Εκοιμήθη ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Τατάρνης, Αρχιμανδρίτης Δοσίθεος
Εκοιμήθη την Τετάρτη, 4 Ιανουαρίου, σε ηλικία 87 ετών, ο κτήτορας και Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Τατάρνης Ευρυτανίας, Αρχιμανδρίτης Δοσίθεος Καννέλος.
Η Εξόδιος ακολουθία θα ψαλεί σήμερα Πέμπτη, 5 Ιανουαρίου 2023, στις 14:30, τοπική ώρα, στο Καθολικό της Μονής Τατάρνης.
Ο π. Δοσίθεος ήταν γνωστός για την αφοσίωση του στον θεσμό του Οικουμενικού Πατριαρχείου και την Ρωμαίικη παράδοση.
«Δεν είμαι Πολίτης, έλεγε, είμαι ένας Ρωμηός και σαν τέτοιος αισθάνομαι Πολίτης. Πολίτες δεν είναι μόνο όσοι γεννήθηκαν στην Πόλη. Πολίτες είναι και όσοι αισθάνονται Ρωμηοί».
Το Ημερολόγιο – Αγιολόγιο της Εταιρείας Βυζαντινών Μελετών N. Πρεβέζης για το 2020 ήταν αφιερωμένο στον – μακαριστό πλέον – Καθηγούμενο της Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Τατάρνης Ευρυτανίας, Γέροντα Δοσίθεο Κανέλλο.
Στην καλαίσθητη έκδοση προτάσσεται Γράμμα του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, προς τον Πρόεδρο της Εταιρείας Βυζαντινών Mελετών N. Πρεβέζης κ. Ευάγγελο Κατσίμπρα, Άρχοντα Δεπουτάτο της Μ.τ.Χ.Ε.
Ο Πατριάρχης συγχαίρει και επευλογεί την έκδοση «και την εύστοχον αφιέρωσιν» του Αγιολογίου στον Ηγούμενο Δοσίθεο, τον «εραστή» της Κωνσταντινούπολης, του οποίου εξαίρει τα χαρίσματα, την προσφορά και την αφοσίωσή του στην Μητέρα Εκκλησία.
Στο Αγιολόγιο, μετά το Πατριαρχικό Γράμμα, υπάρχει ένα εκτενές αφιέρωμα στη Μονή Τατάρνης και τον Γέροντα Δοσίθεο, ο οποίος συμπλήρωσε 50 χρόνια στην Ηγουμενία της Μονής.
Ποιος ήταν ο μακαριστός γέρων Δοσίθεος
Ὁ γέρων Δοσίθεος, κατὰ κόσμον Στυλιανὸς Κανέλλος, ἐγεννήθη ἐν Ἀθήναις τὸ σωτήριον ἔτος 1936. Oἱ γονεῖς του ὠνομάζοντο Γεώργιος καὶ Ἐλευθερία, καὶ εἵλκυον τὴν καταγωγὴν ἐκ Πιάνας Ἀρκαδίας καὶ Κέας (Τζιᾶς) ἀντιστοίχως. Ἀπὸ μικρᾶς ἡλικίας ὁ πατὴρ Δοσίθεος ἠνδρώθη εἰς ἐκκλησιαστικὸν περιβάλλον καὶ ἀφιερώθη εἰς τὴν λατρείαν τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἐμυήθη εἰς τὴν τέχνην τῆς ψαλμῳδίας καὶ τῆς εὐτάκτου ἐπιτελέσεως τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν ἐκ σοφῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν. Συνεδέθη, ἔτι παῖς ὤν, μετὰ ἁγιορειτῶν πατέρων καὶ τὸν πολὺν ἅγιον Ἱερώνυμον, οὓς καὶ ἐγνώρισεν εἰς τὸ τῆς Σίμωνος Πέτρας μετόχιον τῆς Ἀναλήψεως ἐν Βύρωνι, πλησίον δηλονότι τῆς πατρικῆς αὐτοῦ κατοικίας ἔνθα ἐγεννήθη.
