Ο Πάνυ Πατριαρχικός και Ρωμηός Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων
– Η Ακοίμητη Συνείδηση του Ρωμαίηκου Γένους και Πάνυ Υπέρμαχος των Δικαίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Αθανάτου Ορθοδόξου Ρωμηοσύνης
Ανεξίτηλη παραμένει στη συλλογική εκκλησιαστική μνήμη και κυρίως των εν Φαναρίω και εν Ελλάδι η εικόνα του αοιδίμου Πατριάρχου Δημητρίου Α΄ (1972-1991), όταν κατά την εν έτει 1987 επίσημη πατριαρχική επίσκεψή του στην θυγατέρα Εκκλησία της Ελλάδας, προσήλθε στην Ιερά μονή Ασωμάτων Πετράκη όπου μετά πάσης κατανύξεως ετέλεσε πατριαρχικό τρισάγιο επί του τάφου του αοιδίμου Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων (1780-1857), ο οποίος εταύτισε την όλη ύπαρξή του και ηνάλωσε την επιγεία ζωή του διακονώντας την ελληνορθόδοξη παιδεία του Γένους, υπερασπιζόμενος τα απαράγραπτα και αδιαπραγμάτευτα προαιώνια δίκαια και προνόμια του Πρωτοθρόνου και Πρωτευθύνου Οικουμενικού Πατριαρχείου και συνάμα αγωνιζόμενος εναντίον της επελάσεως των αλλοδόξων Βαυαρών, οι οποίοι έχοντας ως φανατικό μίσθαρνο όργανό τους τον δυτικόπληκτο κοραϊστή Αρχιμ. Θεόκλητο Φαρμακίδη έθεσαν σε εφαρμογή το ανίερο σχέδιό τους να διαλύσουν τον Ορθόδοξο εν Ελλάδι μοναχισμό, να αλλοιώσουν την λατρευτική και λειτουργική ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, να αποκόψουν εκκλησιαστικά το ξενόδουλο Βασίλειο της Ελλάδος από την μαρτυρικώς καθαγιασμένη και όντως εσταυρωμένη Μητέρα Αγία Μεγάλη του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδα Εκκλησία και τελικώς να καταντήσουν την αντικανονική και σχισματική επί δεκαεπτά έτη (1833-1850) «αυτοκέφαλη» Εκκλησία της Ελλάδος σε ένα είδος «κρατικής Εκκλησίας – υπηρεσίας» προκειμένου να την υποτάξουν, ελέγξουν, χειραγωγήσουν και ποδηγετήσουν σε απόλυτο βαθμό.
Όσα ιστορικά εγχειρίδια και όσες σελίδες της νεωτέρας ιστορίας του ευσεβούς Ρωμαίηκου Γένους μας κι αν μελετήσουμε για να ανεύρουμε πρόσωπο και δη του εκκλησιαστικού γίγνεσθαι, το οποίο αυτοθυσιαστικώς, ακαταβλήτως, αστασιάστως και έως εσχάτης αναπνοής αγωνίστηκε για τα προαιώνια δίκαια του μαρτυρικώς καθηγιασμένου, Πρωτοθρόνου και Πρωτευθύνου Οικουμενικού Πατριαρχείου προκειμένου να διατηρηθεί ανόθευτη η αθάνατη Ρωμηοσύνη, δεν θα μπορούσαμε μετά πάσης ιστορικής βεβαιότητος να μνημονεύσουμε άλλο από το πρόσωπο του αοιδίμου και μάκαρος εν ιερεύσι π. Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων, ο οποίος ως άλλος «άτλας» ήρε στους ώμους του την τιμή του Γένους, όταν οι βαυαρόπληκτοι και προσκυνημένοι «αεί πρόθυμοι», ελλαδίτες κληρικοί και λαϊκοί, πάνυ ασμένως προσέφεραν αδιαλείπτως «γην και ύδωρ» στην αντιβασιλεία του Όθωνος και έπειτα στον ίδιο τον ξενόφερτο μονάρχη και τα μίσθαρνα όργανά του, όπως ήταν ο αλλοτριωμένος Θεόκλητος Φαρμακίδης και η συν αυτώ χορεία των κοραϊστών, καϊριστών και λοιπών δυτικόπληκτων «εκσυγχρονιστών» ή αντιπαραδοσιακών, οι οποίοι ήραν ασεβείς χείρες κατά του παντίμου και μαρτυρικού σώματος της εσταυρωμένης Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας.
