Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors

«Είναι αδιανόητο να ενδιαφερόμαστε για τον άνθρωπο και να καταστρέφουμε τον οίκο του, και αντιστρόφως»

«Πέραν κάθε αμφιβολίας, το φυσικόν περιβάλλον απειλείται σήμερον όσον ποτέ άλλοτε κατά το παρελθόν. Ως έχει γραφή, εκτυλίσσεται εις την εποχήν μας ένας «τρίτος παγκόσμιος πόλεμος» εναντίον της φύσεως. Η οικολογική κρίσις δεν γνωρίζει σύνορα, αποτελεί παγκόσμιον πρόβλημα, το οποίον όχι μόνον επηρεάζει τον σύγχρονον άνθρωπον και τα λοιπά έμβια όντα, αλλά απειλεί και το μέλλον της ζωής εις τον πλανήτην μας».

Τα παραπάνω υπογράμμισε ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, κατά την ομιλία που εκφώνησε, με θέμα «Δεκάλογος κοινωνικής οικολογίας», στην τελετή Αναγορεύσεώς του σε Επίτιμο Καθηγητή του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, την Παρασκευή, 17 Ιουνίου, στο Ζάππειο Μέγαρο της Αθήνας.

«Εξ αρχής, η ημετέρα Μετριότης προσήγγιζε την οικολογικήν κρίσιν ως κοινωνικόν πρόβλημα και ανεδείκνυε την συνάφειαν περιβαλλοντικών και κοινωνικών ζητημάτων. Είναι αδιανόητον να ενδιαφερώμεθα διά τον άνθρωπον και να καταστρέφωμεν τον οίκον του, και αντιστρόφως. Προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και έμπρακτος σεβασμός του συνανθρώπου είναι δύο όψεις του ιδίου νομίσματος, στάσεις αλληλένδετοι και αδιαίρετοι».

Σε άλλο σημείο της ομιλίας του, ο Οικουμενικός Πατριάρχης τόνισε ότι «δι᾿ ημάς, η αδιαφορία δια τον πάσχοντα συνάνθρωπον και δια την καταστροφήν του φυσικού περιβάλλοντος είναι αδιαφορία δια τον Θεόν και δια τας εντολάς του. Όπου υπάρχει αγάπη και αλληλεγγύη, όταν αγωνιζώμεθα διά την ακεραιότητα της δημιουργίας, δοξάζεται ο Θεός».

Ακολουθεί ολόκληρη η ομιλία του Παναγιωτάτου κ.κ. Βαρθολομαίου:

Ἐξοχωτάτη κυρία Πρόεδρε τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας,

Μακαριώτατε,

Ἐξοχωτάτη Ὑπουργέ Παιδείας καί Θρησκευμάτων, Ἐκπρόσωπε τοῦ Ἐξοχωτάτου Προέδρου τῆς Κυβερνήσεως,

Τιμιώτατοι ἐν Χριστῷ ἀδελφοί Ἀρχιερεῖς,

Ἐξοχώτατοι,

Ἐλλογιμώτατε κύριε Πρόεδρε τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἀνοικτοῦ Πανεπιστη-μίου,

Ἐλλογιμώτατε κύριε Κοσμῆτορ,

Ἐλλογιμώτατοι Καθηγηταί,

Ἐντιμότατοι ἐκπρόσωποι τῶν Ἀρχῶν,

Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες Ὀφφικιάλιοι,

Ἀξιότιμοι καί ἀγαπητοί φίλοι,

Κυρίαι καί κύριοι,

Προσφιλέστατα τέκνα ἐν Κυρίῳ φοιτηταί καί φοιτήτριαι,

Ἀγαλλόμενοι καί εὐγνωμονοῦντες, τετιμημένοι διά τῆς πρόφρονος παρουσίας πάντων ὑμῶν, ἀποδεχόμεθα τήν προσγινομένην πρός τήν ἡμῶν Μετριότητα τιμήν τῆς ἀνακηρύξεως εἰς «Ἐπίτιμον Καθηγητήν» τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἀνοικτοῦ Πανεπιστημίου, δηλοῦντες ἐν ταυτῷ ὅτι αὐτή – ἡ τιμή – διαβαίνει ἐπί τόν πάνσεπτον Οἰκουμενικόν Θρόνον τῆς Κωνσταντινουπό-λεως, τόν ὁποῖον διακονοῦμεν, εὐδοκίᾳ καί χάριτι τοῦ φιλανθρώπου Δοτῆρος παντός ἀγαθοῦ, ἐπί τριάκοντα καί πλέον ἔτη. Ὅσα θά εἴπωμεν ἐκφράζουν τό πνεῦμα τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, τήν στοργήν αὐτῆς πρός τόν ἄνθρωπον, καί τήν ἀνύστακτον μέριμνάν της διά τήν ἀπειλουμένην καί στενάζουσαν σήμερον δημιουργίαν.

Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον εἶναι εὐρέως γνωστόν διά τάς οἰκολογικάς αὐτοῦ πρωτοβουλίας, τήν ἐπίσημον ἔναρξιν τῶν ὁποίων σηματοδοτεῖ ἡ Πατριαρχική καί Συνοδική Ἐγκύκλιος τῆς Ἰνδίκτου τοῦ ἔτους 1989, διά τῆς ὁποίας ἡ 1η Σεπτεμβρίου καθιερώθη ὡς «Ἡμέρα προστασίας τοῦ περιβάλλοντος». Ἐπί τῆς ἡμετέρας Πατριαρχίας, ἠκολούθησαν ποικίλαι δράσεις, διεθνεῖς συναντήσεις καί συνέδρια, θεολογικά καί περιβαλλοντικά σεμινάρια, διαλέξεις, ἐννέα οἰκολογικά διεπιστημονικά καί διαθρησκειακά συμπόσια ἐν πλῷ, μέ τήν συμμετοχήν πολιτικῶν καί θρησκευτικῶν ἡγετῶν, θεολόγων, ἐκπροσώπων τῆς τοπικῆς αὐτοδιοικήσεως καί τῶν μέσων γενικῆς ἐνημερώσεως, περιβαλλοντο-λόγων καί ἄλλων ἐπιστημόνων, καί πολλαί ἄλλαι συναφεῖς δραστηριό-τητες. Αἱ οἰκολογικαί αὐταί πρωτοβουλίαι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου συνεχίζονται καί σήμερον. Κατά τό πρῶτον δεκαήμερον τοῦ τρέχοντος μηνός ἐπραγματοποιήθησαν εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν δύο διεθνῆ οἰκολογικά συνέδρια μέ θέμα, τό πρῶτον «Eco εὖ-ζῆν : Περιβάλλον, Ζῶα, Ἠθική» καί τό δεύτερον «Sustaining the Future of the Planet Together». Ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία ἀφουγκράζεται τήν κραυγήν ἀγωνίας τῆς γῆς, τῶν ἐμβίων ὄντων καί τοῦ κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν Θεοῦ πλασθέντος ἀνθρώπου, θυμάτων τῆς ἀλογίστου γεωκτονίας τῆς ἐποχῆς μας.

Ὅλα αὐτά ἐνέπνευσαν κοινοβούλια, πανεπιστήμια, ἐπιστημονικά κέντρα, κοινωνικούς φορεῖς, ὀργανώσεις καί τήν νεολαίαν. Ἀπετέλεσαν ἐπίσης ἔναυσμα διά τήν Ὀρθόδοξον θεολογίαν, νά προβάλλῃ μετ᾿ ἐμφάσεως τό οἰκοφιλικόν περιεχόμενον τῆς χριστιανικῆς κοσμολογίας καί ἀνθρωπολογίας. Αἱ προσπάθειαι ἡμῶν δέν προήγαγον μόνον τόν διορθόδοξον διάλογον διά τό περιβάλλον, ἀλλά καί τήν σχετικήν διαχριστιανικήν, τήν διαθρησκειακήν καί τήν διεπιστημονικήν συζήτησιν. Δέν ἀπηυθύνθημεν μόνον εἰς τούς ὀρθοδόξους πιστούς, οὔτε μόνον εἰς τούς χριστιανούς ἤ τούς πιστούς ἄλλων θρησκειῶν, ἀλλά εἰς κάθε ἄνθρωπον καλῆς θελήσεως, ἐκφράζοντες τήν ἐμπιστοσύνην ἡμῶν πρός τήν ὑπευθυνότητα τοῦ κάθε ἀνθρώπου καί ἐλπίζοντες εἰς τήν συμβολήν ὅλων.

Πέραν κάθε ἀμφιβολίας, τό φυσικόν περιβάλλον ἀπειλεῖται σήμερον ὅσον ποτέ ἄλλοτε κατά τό παρελθόν. Ὡς ἔχει γραφῆ, ἐκτυλίσσεται εἰς τήν ἐποχήν μας ἕνας «τρίτος παγκόσμιος πόλεμος» ἐναντίον τῆς φύσεως. Ἡ οἰκολογική κρίσις δέν γνωρίζει σύνορα, ἀποτελεῖ παγκόσμιον πρόβλημα, τό ὁποῖον ὄχι μόνον ἐπηρεάζει τόν σύγχρονον ἄνθρωπον καί τά λοιπά ἔμβια ὄντα, ἀλλά ἀπειλεῖ καί τό μέλλον τῆς ζωῆς εἰς τόν πλανήτην μας.