Τὸ ἔτος 1956, κατὰ τὸν μῆνα Μάρτιον, προσῆλθεν ὡς δόκιμος μοναχὸς (κατόπιν προτροπῆς καὶ πατρικοῦ κήδους τοῦ Μητροπολίτου Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας Χριστοφόρου, μεθ’ οὗ καὶ πνευματικῶς συνεδέθη) εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν Προυσοῦ, ἐνῷ ἐν ἔτει 1959ῳ ἐκάρη μεγαλόσχημος μοναχὸς ὑπὸ τοῦ ἡγουμένου τῆς Μονῆς Προυσοῦ Γερμανοῦ, λαβὼν τὸ ὄνομα Δοσίθεος. Ἐχειροτονήθη διάκονος ἐν τῇ Μονῇ τῆς μετανοίας αὐτοῦ τὴν 23ην Αὐγούστου 1961, ὑπὸ τοῦ Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας Δαμασκηνοῦ. Πρεσβύτερος ἐχειροτονήθη ὑπὸ τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου τὴν 4ην Δεκεμβρίου 1963, λαβὼν ταὐτοχρόνως καὶ τὸ ὀφφίκιον τοῦ Ἀρχιμανδρίτου.
Ὁ πατὴρ Δοσίθεος ἐκαλλιέργησεν, ὡς γνήσιος καὶ ἀκραιφνὴς ῥωμηός, τὰς σχέσεις τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τατάρνης μετὰ τῆς Μητρὸς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἤτοι τοῦ Οἰκουμενικοῦ ἡμῶν Πατριαρχείου· μὲ ἀπέραντον σεβασμόν, ἀνιδιοτέλειαν, ἀνόθευτον καὶ ἀνυπόκριτον ἀγάπην, ἀλλά γε καὶ τὸ προσῆκον δέος πρὸς τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς θεσμούς, τὰ πρόσωπα καὶ τὴν ἱστορίαν. Καρπὸς αὐτοῦ τοῦ ἀσιγάστου «ἔρωτος» διὰ τὴν Ῥωμηοσύνην καὶ τὴν Κωνσταντινούπολιν ἦτο ἡ συγγραφὴ τῶν δύο βιβλίων «Θέλω νὰ πιῶ ὅλο τὸν Βόσπορο», καὶ «Μιὰ γοργόνα στὸν Κεράτιο». Ὕστερον δέ, κελεύσει τῆς Α.Θ.Π. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, ἐπὶ δεκαπενταετίαν ὅλην συγγράφων ἐπεμελήθη τοῦ ἐνιαυσίου Ἐγκολπίου Ἡμερολογίου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἡ ὕλη τῶν ὁποίων ἡμερολογίων ἐξεδόθη εἰς ἕνα ὀγκωδέστατον τόμον μὲ τίτλον «Πολίτικη Ἀνθολογία».
Ἠσχολήθη ἐπισταμένως καὶ μετὰ ζήλου μὲ τὰς Τυπικὰς Διατάξεις τῆς λατρείας ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, διὸ καὶ σὺν τοῖς ἄλλοις ἐξέδωσε τύποις τὸ μνημειῶδες ἔργον «Τυπικὸν τοῦ ὁσίου καὶ θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου», μετὰ διορθώσεων καὶ λεπτομερεστάτου ὑπομνηματισμοῦ. Ἐπίσης συνέγραψε πλῆθος ἄλλων ψυχωφελῶν βιβλίων περὶ σωτηρίας ψυχῆς, καὶ ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ζωῆς. Πρὸς τούτοις, συναριθμείσθω καὶ τὸ βιβλίον μαγειρικῆς «Ὀψοποιῶν Μαγγανεῖαι, ἤγουν Καλογηρικὴ Μαγειρικὴ καὶ Ζαχαροπλαστική». Πολλαὶ δὲ πνευματικαὶ συγγραφαὶ αὐτοῦ, παραμένουσιν εἰσέτι ἀνέκδοτοι (ἐν αἷς καὶ τὸ ὑπ’ αὐτοῦ ἐπιμεληθὲν καὶ ἐκτενῶς ὑπομνηματισθὲν «Ἱερατικόν», τὸ ἤδη ἀπὸ χρόνων ἱκανῶν ἐγκριθὲν ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου).