Η Σφαγή του Δοξάτου Δράμας, στις 30 Ιουνίου 1913
Το μαρτυρικό Δοξάτο, κωμόπολη του νομού Δράμας και ιστορική πρωτεύουσα του ομώνυμου Δήμου, δύο φορές μέσα στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα γνώρισε τη βαρβαρότητα των Βούλγαρων κατακτητών, οι οποίοι προέβησαν σε μαζικές σφαγές και καταστροφές.
Η πρώτη φορά ήταν πριν από ακριβώς 109 χρόνια, στις 30 Ιουνίου του 1913, και η δεύτερη στις 29 Σεπτεμβρίου του 1941, όταν το Δοξάτο βρισκόταν υπό βουλγαρική κατοχή, καθότι η Βουλγαρία είχε συμμαχήσει με τις χώρες του Άξονα.
Το 1913, κατά τη διάρκεια του Β’ Βαλκανικού Πολέμου, οι βουλγαρικές δυνάμεις, καθώς υποχωρούσαν εγκαταλείποντας τα εδάφη που κατείχαν στην Ανατολική Μακεδονία, έβαλαν στο στόχαστρό τους την πλούσια κοινότητα του Δοξάτου.
Το πρωί της 30ης Ιουνίου, καθώς οι χριστιανοί κάτοικοι του Δοξάτου (το χωριό κατοικούταν και από μουσουλμάνους) είχαν πάει στην εκκλησία για να εορτάσουν του Αγίους Αποστόλους, οι Βούλγαροι κύκλωσαν έφιπποι το χωριό και στη συνέχεια προέβησαν σε άγριες σφαγές και λεηλασίες.
Αφού άρπαξαν ό,τι πολύτιμο βρήκαν, επιδόθηκαν σε θηριωδίες σε βάρος του άμαχου πληθυσμού, σφάζοντας περίπου 650 από τους 1.500 κατοίκους, και στο τέλος έλουσαν με πετρέλαιο τα σπίτια, παραδίδοντάς τα στις φλόγες.
«Όπου επεράσαμεν, δεν εβλέπαμεν τίποτε άλλο παρά κεφαλάς και πόδια παιδιών, γυναικών και ανδρών. Εις την οικίαν του ιερέως όταν εισήλθομεν, ευρέθην προ φρικώδους θεάματος∙ ο ιερεύς κομμένος εις δύο και κρεμασμένος εις τον τοίχον! Επίσης και η σύζυγός του με βγαλμένα τα μάτια και όλα τα παιδιά του κατακρεουργημένα κατά τον πλέον φρικώδη τρόπον», ανέφερε, μεταξύ άλλων, στη συγκλονιστική μαρτυρία του ο Κύπριος εθελοντής, Μιχαλάκης Γεωργιάδης.
Εξίσου συγκλονιστική είναι η μαρτυρία του Άγγλου πλοιάρχου Καρντάλ, την οποία κατέθεσε, στον απόηχο της σφαγής, στην Daily Telegraph: «Κατά την είσοδον εις την πόλιν, το πρώτο όπερ προσέπεσεν εις τους οφθαλμούς μου, ήσαν αι αγέλαι κυνών καταβροχθιζόντων ανθρωπίνους σάρκας. Η πόλις τελείως κατεστραμμένη εφαίνετο έρημος, ως εκ τούτου δε ηναγκάσθην να φωνάξω επανειλημμένως δια να εμφανισθώσι γραίαι τινές εκ των ερειπίων. Όλα τα πτώματα ήσαν διάτρητα υπό τον λογχών και έφερον ίχνη απίστευτων ακρωτηριασμών. Οι τοίχοι των οικιών είχον ρυπανθεί από αίματα, εις το ύψος έξι ποδών από τους εδάφους, τουθ’ όπερ εξηγείται, κατά το λέγειν των επιζώντων εκ του ότι τα δυστυχή θύματα δεν είχον σφαγεί αμέσως, αλλά εθανατούντο δια λογχισμών».
Τις φρικαλεότητες που υπέστησαν οι κάτοικοι του Δοξάτου περιέγραφε, επίσης, ο απεσταλμένος της ρωσικής εφημερίδας Ρούσκιε Ούτρο, Βλαντιμίρ Τορνόφ, ως εξής: «Εκατοντάδες αθώων πολιτών κατεσφάγησαν, αι δε διαρπαγαί υπήρξαν κολοσσιαίαι. Είδομεν κατά γής εν μέσω ερειπίων χρηματοκιβώτια βιαίως διερρηγμένα, ραπτομηχανάς κατεστραμμένας […] Γυναίκες εθρήνων πικρώς και συνέστρεφον τας χείρας εξ απογνώσεως. Είδον ιδίοις οφθαλμοίς παιδία πληγέντα δια λογχισμών. Εις πλείστα μέρη συνηντήσαμεν σωρούς πτωμάτων εκτεθειμένων εις τον καύσωνα του ηλίου και άλλα πτώματα κατά το ήμισυ ξεθαμμένα και των οποίων οι πόδες, η κεφαλή και αι χείρες προέβαλον φρικαλέας εκ της γης».
Όσον αφορά στις υλικές καταστροφές, ο ολέθριος απολογισμός περιλαμβάνει 240 κατεστραμμένα σπίτια και άλλα 80 καταστήματα.
Μετά από τη σφαγή, οι Βούλγαροι τράπηκαν σε φυγή προς βορρά, ενώ την επόμενη ημέρα, 1η Ιουλίου, ο Ελληνικός Στρατός κατέλαβε αμαχητί τη Δράμα και το Δοξάτο και ολοκλήρωσε την απελευθέρωση της Ανατολικής Μακεδονίας.