Ἐξ ἀρχῆς, ἡ ἡμετέρα Μετριότης προσήγγιζε τήν οἰκολογικήν κρίσιν ὡς κοινωνικόν πρόβλημα καί ἀνεδείκνυε τήν συνάφειαν περιβαλλοντικῶν καί κοινωνικῶν ζητημάτων. Εἶναι ἀδιανόητον νά ἐνδιαφερώμεθα διά τόν ἄνθρωπον καί νά καταστρέφωμεν τόν οἶκον του, καί ἀντιστρόφως. Προστασία τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος καί ἔμπρακτος σεβασμός τοῦ συνανθρώπου εἶναι δύο ὄψεις τοῦ ἰδίου νομίσματος, στάσεις ἀλληλένδετοι καί ἀδιαίρετοι. Τήν ἀλήθειαν ταύτην ἐτονίσαμεν εἰς τό Κοινόν Μήνυμα κατά τήν «Παγκόσμιον Ἡμέραν Προσευχῶν διά τήν προστασίαν τῆς Δημιουργίας», μετά τοῦ Πάπα Ρώμης Φραγκίσκου (1-9-2017). Εἰς τό κείμενον αὐτό σημειώνονται τά ἑξῆς: «Τό ἀνθρώπινον καί τό φυσικόν περιβάλλον ὑποβαθμίζονται ἐκ παραλλήλου. Ἐν τῇ πράξει, ἡ ἐπιδείνωσις τῆς καταστάσεως τοῦ πλανήτου, ἐπηρεάζει τούς πλέον εὐαλώτους κατοίκους αὐτοῦ. Τά ἀποτελέσματα τῆς κλιματικῆς ἀλλαγῆς ἐγγίζουν πρῶτον καί πρωτίστως αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ζοῦν ἐν πτωχείᾳ, ἁπανταχοῦ τῆς γῆς». Εἶναι αὐτονόητον, ὅτι ὁ λόγος περί προόδου εἶναι κίβδηλος, ὅταν καταστρέφεται ὁ οἶκος τοῦ ἀνθρώπου καί φαλκιδεύεται τό ἀνθρώπινον πρόσωπον. Δι᾿ ἡμᾶς, ἡ ἀδιαφορία διά τόν πάσχοντα συνάνθρωπον καί διά τήν καταστροφήν τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος εἶναι ἀδιαφορία διά τόν Θεόν καί διά τάς ἐντολάς του. Ὅπου ὑπάρχει ἀγάπη καί ἀλληλεγγύη, ὅταν ἀγωνιζώμεθα διά τήν ἀκεραιότητα τῆς δημιουργίας, δοξάζεται ὁ Θεός.

Ἔκφρασιν τῆς πεποιθήσεώς μας ὅτι ἡ πορεία πρός τό οἰκολογικόν καί τό κοινωνικόν μέλλον τῆς ἀνθρωπότητος δύναται νά εἶναι μόνον οἰκολογική καί κοινωνική, ἀποτελεῖ ἡ ἀνακήρυξις τοῦ ἔτους 2013 ὡς ἔτους «πανανθρωπίνης ἀλληλεγγύης». Στόχος μας ἦτο νά εὐαισθητοποιήσωμεν τούς πιστούς ἐπί τοῦ προβλήματος τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως, τῆς ἐκτεταμένης πτωχείας καί τῶν μεγάλων ἀνισοτήτων, καί νά τονίσωμεν τήν ἐπείγουσαν ἀνάγκην πρωτοβουλιῶν διά τήν ἀνακούφισιν τῶν πεινώντων καί δυστυχούντων. Τό αὐτό πνεῦμα ἐκφράζει καί ἡ ἀνακήρυξις τοῦ ἔτους 2017 εἰς «ἔτος προστασίας τῆς ἱερότητος τῆς παιδικῆς ἡλικίας», ἐνώπιον τῆς προσφυγικῆς κρίσεως καί τῶν χιλιάδων ἀπροστατεύτων παιδίων, τῶν ποικίλων ἐκμεταλλεύσεων αὐτῶν, ἀλλά καί τῆς μετατροπῆς τῶν παιδίων εἰς τάς πλουσιωτέρας χώρας, ὅπως ἔχει προσφυῶς γραφῆ, εἰς «ἀγοράς» καί εἰς πρωΐμους καταναλωτάς. Τό κεντρικόν μήνυμα εἰς τάς Πατριαρχικάς αὐτάς «Ἀποδείξεις» – ὅπως ὀνομάζονται τά Πατριαρχικά Μηνύματα – εἶναι ὅτι ἡ ρίζα τῶν οἰκολογικῶν καί κοινωνικῶν προβλη-μάτων καί τῶν ποικιλωνύμων κρίσεων εἶναι κοινή καί εἶναι πάντοτε μία «κρίσις τῆς ἐλευθερίας», μία πνευματική καί ἠθική κρίσις καί ἀνατροπή. Ἡ διπλῆ ἀλληλεγγύη μέ τήν κτίσιν καί τόν ἄνθρωπον εἶναι τό νέον ἦθος, τό ὁποῖον ἀνθίσταται εἰς τάς «συγχρόνους ἁμαρτίας» μας. Οὐδέν ὅραμα διά τό μέλλον ἔχει ἀξίαν, ἐάν δέν περιλαμβάνῃ τήν προσδοκίαν ἑνός κόσμου μέ κοινωνικήν δικαιοσύνην καί ἀκέραιον φυσικόν περιβάλλον.

