198 χρόνια από τον θάνατo του Λόρδου Βύρωνα
Ο Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον, γνωστός σε όλους τους Έλληνες ως Λόρδος Βύρων, γεννήθηκε στις 22 Ιανουαρίου του 1788. Καταγόμενος από αριστοκρατική οικογένεια, από νεαρή ηλικία απέκτησε υψηλή μόρφωση, ενώ λίγο πριν ενηλικιωθεί ανακάλυψε ότι είχε ταλέντο στην ποίηση. Ως ποιητής, συγκαταλέγεται στις σημαντικότερες μορφές του ρομαντισμού, θεωρείται ένας από κορυφαίους στη Βρετανία και παραμένει δημοφιλής μέχρι και σήμερα.
Το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε το έτος 1809. Αποπλέοντας από το Πλίμουθ με το αγγλικό πολεμικό «Σπάιντερ», πέρασε από το Γιβραλτάρ, έκανε στάση στη Μάλτα, ενώ ο πρώτος του σταθμός στον ελλαδικό χώρο ήταν η Πάτρα. Από εκεί, κινήθηκε βόρεια φτάνοντας μέχρι το Τεπελένι, για να συναντήσει τον Αλή Πασά. Η εμπειρία της φιλοξενίας του από τον Αλή Πασά αποτυπώνεται στο φημισμένο ποιητικό έργο του «Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ».
Ακολούθησαν διαδοχικές επισκέψεις του στη Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη, ενώ στη συνέχεια επέστρεψε στην Αθήνα όπου παρέμεινε για περίπου δέκα μήνες.
Την περίοδο εκείνη ευαισθητοποιήθηκε για την αφαίρεση των γλυπτών του Παρθενώνα από τον Έλγιν, και αργότερα έγραψε το ποίημα «Κατάρα της Αθηνάς», αποδοκιμάζοντας τις πράξεις του Βρετανού λόρδου.
Έχοντας αποχωρήσει από τον Απρίλιο του 1811 από την Ελλάδα, αρχικά κατευθύνθηκε στη Μάλτα και ύστερα στην Αγγλία. Πέντε χρόνια αργότερα, εγκατέλειψε οριστικά την Αγγλία με προορισμό αρχικά τις Βρυξέλλες και κατόπιν τη Γενεύη της Ελβετίας και την Ιταλία.
Το 1822, ευρισκόμενος στη Γένοβα, δέχθηκε αντιπροσωπεία Ελλήνων επαναστατών, που ζήτησαν την υποστήριξή του, καθώς επρόκειτο για ένα πρόσωπο αναγνωρίσιμο και ήταν υποστηριχτής της αυτοδιάθεσης των λαών. Αποδεχόμενος την πρόσκληση, τον επόμενο χρόνο ξεκίνησε το ταξίδι του για την Ελλάδα, με πρώτο του σταθμό την Κεφαλλονιά, όπου παρέμεινε για διάστημα έξι μηνών.
Στη συνέχεια, κι ενώ είχε δημιουργήσει ιδιωτικό στρατό από σαράντα Σουλιώτες, μετέβη και εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι, όπου ήρθε σε επαφή με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Αλληλογραφώντας με Άγγλους επιχειρηματίες, μεσολαβούσε για την οικονομική ενίσχυση των επαναστατών. Επίσης, κατέβαλε προσπάθειες για την οργάνωση του στρατού και την οχύρωση της πόλης, όπως επίσης για τη συμφιλίωση των Ελλήνων οπλαρχηγών και για την αποτροπή του διχασμού μεταξύ τους.
Δυστυχώς, δεν πρόλαβε να δει τους καρπούς των προσπαθειών του, καθώς μια μέρα σαν σήμερα, στις 19 Απριλίου του 1824 απεβίωσε μετά από υψηλό πυρετό. Τα τελευταία λόγια του για την Ελλάδα ήταν: «Της έδωσα τον καιρό, την υγεία μου, την περιουσία μου, και τώρα της δίνω τη ζωή μου. Τι μπορούσα να κάνω περισσότερο…;».
Το πένθος για τον θάνατό του ήταν γενικό, ενώ ο Διονύσιος Σολωμός συνέθεσε μακρά ωδή στη μνήμη του («Ωδή εις τον θάνατο του Λόρδου Μπάιρον»), η οποία αρχίζει με τους στίχους: «Λευθεριά, για λίγο πάψε / Νά χτυπάς με το σπαθί· / Τώρα σίμωσε καί κλάψε / Εις του Μπάιρον το κορμί·».
Μετά από την απελευθέρωση και τη σύσταση του ελληνικού Κράτους, ο Λόρδος Βύρων τιμήθηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους Φιλέλληνες και ως ήρωας. Άγαλμά του στήθηκε στο Ζάππειο, ενώ το όνομά του δόθηκε σε συνοικισμό της πρωτεύουσας, και μετέπειτα δήμο, τον Βύρωνα. Μάλιστα, η ονομασία στον συνοικισμό δόθηκε το έτος 1924, με την ευκαιρία του εορτασμού των εκατό χρόνων από τον θάνατο του Λόρδου Βύρωνα.