Η κατά τον ουρανοβάμονα Μέγα Βασίλειο συμπαντική ευταξία και αρμονία μέσα στον χωροχρόνο και στα έσχατα


Δυσθεώρητο και απερινόητο είναι όντως το μέγα και θαυμαστό μυστήριο της δημιουργίας απάσης της κτίσεως, η οποία είτε ορατή και υλική είτε αόρατος και άυλος, όπως είναι οι επουράνιες ασώματες αγγελικές δυνάμεις, κατά την ορθόδοξη θεολογική διδασκαλία ήλθε στο «είναι» της υπάρξεώς της «εκ του μη όντος», ήτοι «εκ του μηδενός» από την μόνη «άναρχη αρχή» και «αναίτια αιτία», που είναι ο άκτιστος δημιουργός του σύμπαντος κόσμου Τριαδικός Θεός, ο οποίος ως αριστοτέχνης ποιητής και πλάστης δημιούργησε αυτήν «λίαν καλώς», με αγάπη και προνοητική μέριμνα, με ευταξία και αρμονία, ώστε η όλη δημιουργία να συγκροτείται και συγκρατείται στην συμπαντική διάστασή της όχι από την πεπερασμένη λογική των κτιστών ανθρώπων αλλά από την θεία πρόνοια και να αποτελεί έναν «κόσμο», δηλαδή ένα κόσμημα, ένα στολίδι, κάλλους και ισορροπίας μέσα στην όλη συμπαντική ευταξία και αρμονία. Απολύτως ουδέν στην κτιστή δημιουργία συντελέσθηκε, αυτόματα, τυχαία και με απρονοησία, αλλά τα πάντα και κατά πάντα φέρουν την δημιουργική και ζώσα πνοή του ακτίστου δημιουργού πανσόφου Θεού, ο οποίος δεν έπλασε έναν κόσμο άναρχο και άτακτο, αλλά με την επέκεινα πάσης κτιστής σοφίας και λογικής, θεία πρόνοια, η οποία είναι ακατάληπτη με βάση τα ισχνά και πεπεραμένης ισχύος ανθρώπινα λογικά κριτήρια, και γι’ αυτό εν τέλει τόσο θαυμαστή και θαυμασία, όντως σοφία και δύναμη του πανσθενουργού Θεού.
Ο χρόνος ρέει ως αδαπάνητο ρέον ύδωρ ποταμού και όπως είναι νομοτελειακά συνακόλουθο και συμβαίνει με κάθε κτιστό δημιούργημα, ο κόσμος συμμεταβάλλεται λόγω της κτιστότητός του, αλλά ο μόνος άκτιστος δημιουργός Θεός παραμένει αναλλοίωτος και άτρεπτος, ο οποίος διακυβερνά και συνέχει με την πανσθενουργό δύναμή του τα σύμπαντα, άπασα την κτιστή δημιουργία, την οποία συντηρεί και όπως ως προυπάρχων αϊδίως Θεός έφερε αυτήν «εκ του μη όντος» στο «είναι» της υπάρξεώς της και πάλι στο απερινόητο και ανέκφραστο σχέδιο της θεϊκής βουλής του κατά τα έσχατα έχει ορίσει ώστε ουδέν απ’ όσα έχει δημιουργήσει να μην οδηγηθεί στην απώλεια, αλλά να υπάρχει στην οντολογική όμως διάσταση της ακτίστου και ατελευτήτου Βασιλείας του, όπου ουδεμία νομοτελειακή κτιστή και φυσική αναγκαιότητα υφίσταται.
Το όντως όμως μέγα θαύμα της συμπαντικής δημιουργίας είναι η ενυπάρχουσα σε αυτήν συμπαντική αρμονία και ευταξία που υπερβαίνουν κάθε όριο της πεπερασμένης και ατελέσφορης σε πλείστες όσες περιπτώσεις ανθρωπίνης λογικής, διότι τίποτα απολύτως δεν υπάρχει τυχαία, αυτόματα και μηχανικά, αλλά τα πάντα συλλειτουργούν με μία ασύλληπτη «λογική» στην εύρυθμη λειτουργία του σύμπαντος, όπως η πανσοφία του δημιουργού Θεού αλαθήτως όρισε. Η βούληση του αριστοτέχνη δημιουργού Θεού έφερε στο είναι της υπάρξεως αυτής την ύλη και πάντα τα κτιστά λοιπά δημιουργήματα, από τον έναστρο ουρανό, τους πλανήτες και τα ύδατα μέχρι το ζωικό και φυτικό βασίλειο, αλλά κυρίως με αποκορύφωμα την κορωνίδα της κτιστής δημιουργίας, τον έλλογο άνθρωπο, τον «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» πλασθέντα με αθάνατη ψυχή, θέτοντας συγχρόνως όλους τους συμπαντικούς φυσικούς νόμους, όπως είναι ο νόμος της βαρύτητος, σε ακατάλυτη ισχύ και συνάλληλη αρμονική τάξη για την επιβίωση απάσης της κτιστής δημιουργίας.