Ο επιφανής Ιερεύς Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων ως λογιώτατος συγγραφεύς και μέγας διδάσκαλος έθεσε την κατά θεόν και κατ’ άνθρωπον γνώση και σοφία του, την ευρυμάθεια και την επιστημοσύνη του στην υπηρεσία του ευσεβούς Ρωμαίκου Γένους και της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ως υπέρμαχος των προαιωνίων δικαίων και προνομίων του μαρτυρικώς καθηγιασμένου, Πρωτοθρόνου και Πρωτευθύνου Οικουμενικού Πατριαρχείου, υπήρξε αστασιάστως και αμεταθέτως ο αμετακίνητος σφοδρός πολέμιος του αντικανονικού και πραξικοπηματικού «ελλαδικού αυτοκεφάλου» ως προϊόντος των Βαυαρών και του πειθηνίου οργάνου αυτών Θεοκλήτου Φαρμακίδη, χαρακτηρίζοντας την ημέρα κατά την οποία έλαβε χώρα η «ανακήρυξη» του «αυτοκέφαλου» (Φ.Ε.Κ. 23/1 Αυγούστου 1833) της εν Ελλάδι Εκκλησίας ως «αρχέκακον και αποφράδα».
Ουδέ κατ’ ελάχιστον απομακρυνόμενος από του ιερωτάτου χρέους της παντί σθένει και ιερώ ζήλω υπερασπίσεως των εκκλησιαστικών δικαιοδοτικών προνομίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου επί των επαρχιών αυτού στον ελλαδικό χώρο, έγραψε σε όσους επίστευαν και υπεστήριζαν το «κακοκέφαλο – αυτοκέφαλο» ότι έσπευσαν «αποσπάσαι τους Έλληνας από της Μητρός αυτών Εκκλησίας, εβάδισαν δρόμον αντεθνικόν και (κατά την Ορθοδοξίαν των Ελλήνων) αντίθρησκον».
Σύμφωνα με τον Κωστή Μπαστιά ο αοίδιμος Ιερεύς και παραδοσιακότατος λόγιος Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων αντετίθετο στον βαυαροπροσκυνημένο Θεόκλητο Φαρμακίδη, ο οποίος ήταν γέννημα και θρέμμα του δυτικόφερτου ουμανισμού και των Κοραή και Καΐρη, επειδή ήθελε μέσω του δεκαεπταετούς εκκλησιαστικού και πραξικοπηματικού σχίσματος (1833-1850), τον πλήρη χωρισμό της εν Ελλάδι Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την ένωση – εν τοις πράγμασι την πλήρη υποταγή – αυτής με την πολιτεία, όπως εξάλλου επιποθούσαν και παντί τρόπω επεδίωκαν οι Βαυαροί νεοδυνάστες του ελλαδικού κρατιδίου. Ο Χρήστος Γιανναράς στο περισπούδαστο πόνημά του, υπό τον τίτλο: «Ορθοδοξία και Δύση», γράφει χαρακτηριστικά: «Ο Μάουερ θεωρούσε την εκκλησία ως μιά κρατική υπηρεσία υποτεταγμένη στην πολιτική διοίκηση. Το πρότυπο γι’ αυτόν ήταν η κατάσταση στην πατρίδα του την Βαυαρία όπου η κοσμική εξουσία είχε πλήρη κυριαρχία πάνω στην καθολική και προτεσταντική εκκλησία. Οι καθολικοί επίσκοποι επιτρεπόταν να αλληλογραφούν με τη Ρώμη μόνο με τη διαμεσολάβηση του βασιλιά. Και η προτεσταντική εκκλησία της Βαυαρίας βρισκόταν στην παράδοξη θέση να έχει ως «υπέρτατο επίσκοπό» της τον καθολικό βασιλιά».