Ἐν τῷ πνεύματι τούτῳ, ἐπιθυμοῦμεν νά διατυπώσωμεν τόν ἑξῆς «Δεκάλογον κοινωνικῆς Οἰκολογίας»:

α’) Ἡ οἰκολογική κρίσις ἀπεκάλυψεν ὅτι ὁ κόσμος μας ἀποτελεῖ ἑνότητα, ὅτι τά προβλήματά μας εἶναι κοινά, ὅτι οὐδεμία πρωτοβουλία, οὐδείς λαός, οὐδέν κράτος ἤ ἄλλος θεσμός, οὔτε ἡ ἐπιστήμη καί ἡ τεχνολογία, οὔτε αἱ θρησκεῖαι, εἶναι εἰς θέσιν νά ἀντιμετωπίσουν τάς προκλήσεις χωρίς σύμπραξιν. Διά τόν σκοπόν αὐτόν ἀπαιτεῖται πολύπλευ-ρος κινητοποίησις, κοινή προσπάθεια, σύγκλισις καί συμπόρευσις. Δυστυ-χῶς, μέχρι καί σήμερον διαδίδεται ἡ ἄποψις, ὅτι ἡ φύσις ἔχει τήν δύναμιν νά ἀνανεώνεται, παρά τήν συνεχιζομένην καί ἐπιτεινομένην ἀνθρωπο-γενῆ ἐπιβάρυνσίν της. Ὅμως, ἡ ἀναβολή λήψεως δραστικῶν μέτρων κατά τῆς ἀλογίστου ἐκμεταλλεύσεως τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος αὐξάνει τούς κινδύνους. Ὄντως, ἡ οἰκολογία δέν εἶναι πολυτέλεια. Εἴμεθα βέβαιοι ὅτι, ὅπως ὅλαι αἱ μεγάλαι σύγχρονοι προκλήσεις, οὕτω καί τό οἰκολογικόν πρόβλημα, εἶναι ἀδύνατον νά ἀντιμετωπισθῇ ἄνευ τῆς συμβολῆς τῶν θρησκειῶν. Θεωροῦμεν τήν προώθησιν τῆς προστασίας τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος κεντρικόν θέμα τοῦ διαλόγου τῶν θρησκειῶν καί τῆς διαθρησκειακῆς συνεργασίας.

β’) Ἡ πρωτοφανής ἔκτασις τοῦ οἰκολογικοῦ προβλήματος εἰς τήν ἐποχήν μας εἶναι διάστασις τῆς κυριαρχίας τοῦ πολιτισμοῦ τοῦ Ἔχειν. Ὀρθῶς ἔχει λεχθῆ, ὅτι «ὅταν τό Ἔχειν καθορίζει τόν τρόπον ὑπάρξεώς μου, τότε ἡ σχέσις μου μέ τόν ὑπόλοιπον κόσμον εἶναι κτητική». Αὐτό σημαίνει ὅτι, ἐάν εἰς τήν σχέσιν μας μέ τό περιβάλλον κυριαρχῇ τό Ἔχειν, τότε ἀναπόφευκτα αὐτή ἡ κτητική νοοτροπία δεσπόζει καί εἰς τάς διανθρω-πίνας σχέσεις. Ἔχομεν ἀνάγκην ἑνός πολιτισμοῦ τοῦ Εἶναι, τεθεμελιω-μένου εἰς τήν πεποίθησιν ὅτι τό ζῆν καί τό εὖ ζῆν τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἀνθρωπότητος συναρτῶνται μέ τήν ὀρθήν σχέσιν πρός τό φυσικόν περιβάλλον, τό ὁποῖον ὀφείλομεν νά κληροδοτήσωμεν ἀκέραιον καί βιώσιμον εἰς τάς ἐπερχομένας γενεάς. Πρέπει ὁριστικῶς νά ὑπερβῶμεν τό «καθελῶ μου τάς ἀποθήκας καί μείζονας οἰκοδομήσω» καί τό «ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου» (Λουκ. ιβ’, 18-19) τοῦ «ἄφρονος πλουσίου» τοῦ Εὐαγγελίου, καί νά πορευθῶμεν πρός ἕνα «πολιτισμόν ἀλληλεγγύης» μέ τόν συνάνθρωπον καί τήν κτίσιν.

γ’) Ἡ ἐπιστήμη καί ἡ τεχνολογία προσέφερον καί προσφέρουν πάμπολλα καί πολύτιμα εἰς τόν ἄνθρωπον. Συνέβαλον εἰς τήν ὑπέρβασιν τῶν λεγομένων «μοιραίων» καταστάσεων, εἰς τήν ἀντιμετώπισιν τῶν ἀσθενειῶν, εἰς τήν ἄνοδον τοῦ βιοτικοῦ ἐπιπέδου καί τῆς ποιότητος ζωῆς καί εἰς τήν προαγωγήν τῆς ἐπικοινωνίας. Οὐδείς νουνεχής δύναται νά ἀμφισβητήσῃ τήν ἀνθρωπιστικήν διάστασιν τῆς ἐπιστήμης. Βεβαίως, διά τά εὐεργετήματα αὐτά, ἡ ἀνθρωπότης πληρώνει βαρύ τίμημα. Ἡ ἐπιστημονική καί τεχνική πρόοδος δίδει λύσεις, δημιουργεῖ ὅμως νέα προβλήματα, τά ὁποῖα ἡ ἰδία δυσκολεύεται νά ἀντιμετωπίσῃ. Ὁ σύγχρονος «ἀνθρωποθεός», μέ ὅπλον τά πανίσχυρα τεχνολογικά μέσα, εἶναι ἰδιαιτέρως ἐπικίνδυνος διά τό φυσικόν περιβάλλον, ἀκόμη καί δι᾿ αὐτήν ταύτην τήν ἐπιβίωσίν μας. Διά πρώτην φοράν εἰς τήν ἱστορίαν της, ἡ ἀνθρωπότης δύναται, διά τῶν πυρηνικῶν ὄπλων, νά ἀφανίσῃ τήν ζωήν. Δυστυχῶς, ἡ ἐπιστημονική γνῶσις δέν διεισδύει εἰς τά βάθη τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς καί δέν ἐξασφαλίζει ἀφ᾿ ἑαυτῆς τήν ὀρθήν ἐφαρμογήν της. Ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει, ἀλλά δρᾷ ὡσάν νά μή ἐγνώριζεν. Ἐπανα-λαμβάνομεν, ὅτι ἡ κριτική ἀπέναντι εἰς τήν θεοποίησιν τῆς τεχνολογίας καί τόν ἐπιστημονισμόν δέν σημαίνει ὑποτίμησιν ἤ ἀγνόησιν τῶν εὐεργετη-μάτων τῆς ἐπιστημονικῆς καί τεχνολογικῆς προόδου. Ὅμως εἶναι βέβαιον ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά γίνεται λόγος περί προόδου, ὅταν φαλκιδεύεται τό ἀνθρώπινον πρόσωπον καί καταστρέφεται ὁ οἶκος του. Τόσον ὁ ἄνθρωπος ὅσον καί ἡ φύσις εἶναι πάντοτε περισσότερον ἀπό αὐτό πού δύναται νά συλλάβῃ ἡ ἐπιστήμη.

