179 χρόνια από τον θάνατο του «Γέρου του Μωριά»
Συμπληρώνονται σήμερα 179 χρόνια από τον θάνατο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, του «Γέρου του Μωριά» όπως έμεινε γνωστός, διακριθείς ως μια ηγετική μορφή της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1770 και συγκεκριμένα τη Δευτέρα της Λαμπρής, 3 Απριλίου, όπως αναφέρει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του. Πατέρας του ήταν ο Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, κλεφτοκαπετάνιος από το Λιμποβίσι Αρκαδίας, και μητέρα του η Γεωργίτσα Κωτσάκη, κόρη προεστού από την Αλωνίσταινα Αρκαδίας.
Σε ηλικία δέκα ετών βίωσε την απώλεια του πατέρα του, ο οποίος σκοτώθηκε από τους Τούρκους. Επτά χρόνια αργότερα έγινε ο ίδιος οπλαρχηγός, ενώ κατά τη διάρκεια του μεγάλου διωγμού των κλεφτών, το 1806, κατάφερε να διαφύγει σώος στη Ζάκυνθο και εκεί κατατάχθηκε στον αγγλικό στρατό, φτάνοντας μέχρι τον βαθμό του ταγματάρχη. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και στις αρχές του 1821 αποβιβάστηκε στη Μάνη για να λάβει μέρος στον επικείμενο Αγώνα.
Η έναρξη της Επανάστασης τον βρήκε στο πλευρό του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, να αγωνίζεται για την απελευθέρωση της Καλαμάτας. Επόμενος στόχος του ήταν η άλωση της Τριπολιτσάς, που αποτελούσε το διοικητικό κέντρο των Τούρκων στην Πελοπόννησο. Η επίτευξη αυτού του στόχου, καθώς η προγενέστερη μεγάλη νίκη στο Βαλτέτσι, ανέδειξαν τον Κολοκοτρώνη ως ηγέτη του Αγώνα στον Μωριά.
Τον επόμενο χρόνο, η καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη στα Δερβενάκια ενίσχυσε περαιτέρω τη φήμη του και κατέστησε αδιαμφισβήτητη τη στρατηγική του ιδιοφυΐα. Υπενθυμίζεται ότι στην προέλαση του Δράμαλη προς την Αργολίδα με 30.000 άνδρες, ο Κολοκοτρώνης αντέταξε την τακτική της «καμένης γης», βάσει της οποίας καταστράφηκαν όλα τα σπαρτά της επαρχίας και οι Τούρκοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με σοβαρά επισιτιστικά προβλήματα και με αρρώστιες. Επιχειρώντας ο Δράμαλης να επιστρέψει στην Κόρινθο, κινήθηκε με τον στρατό του προς τα Δερβενάκια, στενό που ενώνει την αργολική με την κορινθιακή πεδιάδα, και εκεί δέχθηκε την επίθεση των ελληνικών δυνάμεων, για να υποστεί τελικά μια μεγάλη καταστροφή.
Ως οργανωτής αυτής της τεράστιας νίκης, ο Κολοκοτρώνης διορίστηκε αρχιστράτηγος από την κυβέρνηση Κουντουριώτη. Ωστόσο, μέσα στην επόμενη διετία, κατά τη διάρκεια των εμφύλιων συρράξεων, έμελλε να φυλακιστεί από την ίδια κυβέρνηση. Εντέλει, αποφυλακίστηκε το έτος 1825, όταν πια η Επανάσταση αντιμετώπιζε τον κίνδυνο να κατασταλεί από τις δυνάμεις του Ιμπραήμ Πασά. Ο Κολοκοτρώνης ανέλαβε και πάλι την αρχιστρατηγία του Αγώνα και κατόρθωσε να κρατήσει ζωντανή την Επανάσταση μέχρι την κρίσιμη Ναυμαχία του Ναβαρίνου, δύο χρόνια αργότερα.
Ως το τέλος της, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης συνέχισε να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στα στρατιωτικά και πολιτικά πράγματα, ενώ μετά την απελευθέρωση συντάχθηκε με τον Ιωάννη Καποδίστρια.
Ωστόσο, το 1833 ήρθε σε σύγκρουση με την Αντιβασιλεία και οδηγήθηκε ξανά στη φυλακή, αντιμέτωπος με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Τον επόμενο χρόνο, και συγκεκριμένα στις 25 Μαΐου του 1834, καταδικάστηκε σε θάνατο. Έλαβε όμως χάρη μετά την ενηλικίωση του Όθωνα, το 1835, και διορίστηκε στο αξίωμα του «Συμβούλου της Επικρατείας».
Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα απομνημονεύματά του, τα οποία κυκλοφόρησαν το 1851 υπό τον τίτλο «Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836».
Ο «Γέρος του Μωριά» έφυγε από τη ζωή, μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο, στις 4 Φεβρουαρίου του 1843. Κηδεύτηκε με κάθε επισημότητα στην Αθήνα. Το φέρετρό του ακολούθησε πομπή χιλιάδων λαού, σε μια κατανυκτική διαδρομή που διήλθε από τις οδούς Ερμού και Αιόλου για να καταλήξει στον τότε Μητροπολιτικό Ναό της Αγίας Ειρήνης, όπου και τελέσθηκε η νεκρώσιμη ακολουθία.
Απόσπασμα από τα Απομνημονεύματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη
«Ήταν μια εκκλησία εις τον δρόμον, η Παναγία στο Χρυσοβίτσι, και το καθησιό μου ήτο όπου έκλαιγα την Ελλάς…
Σίμωσα, έδεσα το άλογό μου σ’ ένα δένδρο, μπήκα μέσα και γονάτισα. Παναγία μου είπα από τα βάθη της καρδιάς μου και τα μάτια μου δάκρυσαν. Παναγία μου βοήθησε και τούτη τη φορά τους Έλληνες να ψυχωθούν.
Έκανα το Σταυρό μου, ασπάσθηκα την εικόνα της, βγήκα από το εκκλησάκι, πήδηξα στο άλογό μου και έφυγα. Σε λίγο μπροστά μου ξεπετάγονταν οχτώ αρματωμένοι, ο εξάδελφός μου ο Αντώνης Κολοκοτρώνης και επτά ανήψια του.
– Κανείς δεν είναι στην Πιάνα, μου είπε ο Αντώνης. Ούτε στην Αλωνίσταινα. Είναι φευγάτοι.
– Ας μη είναι κανείς αποκρίθηκα. Ο τόπος σε λίγο θα γιομίση παλληκάρια… Ο Θεός υπέγραψε την λευτεριά της Ελλάδος και δεν θα πάρη πίσω την υπογραφή του».