Θωρηκτό Αβέρωφ: Το «πλοίο-θρύλος» της Ελλάδας
Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως «ζωντανή ιστορία», μιας και σε παγκόσμιο επίπεδο ίσως και να μην υπάρχει άλλο πολεμικό πλοίο που να έχει συνδεθεί τόσο έντονα με την ιστορία ενός έθνους αλλά και για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Η ιστορία του Θωρηκτού
Το «τυχερό πλοίο», όπως αργότερα, θα χαρακτηριζόταν, επρόκειτο να ενταχθεί στο πολεμικό ναυτικό της Ιταλίας. Όμως, καθώς η παραγγελία ακυρώθηκε, η κυβέρνηση Μαυρομιχάλη αποφάσισε να προβεί στην αγορά του στις 12 Νοεμβρίου 1909, προλαβαίνοντας ουσιαστικά τους Τούρκους που επίσης είχαν εκδηλώσει ενδιαφέρον.
Ναυπηγήθηκε στο Λιβόρνο της Ιταλίας και κόστισε 24.000.000 δραχμές, μετά από εκτενείς διαπραγματεύσεις υπό τον υπουργό Ναυτικών, Ιωάννη Δαμιανό. Η αγορά του ήταν εξαιρετικά σημαντική, μιας και λίγα χρόνια πριν, το 1897, η Ελλάδα είχε ηττηθεί στον ελληνοτουρκικό πόλεμο, με αποτέλεσμα η ένταξη νέων σύγχρονων μονάδων να κρίνεται αναγκαία.
Ο επιχειρηματίας και εθνικός ευεργέτης, Γεώργιος Αβέρωφ, προσέφερε το 1/3 του ποσού, γεγονός που οδήγησε τους ιθύνοντες να δώσουν στο πλοίο το όνομά του.
Η άφιξή του στην Ελλάδα
Αν και καθελκύστηκε στις 25 Φεβρουαρίου 1910, έφτασε στην Ελλάδα ένα χρόνο αργότερα, στις 15 Μαΐου 1911, με το πρώτο του ταξίδι να γίνεται στην Αγγλία για τη στέψη του βασιλιά Γεωργίου Ε’. Την 1η Σεπτεμβρίου 1911 επέστρεψε στο Φάληρο, με τους Έλληνες να το υποδέχονται με χειροκροτήματα και επευφημίες.
Επρόκειτο για ένα πλοίο, από τα πιο σύγχρονα πολεμικά της εποχής του, ατμοκίνητο, και έπλεε με ταχύτητα 24 κόμβων, ενώ είχε πλήρωμα 20 αξιωματικών και 670 ναυτών.
Η επιχειρησιακή δράση του «Αβέρωφ»
Τις πρώτες νίκες του το Θωρηκτό «Αβέρωφ» τις έφερε στις ναυμαχίες της Έλλης (3 Δεκεμβρίου 1912) και της Λήμνου (5 Ιανουαρίου 1913) ενάντια στους Τούρκους, ελέγχοντας απόλυτα το Αιγαίο και καθιστώντας το μία ισχυρή ελληνική δύναμη, με κυβερνήτη τον ναύαρχο και μετέπειτα Πρόεδρο της Δημοκρατίας Παύλο Κουντουριώτη.
Με τη νίκη των δυνάμεων στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, το 1918 το πλοίο έπλευσε στην Κωνσταντινούπολη όπου και αγκυροβόλησε, υψώνοντας την ελληνική σημαία απέναντι από το παλάτι του Σουλτάνου. Τέσσερα χρόνια αργότερα, με τη μικρασιατική καταστροφή του 1922, με σκοπό να βοηθήσει τους ξεριζωμένους Έλληνες, έφτασε μέχρι τα παράλια της Ιωνίας.
Τη γενική επισκευή του το 1928, ακολούθησε μία παράξενη περίοδος. Στον Μεσοπόλεμο, χρησιμοποιήθηκε από τους φιλοβενιζελικούς στο κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935, ενώ στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και συγκεκριμένα τον Απρίλιο του 1941, υπήρξε στιγμιαία η ιδέα να βυθιστεί για να μην πέσει στα χέρια των εχθρών. Το εγχείρημα εγκαταλείφθηκε γρήγορα και έφτασε σώο στην Αλεξάνδρεια.
Οι τελευταίες αποστολές
Προτού ολοκληρώσει την «πορεία» του, συμμετείχε σε δύο ειρηνευτικές αποστολές, στη μεταφορά της κυβέρνησης της Απελευθέρωσης του Γεωργίου Παπανδρέου στον Πειραιά (17 Οκτωβρίου 1944) και στο ταξίδι του στη Ρόδο (15 Μαΐου 1945), φέρνοντας το μήνυμα της προσάρτησης των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα.
Από το 1952 παροπλίστηκε και λειτουργεί ως και σήμερα σαν Πολεμικό Μουσείο.