δ’) Τό κυρίαρχον πρότυπον οἰκονομικῆς ἀναπτύξεως ὀξύνει ἐπικιν-δύνως τά περιβαλλοντικά προβλήματα καί λειτουργεῖ κατά τοῦ ἀληθοῦς συμφέροντος τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἀποκλειστικός προσανατολισμός τῆς οἰκονομικῆς δραστηριότητος πρός τήν μεγιστοποίησην τοῦ κέρδους δέν εὐνοεῖ ἐν τέλει οὔτε τήν οἰκονομικήν ἀνάπτυξιν, οὔτε τό κοινόν καλόν. Εἶναι ἀπαράδεκτον νά καταστρέφωμεν τούς ὅρους τῆς ἐπιβιώσεως καί τῆς συμβιώσεως ἡμῶν εἰς τό ὄνομα τοῦ βραχυπροθέσμου ὀφέλους, νά λαμβάνωνται οἰκονομικαί ἀποφάσεις χωρίς νά ὑπολογίζωνται αἱ οἰκολο-γικαί ἐπιπτώσεις των. Ἡ οἰκονομική πρόοδος πρέπει νά κρίνεται ἀπό τάς συνεπείας αὐτῆς διά τό περιβάλλον, διά νά μή γίνεται ἡ οἰκολογία θῦμα τῆς οἰκονομίας. Ἐπειδή δέν ὑπάρχει βιώσιμος οἰκονομική ἀνάπτυξις εἰς βάρος τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος, τό μέλλον ἀνήκει εἰς μίαν «οἰκολογικήν οἰκονομίαν», μέ κέντρον τάς πραγματικάς ἀνάγκας τοῦ ἀνθρώπου, αἱ ὁποῖαι ὑπηρετοῦνται μόνον μέσα εἰς ἕν ἀκέραιον περιβάλλον.

ε’) Ἀπορρίπτομεν τό κυνικόν «Δέν ὑπάρχει ἄλλη λύσις», τήν ἀρχήν δηλαδή ὅτι ἡ μή συμμόρφωσις πρός τάς ἐπιταγάς καί τήν ἄτεγκτον νομοτέλειαν τῆς οἰκονομίας, ὁδηγεῖ εἰς ἐπέκτασιν τῆς πτωχείας καί εἰς ἀνεξελέγκτους κοινωνικάς ἐξελίξεις καί συγκρούσεις. Δέν εἶναι δυνατόν νά ἀγνοῶνται καί νά δυσφημίζωνται αἱ ἐναλλακτικαί μορφαί ἀναπτύξεως καί ἡ ἰσχύς τῆς κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης καί δικαιοσύνης. Μέ τό ἴδιον πνεῦμα, ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (Κρήτη, 2016) εἶχε δηλώσει τήν ἀντίθεσίν της εἰς τήν «ἰδιονομίαν τῆς οἰκονομίας», τήν αὐτονόμησίν της δηλαδή ἀπό τάς ζωτικάς ἀνάγκας τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς κοινωνίας καί τήν μετατροπήν της εἰς αὐτοσκοπόν, καί εἶχεν ἀντιπροτείνει «μίαν βιώσιμον οἰκονομίαν, τεθεμελιωμένην εἰς τάς ἀρχάς τοῦ Εὐαγγελίου». Ἡ Ἐκκλησία, μέ πυξίδα τόν Κυριακόν λόγον «οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος», θεωρεῖ ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά ὑπάρξῃ ἀληθινή πρόοδος διά μόνης τῆς ἀνόδου τοῦ βιοτικοῦ ἐπιπέδου καί «εἰς βάρος τῶν πνευματικῶν ἀξιῶν».