Ένα μόνο χαρακτηριστικό παράδειγμα της βαυαρικής πολιτικής έναντι της Ορθοδόξου Εκκλησίας ήταν και η έκδοση του Βασιλικού διατάγματος της 25ης Φεβρουαρίου 1834, το οποίο διέλυσε τον κατά τους Βαυαρούς και τα εγχώρια μίσθαρνα όργανά τους, «αναχρονιστικό» ορθόδοξο μοναχισμό, καταργώντας όλες τις γυναικείες ιερές μονές εκτός από τρεις, οι δε μοναχές κάτω των 49 ετών προετρέποντο να εγκαταλείψουν την μοναστική ζωή, εκτός βέβαια από αυτές που ήταν ομολογουμένως αμέμπτου διαγωγής, ενώ οι μονές θα έπρεπε υποχρεωτικώς να αριθμούν τουλάχιστον 30 μοναχές για να μπορούν να λειτουργήσουν και να μη διαλυθούν. Το εν λόγω διάταγμα ερχόταν ευθέως εναντίον των ιερών κανόνων της Εκκλησίας και όριζε ότι η διοίκηση των γυναικείων μονών ετίθετο υπό διπλή εξουσία, ήτοι πνευματική από τον οικείο επίσκοπο και κοσμική από τον εκάστοτε Νομάρχη. Όσες δε ιερές μονές αριθμούσαν μόνο έξι μοναχούς, διελύοντο και οι μοναχοί μετετίθεντο σε άλλες μονές.
Ο αοίδιμος πανεπιστημιακός Ιστορικός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Α΄ (1922-1938), αναφερόμενος σε όλη την ανώμαλη εκκλησιαστική κατάσταση, η οποία επικρατούσε στο νεοσυσταθέν ελλαδικό κρατίδιο λόγω της πολιτικής των Βαυαρών νεοδυναστών και των βαυαρόπληκτων πειθήνιων εγχωρίων θεραπόντων τους με πρωτεργάτη τον ελευθεριάζοντος πνεύματος μωροφιλόδοξο Θεόκλητο Φαρμακίδη, γράφει μεταξύ άλλων, τα εξής: «όπως ήταν ακόλουθο, ο τρόπος της ιδρύσεως της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος προκάλεσε μεγάλη εσωτερική ανωμαλία στη χώρα, διότι εκδηλώθηκε ευθύς αμέσως σοβαρή αντίδραση από μερικούς κληρικούς, τους οποίους η Αντιβασιλεία αναγκάσθηκε να εξορίσει. Την αντίδραση ενίσχυσε η μεγάλη δυσφορία που προκλήθηκε από τη διάλυση 412 μοναστηρίων και τη διαρπαγή της κολοσσιαίας περιουσίας τους. Την αντίδραση εκπροσώπησε ιδιαζόντως ο Κωνσταντίνος Οικονόμος (+1857), διαπρεπέστατος κληρικός ο οποίος είχε εγκατασταθεί στην Ελλάδα από το 1834.
Ο Οικονόμος κάκισε αναφανδόν το νέο εκκλησιαστικό καθεστώς στην Ελλάδα και επιτέθηκε με τη μεγάλη του σοφία και τη βαθύτατη γνώση των εκκλησιαστικών πραγμάτων κατά του Μάουρερ και του Φαρμακίδη. Μεταξύ αυτού και του Οικονόμου άρχισε σφοδρός αγώνας με συγγράμματα, επίκουρος δε του Φαρμακίδη εμφανίσθηκε και ο σεμνός και πολυμαθής κληρικός Νεόφυτος Βάμβας, διότι αυτός από αγνή πρόθεση υποστήριξε τη μετάφραση της Αγίας Γραφής, την οποία και ο Φαρμακίδης ενέκρινε, μάλλον από ελευθεριάζον πνεύμα. Συνέπεσε μάλιστα τότε και η εκδήλωση των προσηλυτιστικών τάσεων των ξένων σχολών και ο σάλος από τις θεοσεβιστικές γνώμες του Θεοφίλου Καΐρη, όλα δε αυτά συσχετίζονταν προς το καθιδρυθέν στην Ελλάδα εκκλησιαστικό καθεστώς και προς τον πρωτεργάτη του Θεόκλητου Φαρμακίδη…».
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Καλλιουπόλεως και Μαδύτου κ. Στέφανος προ καιρού μάς απέστειλε για μελέτη ένα λίαν «αξιόλογο δραματικό σχεδίασμα» του Κωστή Μπαστιά, υπό τον τίτλο: «Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων ή Ορθοδοξία και Δυτικόπληκτοι», το οποίο δημοσιεύθηκε στην Αθήνα κατά το έτος 1958 και μετεδόθη από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών στην καθιερωθείσα υπ’ αυτού εκπομπή «Παράλληλοι Βίοι».
Στο προλογικό σημείωμα του «δραματικού σχεδιάσματος» αναφέρεται ότι: «Ο συγγραφεύς επέλεξε την δραματικήν στιγμήν της συλλήψεως του Αρχιμανδρίτου Γερμανού, εκδότου της «Ευαγγελικής Σάλπιγγος», διά να καταφανή πλήρως και το πνεύμα του Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων και η μεθοδολογία των αντιπάλων του, οι οποίοι επίστευον ότι είναι δυνατόν να δεθεί η φωνή της Ορθοδοξίας. Τα προβαλλόμενα υπό του συγγραφέως πρόσωπα, εκ του περιβάλλοντος τόσον του Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων όσον και του Θεοκλήτου Φαρμακίδου, είναι όλα υπαρκτά, διαδραματίσαντα ρόλον εις την ιδεολογικήν σύγκρουσιν Οικονόμου Φαρμακίδου, και εκφράζουν όσον και οι πρωταγωνισταί της συγκρούσεως το πνεύμα των δύο αντιπάλων ρευμάτων και την υψηλήν πνευματικότητα της Ορθοδόξου γραμμής του Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων».
Η όλη αποκαλυπτική σκηνή διαδραματίζεται στα γραφεία του θρησκευτικού περιοδικού «Η Ευαγγελική Σάλπιγξ», την οποία εξέδιδε ο Ιερομόναχος και Ιεροκήρυκας Γερμανός και σ’ αυτό έγραφε ως αρθρογράφος ο πολύς λόγιος και διδάσκαλος του Γένους Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων. Ο Ιερομόναχος Γερμανός βηματίζει ανήσυχος και εκνευρισμένος. Ρίχνει, πού και πού, ερευνητικά βλέμματα από το παράθυρο προς τον δρόμο. Δείχνει ν’ ανυπομονεί. Η μοναχή Κυπριανή όρθια παρακολουθεί τον σεβάσμιο Ιερομόναχο με ύφος εναγώνιο.
Ο πολιός ιερεύς Κωνσταντίνος Οικονόμος απευθυνόμενος στον Ιερομόναχο Γερμανό, τον οποίο μόλις είχε εξορίσει στην Σκιάθο η Βαυαρική τυραννία, λέγει… «…ο Φαρμακίδης θα πέσει στο λάκκο που σκάβει για τους άλλους… Νομίζει πως η φωνή του Θεού δένεται… Μπορεί να κατάφερε τους Βαυαρούς να σ’ εξορίσουνε. Σήμερα σένα, αύριο εμένα… Αλλά με εξορίες και πανουργίες δεν δένεται ο Λόγος του Κυρίου».
Όταν ο Βαυαρόπληκτος οπαδός του δυτικόπληκτου κοραϊστή Θεοκλήτου Φαρμακίδη, Ιατρός Σεμτέκος, πλέκει το εγκώμιό του χαρακτηρίζοντάς τον ως «το φωτισμένο μυαλό του αιώνα μας» και υποστηρίζει την συντόμευση ή και κατάργηση των ιερών ακολουθιών της Εκκλησίας, τις οποίες χαρακτηρίζει ως «βαττολογία ή πολυλογία», ο παραδοσιακότατος Ρωμηός Ιερεύς και διδάσκαλος απαντά με την «δίστομον μάχαιραν» του λόγου της αληθείας και φράσσει το απύλωτο στόμα του δήθεν «εκσυγχρονιστού δυτικόπληκτου» Σεμτέκου, λέγων εκτενώς τα κάτωθι: «Άδικα κουραστήκατε… κι άδικα χάνετε τον καιρό σας. Ο Φαρμακίδης ενσαρκώνει την προδοσία της Ορθοδοξίας. Προετοιμάζει το δρόμο για την κυριαρχία των αρνητών του Χριστού… Η θεωρία η δική σας και του Φαρμακίδη είναι άρνησις της ουσίας της Ορθοδοξίας και πλαστογραφία των λόγων του Παύλου… Είναι βαττολογία όλα αυτά; Αλλά ο λόγος που ο Φαρμακίδης και οι δυτικόπληκτοι οπαδοί του θέλουν να περιορίσουν το λειτουργικό μέρος της Εκκλησίας και σιγά σιγά να το αντικαταστήσουν με δυτικής εμπνεύσεως φλυαρίες δεν είναι ο φόβος μήπως κουράσουν το εκκλησίασμα, αλλά ο φόβος μήπως γίνουν συνειδητά τα απαρασάλευτα δόγματα της Ορθοδοξίας. Γιατί η Λειτουργία και η Ορθόδοξος Υμνογραφία δεν είναι παρά η έκφραση αυτών των απαρασάλευτων δογμάτων. Η Δύση όμως τους έχει χαλάσει.