Πραγματικό ιστό αράχνης υφαίνουν αυτοί που τα γράφουν αυτά, αυτοί που υποθέτουν τόσο λεπτές και ανυπόστατες αρχές, ως αρχές του ουρανού και της γης και της θαλάσσης, επειδή δεν ήξεραν να πουν: «εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην». Γι’ αυτό η αθεΐα που κατοικεί ανάμεσά τους, τους εξαπάτησε να πιστεύουν ακόμα ότι τα σύμπαντα είναι ακυβέρνητα και αδιοίκητα, και πηγαίνουν όπου τύχει…. Τί ωραίο πράγμα η τάξη! Έβαλε πρώτα αρχή για να μην πουν μερικοί ότι ο κόσμος είναι άναρχος. Έπειτα πρόσθεσε το «εποίησε» για να φανεί ότι αυτό που δημιουργήθηκε είναι ελάχιστο μέρος της δυνάμεως του Δημιουργού. Επειδή όπως ο κεραμέας με μία και την ίδια πάντοτε τέχνη διαπλάθει αναρίθμητα σκεύη, χωρίς να εξαντλείται ούτε η τέχνη του, ούτε η δύναμή του, έτσι και η δημιουργική δύναμη του Δημιουργού του σύμπαντος δεν είναι ανάλογη ενός μόνο κόσμου, αλλά απείρως μεγαλύτερη. Αυτή η δύναμη με την κλίση του θελήματός Του, μόνη της έφερε στην ύπαρξη τα μεγέθη των πραγμάτων που βλέπουμε…. Η μακαρία φύση, η άφθονη αγαθότητα, αυτό που αγαπούν όσοι έχουν λογική, το πολυπόθητο κάλλος, η αρχή των όντων, η πηγή της ζωής, το νοερό φως, η απρόσιτη σοφία, Αυτός «έπλασε στην αρχή τον ουρανό και την γη»….
Όσα άρχισαν από ένα χρονικό σημείο κατ’ ανάγκην τελειώνουν σε ένα χρονικό σημείο. Αν έχουν χρονική αρχή, μην αμφιβάλλεις για το τέλος τους…. Αυτοί οι οποίοι ερευνούν αυτά τα πράγματα διανοήθηκαν, ότι και ο ορατός αυτός κόσμος είναι ο ίδιος μαζί με τον Θεό τον κτίστη των όλων; Έβαλαν στην ίδια μοίρα τον πεπερασμένο υλικό κόσμο με την απερίγραπτη και αόρατη φύση, και δεν στάθηκαν ικανοί να εννοήσουν, ότι όποιου τα μέρη υπόκεινται στη φθορά και στην αλλοίωση, του ιδίου κατ’ ανάγκην και το όλον θα υποστεί κάποτε τα ίδια παθήματα που υπέστησαν τα μέρη του… .ώστε άλλοι μεν υποστήριξαν ότι ο κόσμος συνυπάρχει ανέκαθεν με τον Θεό, και άλλοι ότι ο ίδιος ο κόσμος είναι ο Θεός ο άναρχος και ατελεύτητος και ο αίτιος της αρμονίας των επιμέρους τομέων του…. Δεν κατάφεραν να εφεύρουν μία μέθοδο η οποία να τους δίνει να κατανοήσουν ότι ο Θεός είναι Δημιουργός του παντός και κριτής δίκαιος, που ανταποδίδει την ανταπόδοση που πρέπει στις πράξεις του καθενός.
Ούτε κατόρθωσαν να συμπεράνουν από την πραγματικότητα της κρίσης (ως φυσική συνέπεια), την πραγματικότητα της συντελείας, ότι δηλαδή είναι αναπόφευκτο να μεταποιηθεί ο κόσμος, αφού πρόκειται και η κατάσταση των ψυχών να εισέλθει σε ένα άλλο είδος ζωής. Επειδή όπως η παρούσα ζωή είναι ανάλογη με τη φύση του κόσμου αυτού, έτσι και η μέλλουσα ζωή των ψυχών μας θα έχει μία μερίδα οικεία προς την κατάστασή της. Αλλά αυτοί τόσο πολύ απέχουν από το να πιστέψουν αυτά τα πράγματα ως αληθινά, ώστε χλευάζουν σε βάρος μας, όταν μιλάμε περί συντελείας του κόσμου και αναγεννήσεως του κόσμου.
Και όταν πια ήλθε η ώρα να εισαχθεί στα όντα και ο κόσμος αυτός, πρώτιστα σαν σχολείο και εκπαιδευτήριο των ανθρωπίνων ψυχών, και έπειτα και ως κατάλληλος τόπος διαβιώσεως όλων όσων γίνονται και φθείρονται. Άρα η εμφάνιση του χρόνου έλαβε υπόσταση μαζί με τον κόσμο…. Ή μήπως ο χρόνος δεν είναι κάτι, του οποίου το μεν παρελθόν εξαφανίσθηκε, το δε μέλλον ακόμα δεν εμφανίσθηκε, και το παρόν πριν καλά-καλά γίνει αντιληπτό διαφεύγει αμέσως από την αίσθηση; Κάτι τέτοιο είναι λοιπόν και η φύση αυτών των πραγμάτων που έγιναν, η οποία οπωσδήποτε ή αυξάνεται ή καταρρέει, και δεν την χαρακτηρίζει καθόλου σταθερότητα και μονιμότητα…. Επειδή όταν λέγει ότι έγιναν «εν αρχή», δεν σημαίνει ασφαλώς ότι ο χρόνος είναι μεγαλύτερος απέναντι σε όλα τα δημιουργήματα, αλλά μετά τα αόρατα και τα νοητά, διηγείται την αρχή της υπάρξεως των ορατών αυτών και αισθητών πραγμάτων….
Έτσι λοιπόν για να δειχθεί ότι ο κόσμος είναι κατασκεύασμα τέχνης τοποθετημένο ενώπιον όλων για να το βλέπουν, ώστε από τον κόσμο να αναγνωρίζουν την Σοφία του Τεχνίτη του, γι’ αυτό ο σοφός Μωυσής δεν χρησιμοποίησε περί αυτού καμία έκφραση, αλλά είπε: «εν αρχή εποίησεν». Όχι «ενήργησε», ούτε «υπέστησε», αλλά «εποίησε»…. «Εν αρχή εποίησεν». Δεν προσφέρθηκε απλώς ο ίδιος ως αιτία της υπάρξεώς του κόσμου, αλλά δημιούργησε ως αγαθός το χρήσιμο, ως σοφός το ωραιότατο, ως δυνατός το μέγιστο….
Αλλά όσον αφορά στην ουσία του ουρανού, αρκούμαι σε όσα είπε ο Ησαΐας, ο οποίος με απλοϊκά λόγια, μας έδωσε να καταλάβουμε επαρκώς την φύση του λέγοντας: «ο στερεώσας τον ουρανόν ωσεί καπνόν» (Ησαΐας.51,6), δηλαδή αυτός ο οποίος για να κατασκευάσει τον ουρανό, έπλασε την φύση του λεπτή και όχι στερεά ή παχιά…. Και ας συμβουλεύσουμε τους εαυτούς μας τα ίδια και για την γη, να μην περιεργαζόμαστε σχολαστικά ποια είναι η ουσία της, ούτε να καταπιανόμαστε με υπολογισμούς αναζητώντας το κύριο και αρχικό στοιχείο της, ούτε να αναζητούμε μία φύση χωρίς ποιότητες, η οποία να είναι καθεαυτήν απλή, αλλά να γνωρίζουμε καλά ότι όλα όσα βλέπουμε ως συστατικά αυτής της γης κατατάσσονται στο «είναι», και είναι συμπληρωματικά της ουσίας της…. Αλλά είτε πούμε ότι η γη κρέμεται μόνη μετέωρη, είτε λικνίζεται επάνω στο νερό, οπωσδήποτε δεν πρέπει να φύγουμε έξω από τα όρια της ευσεβούς σκέψεως, αλλά να ομολογήσουμε, ότι τα πάντα συγκρατούνται από την δύναμη του Δημιουργού. Αυτά λοιπόν πρέπει να λέμε και στους εαυτούς μας και σε όσους μας ρωτάνε, «πού στηρίζεται το αμέτρητο αυτό και ασήκωτο βάρος της γης;», να λέμε ότι: «Εν τη χειρί του Θεού τα πέρατα της γης» (Ψαλ.94,4)….
Ας δοξάσουμε τον Αριστοτέχνη αυτών τα οποία δημιουργήθηκαν με τόση σοφίας και τέχνη, και από την ωραιότητα των όσων βλέπουμε ας κατανοήσουμε τον Πανωραίο, και από το μέγεθος των αισθητών αυτών και την περιγραφή των σωμάτων ας αναλογισθούμε τον Άπειρο και Υπερμεγέθη, Αυτόν, ο οποίος με το πλήθος της δυνάμεώς Του υπερβαίνει κάθε διάνοια.
Άλλωστε και αν αγνοούμε την φύση των δημιουργημάτων, εντούτοις αυτά τα οποία υποπίπτουν πλήρως στις αισθήσεις μας είναι τόσο θαυμάσια, ώστε ο ευφυέστατος νους να αποδεικνύεται κατώτερος από το ελάχιστο δημιούργημα του κόσμου, κατώτερος το σωστό να μπορεί να εξετάσει αυτό όπως πρέπει, όσο και στο να πλέξει το αντάξιο εγκώμιο στον Δημιουργό του. Σε Αυτόν ανήκει κάθε δόξα, τιμή και εξουσία στους αιώνες των αιώνων. Αμήν».