στ’) Εἰς τό κέντρον τῆς πολιτικῆς, μετά καί τάς συγχρόνους, πρωτοφανεῖς εἰς τήν ἱστορίαν, βιαιότητας τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι εἰς τόν ἄνθρωπον καί κατά τῆς φύσεως, τοῦ κλίματος, τῆς βιοποικιλότητος, τῆς πανίδος καί τῆς χλωρίδος, ἀνήκει ἡ διακονία τῆς ἐλευθερίας, τῆς δικαιοσύνης καί τῆς εἰρήνης, ἀλλά καί ἡ προστασία τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος. Ἀγωνιζόμεθα διά τήν καταλλαγήν, τήν συμφιλίωσιν καί τήν συνεργασίαν, ἀπορρίπτομεν τό ἰδεολόγημα τῆς «συγκρούσεως τῶν πολιτισμῶν», καί προωθοῦμεν τόν διάλογον ὡς κίνησιν ἀλληλεγγύης καί ὡς προώθησιν τῆς ἀλληλεγγύης μέ τόν συνάνθρωπον καί τήν δημιουργίαν. Δέν σιωπῶμεν ἐνώπιον τῆς βίας καί τῆς ἀδικίας, τῆς μισαλλοδοξίας καί τοῦ ρατσισμοῦ, τῶν ἀντιπερσοναλιστικῶν δυνάμεων, αἱ ὁποῖαι ὑποσκάπτουν τήν κοινωνικήν συνοχήν. Τελικός στόχος εἶναι ὁ ἐξανθρωπισμός τῆς πολιτικῆς, ὁ σεβασμός τῆς ἀνθρωπίνης ἀξιοπρεπείας, ἡ προστασία τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ «πελωρίου θησαυρο-φυλακίου» τῆς φύσεως.

ζ’)Ὁ ἀγών διά τήν προστασίαν τοῦ περιβάλλοντος καί διά τήν ἑδραίωσιν τοῦ πολιτισμοῦ τῆς ἀλληλεγγύης εἶναι συνέπεια τῆς χριστιανικῆς πίστεως καί κεντρική διάστασις τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ κτίσις δέν εἶναι κτῆσις τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά δωρεά τοῦ ἀγαθοδότου Θεοῦ, τήν ὁποίαν ὁ ἄνθρωπος καλεῖται ὡς καλός οἰκονόμος νά συντηρῇ, νά προστατεύῃ καί νά ὀμορφαίνῃ, νά τήν προσφέρῃ ὡς εὐχαριστίαν εἰς τόν Θεόν. Ἡ ἐκκλησιαστική ζωή εἶναι νίκη ἐναντίον ἐκείνων τῶν δυνάμεων, ἐκ τῶν ὁποίων ἀπορρέουν αἱ οἰκοκαταστροφικαί τάσεις καί ἡ συρρίκνωσις τῆς ἀλληλεγγύης, δυνάμεων ὅπως ὁ ἐγωκεντρισμός, ἡ ἀδιαφορία διά τόν πλησίον, ἡ πλεονεξία, ἡ ἀντικειμενοποίησις καί ἡ ἐκμετάλλευσις τῆς κτίσεως κ. ἄ. Ἡ φιλάνθρωπος καί οἰκοφιλική στάσις τῶν πιστῶν εἶναι προέκτασις ὅσων βιώνουν ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, τό ἐνδιαφέρον τῆς Ἐκκλησίας διά τήν προστασίαν τοῦ περιβάλλοντος δέν ἐγεννήθη περιστασιακῶς, ὡς ἀντίδρασις εἰς τήν σύγχρονον οἰκολογικήν κρίσιν. Ἀληθές εἶναι, ὅτι τό οἰκολογικόν πρόβλημα τοῦ παρόντος ἦτο ἡ ἀφορμή καί ὄχι ἡ αἰτία τῆς οἰκολογικῆς δραστηριοποιήσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἦτο εὐκαιρία διά νά ἀναδείξῃ τό οἰκοφιλικόν ἦθος της καί διά νά ἀναπτύξῃ τήν διδασκαλίαν της περί τῆς σχέσεως ἀνθρώπου καί κτίσεως. Ὁ πολιτισμός τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι οἴκοθεν οἰκοφιλικός. Ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι «βιωμένη», «ἐφηρμοσμένη» οἰκολογία.

η’) Ἡ κατανόησις καί ἑρμηνεία τοῦ Βιβλικοῦ «Αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γῆν καί κατακυριεύσατε αὐτῆς» (Γεν. Α´, 28), ὡς θεμελιώσεως καί ἀπαρχῆς κυριαρχικῆς καί ἐκμεταλλευτικῆς στάσεως τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι τῆς δημιουργίας, ἀποτελεῖ διαστρέβλωσιν καί παρανόησιν τῆς Θείας ἐντολῆς καί ἀντίκειται πλήρως εἰς τό πνεῦμα τῆς Βίβλου. Εἰς τό δεύτερον κεφάλαιον τῆς Γενέσεως (στίχ. 15), τονίζεται ἡ εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι εἰς τόν οἶκον του, μέ τήν προτροπήν «ἐργάζεσθαι καί φυλάττειν» αὐτόν. Ἡ ἐξουσιαστική σχέσις τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν δημιουργίαν εἶναι ἀπότοκος τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἀλλοτριώσεώς του ἀπό τόν Θεόν καί τῶν τραγικῶν συνεπειῶν της. Τῆς βλαπτικῆς διά τό περιβάλλον συμπεριφορᾶς προηγεῖται ἡ κακή ἀλλοίωσις τῆς ἐλευθερίας μας. Ἡ σαπρότης τοῦ δένδρου εἶναι ἡ αἰτία τῆς σαπρᾶς καρποφορίας, κατά τό Βιβλικόν: «οὐ δύναται … δένδρον σαπρόν καρπούς καλούς ποιεῖν» (Ματθ. ιζ’, 18). 

θ’) Ἐπί τῇ βάσει τῶν εὐλογημένων χριστιανικῶν ἡμῶν παραδόσεων καί ἀρχῶν, κατανοοῦμεν τά βαθύτερα αἴτια τῆς οἰκολογικῆς κρίσεως καί τήν σύνδεσιν αὐτῶν μέ τήν ἀνθρωπολογικήν κρίσιν ἤ τήν κακήν χρῆσιν τῆς ἀνθρωπίνης ἐλευθερίας. Ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει ὅτι ἡ ρίζα τοῦ οἰκολογικοῦ προβλήματος εἶναι πνευματική. Ἡ ἁμαρτία ἔχει ὄχι μόνον κοινωνικάς, ἀλλά καί ἐμφανεστάτας κοσμολογικάς διαστάσεις καί ἐπιπτώσεις. Ἐπειδή ἀκριβῶς τό οἰκολογικόν πρόβλημα εἶναι ζήτημα πνευματικόν καί ἠθικόν, κεντρικῆς σημασίας διά τήν ἀντιμετώπισίν του εἶναι ἡ ριζική ἀλλαγή νοοτροπίας καί πνευματικῆς στάσεως ἀπέναντι εἰς τήν δημιουργίαν. Εἰς τήν μακραίωνα Παράδοσιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐβιώθησαν καί ἀνεδείχθησαν δύο ἀνεξάντλητοι τρόποι ὀρθῆς σχέσεως μέ τήν κτίσιν: Πρόκειται διά τόν εὐχαριστιακόν τρόπον τοῦ βίου καί διά τό ἀσκητικόν πνεῦμα. Ὁ εὐχαριστιακός καί ἀσκητικός ἄνθρωπος εἶναι πρόκλησις διά τήν ἀλαζονικῶς εὐδαιμονιστικήν καί ἀντιασκητικήν ἐποχήν μας καί προσφέρεται ὡς ἐναλλακτικόν πρότυπον σχέσεως μέ τήν δημιουργίαν καί τά ἀγαθά τῆς ζωῆς, ἀλλά καί μέ τόν συνάνθρωπον. Ὁ χριστιανικός ἀσκητισμός δέν σημαίνει ἀπόρριψιν τοῦ κόσμου καί τῆς ζωῆς ἐν τῷ κόσμῳ, ἀλλά εὐχαριστιακήν κατάφασιν καί κατά Θεόν χρῆσιν των. Τό εὐχαριστιακόν ἦθος ἐκφράζεται ὡς σεβασμός τοῦ δώρου τῆς ζωῆς, ὡς «καῦσις καρδίας ὑπέρ πάσης τῆς κτίσεως», ὡς πολιτισμός τοῦ Εἶναι καί τοῦ συνεῖναι, ὡς ἀγάπη καί ἀλληλεγγύη.

ι’) Ἡ καταστροφή τῆς φύσεως ἀρχίζει μέσα εἰς τόν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου καί ἀπό ἐκεῖ ὀφείλει νά ξεκινᾷ καί ἡ θεραπεία. Ἡ παιδική καί ἡ ἐφηβική ἡλικία ἀποτελοῦν ἰδιαιτέρως εὐνοϊκάς περιόδους τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου δι᾿ οἰκολογικήν εὐαισθητοποίησιν, διά νά ἀναπτυχθῇ εἰς τήν νέαν γενεάν τό αἰσθητήριον διά τήν ὡραιότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καί τήν ἱερότητα τῆς δημιουργίας. Ἡ παιδεία ὀφείλει νά ἐνσταλάζῃ εἰς τόν νοῦν καί τήν καρδίαν τῶν παιδιῶν καί τῶν νέων οἰκολογικήν εὐαισθησίαν καί εὐθύνην διά τό φυσικόν περιβάλλον. Ἡ διδασκαλία τῆς οὐσιωδῶς οἰκοφιλικῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως εἰς τό σύγχρονον σχολεῖον δύναται νά ἀναδειχθῇ, μέσα εἰς τόν ἀριθμόπληκτον καί ἐαυτοκεντρικόν πολιτισμόν τῆς ἐποχῆς μας, εἰς ἔξοχον εὐκαιρίαν παιδείας ὑπευθύνου ἐλευθερίας, ἡ ὁποία θά ἀντλῇ ἀξίας καί ἰδεώδη ἀπό τό μοναδικόν εἰς τήν ἱστορικήν πορείαν τῆς ἀνθρωπότητος, προσωποκεντρικόν, κοινοτικόν καί οἰκοφιλικόν ἦθος τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ἐκλεκτή ὁμήγυρις,