Σκοπός τους δεν είναι ν’ απασχολήσουν λιγώτερο τους Χριστιανούς, αλλά να τους απασχολήσουν περισσότερο με κηρύγματα. Τους ενοχλεί το μυστήριο και θέλουν στη θέση του να βάλουν ηθικολογικούς ορθολογισμούς. Το μυστήριο της Λειτουργίας στα χρόνια της δουλείας ήταν για τους απλούς ανθρώπους και τους ασόφους, το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου. Για τους σοφούς ήταν το πιο μεγάλο υπερκόσμιο μυστήριο.
Ο Φαρμακίδης και ο Βάμβας κατεβάζουν το Ευαγγέλιο στην κατηγορία ενός ηθικολογικού βιβλίου και θέλουν το υποβιβασμένο αυτό βιβλίο ν’ αντικαταστήση το μυστήριο. Όταν όμως ο λόγος του Κυρίου γίνη ένα βιβλίο, κατά τις προτεσταντικές δοξασίες, δημιουργούμε το χωρισμό. Δημιουργούμε από το ένα μέρος μιά αριστοκρατία, που μπορεί να το διαβάση και να το εξηγήση κατά τα συμφέροντά της, και μιά τάξη ανίδεων, που πρέπει να κατηχιέται και να κατευθύνεται από μιά ωργανωμένη αριστοκρατία ερμηνευτών, ένας νέος τύπος συλλογικά ωργανωμένης αριστοκρατίας…
Όταν οι γέροι παπάδες των χωριών μας δίνανε στο λαό την Αγία Μετάληψη δεν καταλαβαίνανε ίσως περισσότερα από τους δεχόμενους τη Θεία Κοινωνία. Ο παπάς όμως έμενε παπάς και ο πιστός ορθόδοξος πιστός. Μυστήριο μέγα ήταν η Μετάληψη και για τους δύο. Όταν όμως οι νέοι ρασοφορεμένοι πάστορες κάνουν τη Βίβλο ένα βιβλίο κοινωνικής και ηθικολογικής σκοπιμότητας, το μυστήριο εξαφανίζεται. Αυτοί είναι τάχα εκείνοι που γνωρίζουν – ή νομίζουν πως γνωρίζουν – που διδάσκουν, κι’ αντί να είναι ιερείς του Υψίστου, γίνονται σκοπιμολογιώτατοι Καθηγηταί φραγκικού τύπου».
Όταν ο προσκείμενος στον Θεόκλητο Φαρμακίδη, Ιεροδιάκονος Βαρθολομαίος, υπερασπίζεται την απόφαση των Βαυαρών να καταρτίζει η πολιτεία και όχι η Εκκλησία τους κληρικούς αυτής, ο Ιερεύς Κωνσταντίνος Οικονόμος αντιδρά και επιχειρηματολογεί λέγων ότι: «η Πολιτεία είναι ακατάλληλη να εκπαιδεύση ορθόδοξα τον κλήρο. Για ποιό λόγο η Πολιτεία ιδρύει στρατιωτικές σχολές πανεπιστημιακού επιπέδου, για να ετοιμάση τα στελέχη του στρατού και του ναυτικού; Γιατί οι αξιωματικοί που θα στελεχώσουν τις ένοπλες δυνάμεις της δεν φτάνει ν’ αποκτήσουν στρατηγικές και στρατιωτικές γνώσεις, αλλά πρέπει ν’ αποκτήσουν και στρατιωτικό πνεύμα…; Της αρνείται κανείς αυτό το δικαίωμα; Βάση όμως ποιάς λογικής αρνείται στην Εκκλησία το δικαίωμα να μην φορτώση το μυαλό των κληρικών της με ουδέτερες θεολογίες γνώσεις αμφιβόλου ορθοδοξότητας, από λαϊκούς, ποτισμένους από τις θεολογικές ετεροδόξων ομολογιών, αλλά να οργανώση την θεολογική παιδεία κατά τρόπο που να εμφυσήση πνεύμα εκκλησιαστικό και πνεύμα ορθοδοξίας στους μέλλοντας κληρικούς και ιεράρχες της;».
