Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors

65 χρόνια από τη θυσία του ήρωα της ΕΟΚΑ Ευαγόρα Παλληκαρίδη

Συμπληρώνονται σήμερα 65 χρόνια από τον θάνατο του Ευαγόρα Παλληκαρίδη, ενός από τους μικρότερους σε ηλικία μάρτυρες του Κυπριακού Αγώνα για την αποτίναξη του αγγλικού ζυγού και την Ένωση της Μεγαλονήσου με την Ελλάδα.

Γεννημένος στις 27 Φεβρουαρίου 1938, στο χωριό Τσάδα της επαρχίας Πάφος, ο Ευαγόρας μπήκε στον αγώνα ήδη από τα μαθητικά του χρόνια, ενώ στα 15 του κατέβασε και τεμάχισε την αγγλική σημαία στο Κολέγιο της Πάφου, κατά την ημέρα στέψης της Βασίλισσας Ελισάβετ στο Λονδίνο. Δύο χρόνια αργότερα, συνελήφθη ως μέλος της νεολαίας της ΕΟΚΑ, επειδή συμμετείχε σε παράνομη πορεία, ενώ στις 18 Δεκεμβρίου του 1956 κατηγορήθηκε για κατοχή και διακίνηση παράνομου οπλισμού και συνελήφθη ξανά.

Τρεις μήνες αργότερα διεξήχθη η δίκη του, κατά τη διάρκεια της οποίας παραδέχθηκε με γενναιότητα την ενοχή του: «Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο».

Ακολούθησε η καταδίκη του σε θάνατο, με τον κόσμο να ξεσηκώνεται και εκκλήσεις από Ελλάδα, Αγγλία και ΗΠΑ να απευθύνονται στον κυβερνήτη Τζον Χάρντινγκ για απονομή χάριτος. Δυστυχώς, όλες αυτές οι εκκλήσεις έπεσαν στο κενό και τα μεσάνυχτα της 13ης Μαρτίου 1957 οδηγήθηκε στην αγχόνη. Τραγούδησε τον Εθνικό Ύμνο και δύο λεπτά αργότερα, στις 14 Μαρτίου, πέρασε στην αιωνιότητα.

Ακολουθεί το συγκλονιστικό ποίημα του αειμνήστου Φώτη Βαρέλη για τον ήρωα της ΕΟΚΑ Ευαγόρα Παλληκαρίδη:

ΕΥΑΓΟΡΑΣ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΔΗΣ

«Εψές πουρνό μεσάνυχτα στης φυλακής τη μάντρα

μες στης κρεμάλας τη θελιά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.

Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ’ άκουσε κανένας.

Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης τους δεμένος,

οι νιοι συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν,

η νια που τον ορμήνευε δεν είχε νυχτοπούλι.

Εψές πουρνό μεσάνυχτα θάψαν τον Ευαγόρα.

Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα.

Ετούτος πάει στο μαγαζί, εκείνος πάει στον κάμπο,

ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά, πανί απλώνει ο ναύτης,

και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει.

Χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη του ο καθένας.

Μπαίνει κι η πρώτη η άταχτη κι η Τρίτη που διαβάζει,

μπαίνει κι η Πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα. –

Παρόντες όλοι; –

Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει. –

Παρόντες, λέει ο δάσκαλος και με φωνή που τρέμει: –

Σήκω Ευαγόρα, να μας πεις ελληνική ιστορία.

Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,

αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει

να πέσουν μ’ αναφιλητά ετούτοι κι όλη η τάξη. –

Παλληκαρίδη, άριστα, Βαγόρα, πάντα πρώτος,

στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης,

συ μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι,

και του σχολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία.

Τα ‘πε κι απλώθηκε σιωπή πα’ σα κλαμένα νιάτα,

που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία, έξω απ’ εκείνο τ’ αδειανό,

παντοτινά γεμάτο».