Αὐτή ἡ Ὀρθόδοξος χριστιανική ταυτότης διεμορφώθη ὡς εὐλογημένον ἀποτέλεσμα δημιουργικῆς συναντήσεως ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ καί χριστιανικοῦ πνεύματος. Ὅ,τι καλλίτερον καί πολυτιμότερον εἶχεν ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικός πολιτισμός ἐνεσωματώθη εἰς τόν κορμόν τῆς Ἐκκλησίας. Ἀποτελεῖ βαθεῖαν ἐμπειρίαν καί ἀκλόνητον πεποίθησιν τῆς ἡμετέρας Μετριότητος, ὅτι ἡ ἀνεκτίμητος παρακαταθήκη τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητος, ἐνεπλουτίσθη, ἀπέκτησε κοινωνικήν ὑφήν, παγκοσμιότητα καί πνοήν αἰωνιότητος ἐντός τοῦ χριστιανικοῦ πνευματικοῦ πλαισίου. Εἰς τό ἐν Χριστῷ καί κατά Χριστόν ζῆν ὑπάρχει, μέ βαθύτατον κοινωνικόν περιεχόμενον καί μέ ἀναφοράν πλέον εἰς τόν αἰώνιον προορισμόν τοῦ ἀνθρώπου, τό «κατά λόγον ζῆν» τῶν Ἀρχαίων, ἐνσωματωμένον εἰς τόν «ἐν ἀρχῇ Λόγον», τόν «σαρκωθέντα δι᾿ ἡμᾶς», «τό φῶς τό ἀληθινόν, ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον» (Ἰωάν. α’, 9). Ἡ ἀλήθεια εἶναι φῶς καί μόνον ὅ,τι εἶναι φῶς εἶναι ἀλήθεια.

Μέσα εἰς τήν Ὀρθόδοξον Παράδοσιν, εἰς αὐτό τό «στερεό ἔδαφος» ὅπου «πατᾶ ἡ ψυχή μας», ὅπως θά ἔλεγεν ὁ ποιητής (Ὀ. Ἐλύτης), ἡ σύγχρονος «οἰκολογική κατηγορική προστακτική» ἀποκτᾷ ἔμφασιν ὡς ἐντολή τοῦ Θεοῦ τῆς εἰρήνης ἐπί γῆς, ἡ ὁποία εἶναι εἰρήνη μέ τόν Θεόν, εἰρήνη μέ τόν συνάνθρωπον, ἀλλά καί εἰρήνη μέ τήν γῆν καί εἰρήνη τῆς γῆς. Καλούμεθα νά προβάλλωμεν καί νά ἀναπτύσσωμεν ἐν τῇ πράξει τό κοινωνικόν καί οἰκολογικόν δυναμικόν τῆς χριστιανικῆς ἡμῶν πίστεως, νά ἀναδεικνύωμεν τήν ἀλήθειαν καί τήν ἐπικαιρότητα τοῦ εὐχαριστιακοῦ καί ἀσκητικοῦ τρόπου τοῦ βίου τῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι ἐκόμιζαν εἰς τούς ναούς μας «τόν σῖτον, τόν οἶνον καί τό ἔλαιον» διά νά τά ἁγιάσῃ ὁ ἱερεύς καί νά ἁγιασθῇ ἡ ζωή καί ὁ μόχθος των. Ὀφείλομεν νά ἐνθυμώμεθα τό δοξολογικόν ἦθος ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι τίποτε δέν ἐθεώρουν ἰδικόν των κατόρθωμα, τίποτε αὐτονόητον καί δεδομένον, οὔτε τό ψωμί, οὔτε τό νερό, οὔτε τήν ὑγείαν καί τήν εὐτυχίαν, καί ἐδοξολόγουν τόν Θεόν διά τό δῶρον τῆς ζωῆς, ἐσέβοντο τήν ἱερότητα τῆς δημιουργίας καί ἔβλεπαν παντοῦ τήν παρουσίαν τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης. Τό ἐπιχείρημα ὅτι αὐτό τό ἦθος τῆς εὐχαριστιακῆς καί ἀσκητικῆς ἐλευθερίας δέν εἶναι ἐφικτόν νά βιωθῇ ἐν τῷ πλαισίῳ τῶν συγχρόνων κοινωνικῶν, οἰκονομικῶν καί πολιτισμικῶν συνθηκῶν εἶναι ὁλοσχερῶς σαθρόν. Ὅπως ἔχει λεχθῇ, εἰς τό μέλλον τῆς ἀνθρωπότητος, αὐτό τό πνεῦμα ἔχει νά προσφέρῃ περισσότερα ἀπό ὅσα ὁ σύγχρονος τρόπος ζωῆς εἰς τάς μεγαλουπόλεις τῆς οἰκουμένης.

Μέ αὐτάς τάς σκέψεις, ἐκφράζοντες ἅπαξ ἔτι, ἐκ μέσης καρδίας, θερμάς εὐχαριστίας πρός τό Ἑλληνικόν Ἀνοικτόν Πανεπιστήμιον διά τήν τιμήν, καί πρός πάντας ὑμᾶς διά τήν παρουσίαν σας, ἐπικαλούμεθα ἐφ᾿ ὑμᾶς καί ἐπί τούς οἰκείους σας τήν χάριν καί τό ἔλεος τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ τῶν θαυμασίων.