωή, μέ ἀπαράμιλλη συνέπεια καί πιστότητα, παρέμεινε ἐκκλησιοκεντρικός, δίχως ἐκπτώσεις καί παραχωρήσεις στά θεμελιώδη ἐκκλησιολογικά πιστεύματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Μέ ρωμάλεα, πρωτότυπη καί βαθιά σκέψη, φιλοσοφικό στοχασμό, στέρεη γνώση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας καί τῆς θεολογίας τῶν Πατέρων, ὁ ἀοίδιμος Γέροντας Μητροπολίτης Ἰωάννης ἔδωσε νέα καί δυναμική πνοή στήν Ὀρθόδοξη Θεολογία, συνέβαλε μοναδικά στή διάλυση συνδρόμων ἐνδορθόδοξης ἐσωστρέφειας ἀλλά καί στήν ἀλλαγή τῆς εἰκόνας τῆς ὀρθοδόξου Παραδόσεως στό παγκόσμιο θεολογικό γίγνεσθαι. Συνάμα, στό πρόσωπο τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία τοῦ 20ου καί τοῦ 21ου αἰῶνος συνάντησε τήν ἁρμονική σύνθεση τῆς σκέψης τῶν Πατέρων μέ τίς σύγχρονες θεολογικές τάσεις, ἀλλά καί τά αἰτήματα τοῦ μετανεωτερικοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἀναζητοῦσε ἀπαντήσεις, πού μέσα ἀπό τίς παραδοσιοκρατικές νόρμες ἀδυνατοῦσε νά βρεῖ.
Τό ἔργο τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου ἔχει τύχει εὐρύτατης ἀποδοχῆς καί μελέτης, μέ ἕνα πλῆθος βιβλίων καί διατριβῶν νά ἔχουν παραχθεῖ ἀπό τή μελέτη του, τόσο ἀπό ὁμόδοξους ὅσο καί ἀπό ἑτερόδοξους θεολόγους, δεῖγμα καί αὐτό τῆς τεράστιας σπουδαιότητάς του. Ἡ ἀποτίμηση τοῦ περιεχομένου, τοῦ εὔρους καί τῆς ποιότητας τῆς θεολογικῆς παραγωγῆς τοῦ κεκοιμημένου Ἱεράρχου εἶναι ἕνα ἐγχείρημα, πού θά ἀπασχολήσει ἐντατικά τόν θεολόγο τοῦ μέλλοντος, ὁ ὁποῖος ἀπό τήν ἀσφάλεια τῆς χρονικῆς ἀπόστασης θά ἀποκρυσταλλώσει τά συμπεράσματά του. Ἕνα ὅμως, εἶναι τό θεμελιῶδες καί συστατικό χαρακτηριστικό τῆς θεολογίας τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου, ὅπως ἔχει ἄλλωστε ἐπισημάνει καί ἡ Α. Θ. Π. ὁ Οἰκουμενικός μας Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος: «εἶναι ἐκκλησιαστικὴ θεολογία, ἡ ὁποία συνδυάζει τὴν παραδοσιακότητα πρὸς τὴν ἐπικαιρότητα»[2].
Ὁ μακαριστός Ἱεράρχης εἴτε διαλέγεται καί θεολογεῖ περί τοῦ δόγματος, εἴτε περί τῆς Εὐχαριστίας καί τῶν Μυστηρίων, εἴτε περί Συνόδων καί Κανόνων, εἴτε περί τοῦ Ἐπισκόπου, εἴτε περί τοῦ προσώπου, εἴτε περί τῆς Κτίσεως καί τοῦ ἀνθρώπου, τό κάνει πάντοτε ἐντός τῶν ἐκκλησιαστικῶν πλαισίων, διότι ἡ Ἐκκλησία συνιστᾶ καί περιέχει τό ὅλον. Ἡ θεολογία τοῦ ἀοιδίμου Ἱεράρχου δέν εἶναι μιά θεολογία νοησιαρχική, ἀτομική – οὔτε κἄν προσωπική θά τολμοῦσα νά πῶ – ἀλλά μιά θεολογία ἡ ὁποία κυοφορεῖται, ἐκπορεύεται καί γεννᾶται μέσα στήν Εὐχαριστία καί ἀπό τήν Εὐχαριστία, ὡς τήν κατ᾽ ἐξοχήν ταυτοτική πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας καί τόν ἀρτιότερο εἰκονολογικό ἀντικατοπτρισμό τῆς Μέλλουσας Βασιλείας, γι᾽ αὐτό καί παραμένει πάντοτε θεολογία ἐκκλησιαστική, δηλαδή αὐθεντικά ὀρθόδοξη. Ὁ Περγάμου Ἰωάννης εἶχε πνευματικό περιεχόμενο καί γι᾽ αὐτό ἄλλωστε κατάφερε σέ ὅλη τήν πορεία τῆς ζωῆς του νά κρατήσει μία θεολογική καί ἐκκλησιαστική σταθερότητα καί πιστότητα, σημαντικό στοιχεῖο πρός μίμηση γιά τούς σύγχρονους τοῦ ἱεροῦ καταλόγου, τῶν ὁποίων τά ἔσχατα – πολλάκις – ἀποδεικνύουν τήν πνευματική τους ἀνεπάρκεια.
Ἡ Μήτηρ, Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία, τό πάνσεπτο Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο θρηνεῖ τήν ἀπώλεια ἑνός ἐκ τῶν ἐπιφανεστέρων Ἱεραρχῶν του καί ἑνός φλογεροῦ ὑπερασπιστή τῶν ἀπαραγράπτων ἱεροκανονικῶν Του δικαίων, ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία θρηνεῖ τόν Πρύτανη τῶν θεολόγων καί «ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι» (Α’ Θεσ. 4, 15) τόν σοφό διδάσκαλο καί σεβάσμιο ἀδελφό Ἱεράρχη.
Αἰωνία αὐτοῦ ἡ μνήμη!!!
[1] Μητρ. Περγάμου Ἰωάννου, Εὐχαριστίας Ἐξεμπλάριον, Ἐκδ. Εὐεργέτις, 22011, σ. 115.
[2] Πατριαρχικόν Γράμμα ἐπί τῇ ἀνακηρύξει τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Μητροπολίτου Περγάμου εἰς Ἑταῖρον τῆς Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου, 25/10/2011.