Τα θέματα της πίστης δεν είναι θέματα δημαγωγικά. Ποτέ δεν αρνήθηκα το αίτημα της Ορθοδόξου Εκκλησίας να καταστή αυτοκέφαλος. Εκείνο που αρνήθηκα, που αρνούμαι και επικρίνω, είναι ο αυθαίρετος και αντικανονικός τρόπος, που έγινε αυτή η χειραφεσία… Ο Φαρμακίδης όμως περισσότερο κι από το αυτοκέφαλο ήθελε να κορέσει το μίσος του κατά του Οικουμενικού Θρόνου, ταπεινώνοντάς τον. Αυτό είναι όλο. Αλλά θα συνεχίσωμε τον αγώνα, όσους κι αν στείλετε στην εξορία, κι όσους κι αν κλείσετε στις φυλακές».
Ο ευσεβέστατος εν ιερεύσι Κωνσταντίνος Οικονόμος διακηρύττει με ομολογιακό και παραδοσιακότατο και ορθοδοξότατο λόγο έναντι των βαυαροπροσκυνημένων δυτικόπληκτων οπαδών του ξενόφερτου δυνάστου και του επίορκου Θεοκλήτου Φαρμακίδη: «Κι’ επειδή προσευχόμαστε, έπρεπε να κυνηγηθούν τα μοναστήρια από τον ετερόδοξο Μάουερ με τον ασεβέστατο τρόπο που κυνηγήθηκαν, στις φυλακές και στις εξορίες μοναχοί και μοναχές, τα ιερά σκεύη να καταπατηθούν, οι βυζαντινές εικόνες να καίγωνται ή να πουλιούνται στους αρχαιοκάπηλους και αιωνόβια χτίσματα να γκρεμίζωνται…
Είναι η φωνή της αληθείας αυτή… Δεν πολεμάμε πρόσωπα και δεν ασεβούμε προς τις νόμιμες εξουσίες. Δεν αναγνωρίζουμε όμως κανένα δικαίωμα σε κανέναν να μας κανονίζη τη σχέση μας με το Θεό. Αυτή την κανόνισε ο Κύριος και οι Απόστολοι και τη στερέωσαν οι Πατέρες της Ορθοδοξίας και οι Κανόνες. Αυτούς σεβόμαστε κι’ ακούμε και κανέναν άλλον…».
Αν και δεν σε περιστέφει η Αγιωτάτη σου Σύνοδος, αλλά περιστοιχούσι το λείψανόν σου ως στελέχη φοινίκων, σεβάσμιοι ποιμένες και ιερείς εκ μέρους της Αγιωτάτης Συνόδου της Ρωσικής Εκκλησίας.
Αλλά και δεν ενταφιάζεσαι εις την ένδοξον μεν, αλλά στενάζουσαν ήδη γην της Ελλάδος, αλλ’ ενταφιάζεσαι ενδόξως εις γην ελευθέραν, και τιμάσαι λαμπρώς υπό τε των παρόντων ομογενών σου, και υπό των γενναίων και θεοσεβών Ρώσων, των οποίων η της Πίστεως ευσέβεια, συμφωνούσα προς των νικηφόρων αυτών όπλων την ισχύν ηξεύρει να τιμά και να υπερασπίζεται δημοσίως τα θεία και ανθρώπινα δικαίωματα…».
Υ.Γ.: Αφιερούται πάνυ ευλαβώς και βαθυσεβάστως πάσι τοις κεκοιμημένοις και ζώσι αυτοθυσιαστικώς αγωνισαμένοις και αγωνιζομένοις υπέρ της εσταυρωμένης, μαρτυρικώς καθαγιασμένης, Πρωτοθρόνου και Πρωτευθύνου Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας.