Γλώσσα ή Γλώσσες του Θεού;
Επικοινωνία είναι η ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων. Για να λειτουργήσει ένα σύστημα επικοινωνίας απαιτείται η μετάδοση ενός μηνύματος από τον πομπό (π.χ. ομιλητή/κήρυκα) και η πρόσληψη του από τον δέκτη (π.χ. ακροατή-συνομιλητή). Απαραίτητη προϋπόθεση είναι το μήνυμα να σταλεί σε έναν κοινό κώδικα επικοινωνίας1.
Με τον όρο «κώδικας» εννοείται «ένα συγκεκριμένο σύστημα σημείων που είναι γνωστό στον αποδέκτη του, ώστε να αποκωδικοποιηθεί και να γίνει κατανοητό»2. Ο κώδικας αυτός μπορεί να είναι ένα σύστημα συμβόλων, μια ομάδα σημείων ή ακόμη και συγκεκριμένα σήματα, τα οποία είναι γνωστά στον πομπό και τον δέκτη. Η κάθε φυσική γλώσσα (π.χ. ελληνική, αγγλική) αποτελεί έναν κώδικα επικοινωνίας αλλά και ένα μέσο έκφρασης συναισθημάτων, στοχασμών, προβληματισμών
Το κήρυγμα αποτέλεσε ιστορικά τον κατ’ εξοχήν τρόπο επικοινωνίας της Εκκλησίας. Με το κήρυγμα η Εκκλησία οικοδομεί πνευματικά τους πιστούς. Συγχρόνως όμως προσφέρει την Ορθόδοξη μαρτυρία στα πλαίσια του ευαγγελισμού των εθνών αλλά και του επανευαγγελισμού των βαπτισμένων χριστιανών.
Στις μέρες μας η λειτουργία μετά τη Λειτουργία3 μπορεί να διακονείται από όλα τα μέλη της Εκκλησίας, τα οποία έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν διάφορα μέσα επικοινωνίας για να κωδικοποιήσουν το διαχρονικό μήνυμα της εν Χριστώ σωτηρίας στην περιρρέουσα πολιτιστική ατμόσφαιρα των ποικίλων αποδεκτών4. Η αποτελεσματική μετάδοση και πρόσληψη του μηνύματος του Ευαγγελίου από ποικίλους αποδέκτες δεν εξαρτάται μόνο από το περιεχόμενό του. Σύμφωνα με την Ομότιμη Καθηγήτρια Ομιλητικής Δήμητρα Κούκουρα, η γλώσσα που θα χρησιμοποιηθεί στο προφορικό ή γραπτό κήρυγμα είναι εξίσου σημαντική με το περιεχόμενό του5. Η παρατήρηση αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία όσον αφορά το ιεραποστολικό κήρυγμα. Σε αυτή την περίπτωση το μήνυμα του Ευαγγελίου αποστέλλεται σε αποδέκτες που δεν ομιλούν την ελληνική γλώσσα (ή τη γλώσσα μιας άλλης παραδοσιακά ορθόδοξης χώρας π.χ. τη ρωσική) και οπωσδήποτε δε γνωρίζουν τα ιδιαίτερα θεολογικά νοήματα της χριστιανικής παράδοσης.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία εδώ και αιώνες επέλεξε να χρησιμοποιεί στη λατρεία, στο κήρυγμα, στην κατήχηση και στην ευρύτερη επικοινωνία τη γλώσσα κάθε λαού. Ο προβληματισμός όμως που προκύπτει, αναφέρεται στον τρόπο κωδικοποίησης της ευαγγελικής αλήθειας. Μήπως ορισμένες φορές η μετάδοση του χριστιανικού μηνύματος στα πλαίσια του κηρύγματος και των μεταφράσεων λειτουργεί στα πολιτισμικά πλαίσια των παραδοσιακά Ορθόδοξων χωρών, δίχως να λαμβάνει υπόψη την πολιτισμική περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τους ιδιαίτερους τρόπους επικοινωνίας κάθε λαού; Και αν ισχύει κάτι τέτοιο, μήπως αυτό σημαίνει την έμμεση ιεροποίηση μιας γλώσσας και επομένως ενός συγκεκριμένου κώδικα επικοινωνίας, αξιών και πολιτισμικών αναπαραστάσεων;
Βασικός σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να εξετάσει αυτό το ζήτημα και με συντομία να παραδώσει τη θεολογική και ιστορική σημασία του κηρύγματος της Εκκλησίας στη δημοτική γλώσσα κάθε λαού. Στη συνέχεια, αναλύονται οι παράγοντες που συμβάλλουν σε μια ολοκληρωμένη νοηματικά μετάφραση και η σημασία τους για την άμεση μετάδοση του μηνύματος του Ευαγγελίου στο πολιτισμικό περιβάλλον κάθε λαού και την πρόσληψη από τους ποικίλους αποδέκτες.
Το μήνυμα του Ευαγγελίου: Θεολογικά – Ιστορικά στοιχεία
Το κήρυγμα της Βασιλείας των Ουρανών ακούσθηκε από τον Ενανθρωπήσαντα Υιό και Λόγο του Θεού στην αραμαϊκή γλώσσα, δηλαδή τη γλώσσα που καταλάβαιναν οι σύγχρονοί Του στην Παλαιστίνη. Στη συνέχεια, τα πρώτα γραπτά μνημεία του Χριστιανισμού, δηλαδή τα Ευαγγέλια, οι Πράξεις των Αποστόλων, οι Επιστολές τους και η υπόλοιπη χριστιανική φιλολογία συγγράφηκαν στην κοινή ελληνιστική, στη πιο διαδεδομένη γλώσσα της τότε γνωστής οικουμένης. Η πραγματικότητα αυτή σηματοδοτεί τις απαρχές του οικουμενικού «ανοίγματος» της εκκλησιαστικής ζωής. Έτσι, συντελείται μια πρώτη υπέρβαση πολιτιστικού χαρακτήρα. Εκτός από το προφορικό κήρυγμα και τα πρώτα γραπτά κείμενα της Χριστιανοσύνης συγγράφονται στην ελληνική γλώσσα, η οποία διαφέρει ολοκληρωτικά από την αραμαϊκή που κήρυξε ο Κύριος. Επομένως, «από την πρώτη φάση (ενν. του Χριστιανισμού) υιοθετούνται αλλά δεν απολυτοποιούνται οι πολιτισμοί»6. Η ελληνιστική γλώσσα πρωταρχικά και οι υπόλοιπες μετέπειτα κωδικοποιούν το Ευαγγέλιο σε κάθε λαό χωρίς να ιεροποιούνται ως γλώσσες.
Στο γεγονός της Πεντηκοστής, άλλωστε, αποτυπώνεται δυναμικά η θεολογική θέση ότι εντός των ορίων της Εκκλησίας δεν υπάρχει καμία «ιερή» ή «απόλυτη» γλώσσα, καθώς και καμιά φυλή ή πολιτισμός ή τρόπος ζωής ανώτερος ή κατώτερος. «Το Ευαγγέλιο, ενώ τονίζει τον αιώνιο και θείο χαρακτήρα του, δεν δυσκολεύεται να σαρκωθεί εκάστοτε στο συγκεκριμένο πολιτιστικό σώμα της εποχής»7 και συνεπώς στη γλώσσα κάθε έθνους. Η Πεντηκοστή διαρκώς υπομνηματίζει τούτη την αλήθεια σε κάθε ορθόδοξη ιεραποστολική δράση ανά τους αιώνες.
Η πραγματικότητα που βίωσαν οι ακροατές των Αποστόλων την ημέρα της επιφοίτησης του Αγίου Πνεύματος, περιγράφεται με γλαφυρό τρόπο από τον Ευαγγελιστή Λουκά: «Όταν ακούστηκε αυτή η βουή, συγκεντρώθηκε πλήθος απ’ αυτούς και ήταν κατάπληκτοι, γιατί ο καθένας τους άκουγε τους αποστόλους να μιλάνε στη δική του γλώσσα. 7Είχαν μείνει όλοι εκστατικοί και με απορία έλεγαν μεταξύ τους: «Μα αυτοί όλοι που μιλάνε δεν είναι Γαλιλαίοι;»8. Κατά την ημέρα αυτή η χαρισματική εμφάνιση της «γλωσσολαλιάς» προβάλλεται ως δυνατό παράδειγμα -τηρουμένων των σημερινών αναλογιών- για την ανάδειξη της ενότητας των Ορθόδοξων Εκκλησιών, παρά τη γλωσσική ποικιλία που διατηρούν.
Η ιστορία της ορθόδοξης ιεραποστολής τους επόμενους αιώνες μέχρι και τις μέρες μας φανερώνει τη σπουδαιότητα της μετάφρασης της Αγίας Γραφής και των λατρευτικών κειμένων στη γλώσσα και τη διάλεκτο κάθε έθνους. «Η ‘σάρκωσις’ του Λόγου του Θεού στην γλώσσα και τα ήθη μιας χώρας», σύμφωνα με τον νυν Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας Αναστάσιο, «υπήρξε, και πρέπει να παραμείνει, η πρωταρχική μέριμνα πάσης ορθόδοξης ιεραποστολής»9. Σε διαφορετική περίπτωση θα αποτύχει η αποστολή του μηνύματος του Ευαγγελίου, διότι θα αποκλείονται από αυτό οι περισσότεροι πιστοί ή εν δυνάμει χριστιανοί, καθώς δε θα είναι μέτοχοι του κοινού γλωσσικού κώδικα.
Το παράδειγμα των ιεραποστόλων αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου παραμένει μοναδικό στην χριστιανική ιστορία. Στην προσπάθειά τους να μεταφέρουν το Ευαγγέλιο στους Σλάβους, ασχολήθηκαν συστηματικά με τη δημιουργία ενός αλφαβήτου, στο οποίο θα μπορούσε να καταγραφεί η μέχρι τότε προφορική σλαβική γλώσσα10. Με τη βοήθεια αυτού του αλφαβήτου κατέγραψαν για πρώτη φορά ποικίλες επιλεγμένες περικοπές από τα Κυριακάτικα αναγνώσματα των Ευαγγελίων και των αποστολικών κειμένων11. Στη συνέχεια, και παρά της αντιδράσεις της Εκκλησίας της Ρώμης12, συνέχισαν τις μεταφράσεις όλης της Καινής Διαθήκης, ένα μεγάλο μέρος της Παλαιάς Διαθήκης και πολλών λειτουργικών και λατρευτικών βιβλίων. Συνεπώς, η μέθοδος και το παράδειγμα ιεραποστολής των Ισαποστόλων Θεσσαλονικέων παραμένουν πάντοτε επίκαιρα και καθοδηγούν τη σύγχρονη ιεραποστολική δράση.
Τους νεότερους χρόνους η μέθοδος αυτή ακολουθήθηκε από όλους τους Ορθόδοξους ιεραποστόλους. Ενδεικτικά αναφέρονται τα παραδείγματα των αγίων Ιννοκέντιου Βενιαμίνωφ στην Αλάσκα και Νικολάου Κασάτκιν στην Ιαπωνία αλλά και πολλών σύγχρονων ιεραποστόλων13. Τις τελευταίες δεκαετίες η Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδας έχει συμβάλει ενεργά στη διάδοση του Ευαγγελίου στον κόσμο μέσα από τις εκδόσεις διάφορων λατρευτικών, πατερικών και θεολογικών βιβλίων μεταφρασμένων σε διάφορες γλώσσες του κόσμου.
Η κωδικοποίηση του Ευαγγελίου στη γλώσσα κάθε λαού
Η μετάφραση των χριστιανικών κειμένων σε κάθε γλώσσα δίνει στον εκάστοτε λαό την πρόσβαση και τη δυνατότητα να κατανοήσει τις διαχρονικές αλήθειες της χριστιανικής πίστης. Η συμβολή των Βιβλικών Εταιρειών στο τομέα αυτό είναι μοναδική. Ωστόσο, υπάρχουν ακόμη αρκετές «ζωντανές» γλώσσες και διάλεκτοι στις οποίες δεν έχει μεταφρασθεί η Αγία Γραφή. Στην Αφρική π.χ. ομιλούνται πάνω από επτακόσιες γλώσσες και διάλεκτοι, οι οποίες παρά τη δυναμική επιρροή του δυτικού πολιτισμού παραμένουν ζωντανές στις μέρες μας.
Βέβαια οφείλει κανείς να αναγνωρίσει ότι η μεταφορά των θεολογικών εννοιών και όρων είναι ένα πολυσύνθετο πρόβλημα14. Το ζήτημα είναι με ποιο τρόπο θα μεταφραστούν και πώς θα αποδοθούν ορισμένοι όροι σε κάθε διάλεκτο. Η λύση αυτού του θέματος απαιτεί τη συνεργασία των ιεραποστόλων, κληρικών και λαϊκών, με διάφορους επιστήμονες, οι οποίοι θα αναλάβουν να κωδικοποιήσουν ολόκληρο το χριστιανικό μήνυμα σε διάφορες γλώσσες, υπερβαίνοντας τις θεολογικές, φιλοσοφικές και όποιες άλλες γλωσσικές και νοηματικές δυσχέρειες. Επιστήμονες, όπως οι εθνολόγοι, οι ιστορικοί, οι φιλόλογοι, οι κοινωνιολόγοι, δύνανται να συμβάλλουν στη μαρτυρία του Χριστιανισμού εργαζόμενοι είτε οι ίδιοι σε ιεραποστολικά κλιμάκια είτε συνεργαζόμενοι από μακριά και ετοιμάζοντας το υλικό για την εν Χριστώ κατήχηση. Σε συνεργασία με γλωσσολόγους μπορούν να αποσαφηνίζουν έννοιες15 και να μεταφέρουν το μήνυμα του Ευαγγελίου με αμεσότητα και πληρότητα στη γλωσσική και νοηματική ιδιοσυγκρασία κάθε φυλής και έθνους. Διαφορετικά εγκυμονεί ο κίνδυνος η Εκκλησία «να προσκολληθεί σε μια γλώσσα του παρελθόντος και μάλιστα να την εκλάβει ως γλώσσα του ίδιου του Θεού»16.
Εξάλλου, σε κάθε μεταφραστική προσπάθεια ενδείκνυται και η συνεργασία των μορφωμένων νεοφώτιστων. Πιο συγκεκριμένα, τα κείμενα στη γηγενή γλώσσα οφείλουν να ακολουθούνται από τη σχετική ερμηνεία, η οποία θα περιλαμβάνει τις ιδέες και τα ξεχωριστά λεκτικά ιδιώματα κάθε φυλής και τους ιδιωματισμούς, ώστε τα ευαγγελικά μηνύματα να καταστούν εκ των θεμελίων κτήμα των ντόπιων. Επίσης, αυτή η ερμηνευτική διαδικασία έχει ιδιαίτερη σημασία και για πρακτικούς λόγους· βοηθάει στη βαθύτερη κατανόηση, καθώς και στη συνειδητοποιημένη και πιο ενεργή συμμετοχή των νεοφώτιστων στην ορθόδοξη λατρευτική πράξη, η οποία αποτελεί τον πυρήνα της χριστιανικής ζωής, Κατά συνέπεια, η συμβολή των ιθαγενών χριστιανών κρίνεται απαραίτητη για την ορθή και σαφή κωδικοποίηση της χριστιανικής διδαχής.
Επίλογος
Η επιλογή λοιπόν της ζωντανής γλώσσας κάθε λαού σημαίνει το ενδιαφέρον για την άμεση πρόσληψη του μηνύματος του Ευαγγελίου. Η θέση αυτή εκφράζει τη βασική μέθοδο της Εκκλησίας, ώστε τα χαρμόσυνα νέα των ευαγγελίων να ακουστούν και να κατανοηθούν από όλον τον κόσμο. «Το μήνυμα της Εκκλησίας μας παραμένει πάντοτε αναλλοίωτο (Μτ. 12:35). […] Οι υπόλοιποι παράγοντες που συντελούν στη μετάδοση, πρόσληψη και αποδοχή του λόγου/μηνύματος ή και της πίστης/πρότασης της Εκκλησίας μας, μεταβάλλονται μέσα στο χρόνο και οφείλουν να προσαρμόζονται στα μέτρα της κάθε εποχής, εφ’ όσον το ζητούμενο παραμένει πάντα η επικοινωνία»17. Σε αυτή τη διαδικασία μπορούν να συμβάλλουν όλα τα μέλη της Εκκλησίας μέσα από την αξιοποίηση σύγχρονων αγωγών επικοινωνίας18.
Το ζητούμενο λοιπόν είναι να «σαρκωθεί» το Ευαγγέλιο στη γλώσσα, δηλαδή στον κώδικα επικοινωνίας και στις ιδιαίτερες πολιτισμικές αναπαραστάσεις κάθε τόπου. Σε αυτή την περίπτωση η γλώσσα αποτελεί τον κώδικα στον οποίο συγκεντρώνεται και κατατάσσεται συστηματικά η διαχρονική αλήθεια του Ευαγγελίου. Έτσι το μήνυμα της εν Χριστώ σωτηρίας μπορεί να προσληφθεί με αμεσότητα από κάθε άνθρωπο στη δική του γλώσσα, στη δική του πολιτισμική έκφραση. Σύμφωνα με την προσφιλή έκφραση του νυν Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου, στο χώρο της Εκκλησίας δεν αναζητείται «η ομοιομορφία, αλλά η ομοψυχία στην πολυφωνία»19. Επομένως, στο χώρο της ιεραποστολής δε χρειάζεται σε καμία περίπτωση να επιβληθεί με έμμεσο τρόπο μια γλώσσα. Στην Εκκλησία καμία γλώσσα δεν είναι «ιερή», αλλά όλες οι γλώσσες και οι κώδικες επικοινωνίας20 είναι «ιεροί». Με πιο απλά λόγια, όλες οι ανθρώπινες γλώσσες είναι και «γλώσσες» του Θεού.
1 Για τους παράγοντες επικοινωνίας βλ. Δημ. Κούκουρα, Σπουδή στη χριστιανική ομιλία Α΄. Το λογοτεχνικό περιβάλλον και η γένεσή της, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 23.
2 Δημ. Κούκουρα, Εκκλησία και Γλώσσα. Επικοινωνιακή προσέγγιση, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 97.
3Με τον όρο «λειτουργία μετά τη Λειτουργία» ο νυν Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος (Γιαννουλάτος) κωδικοποίησε πρώτος με σαφήνεια και έμπνευση τη σύνδεση της Θείας Ευχαριστίας με τη διακονία και τη μαρτυρία. Για την ιστορία του όρου βλ. Αναστασίου Γιαννουλάτου Αρχιεπισκόπου Τιράνων, Ιεραποστολή στα ίχνη του Χριστού, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2007, σελ. 129-132
4 Δημ. Κούκουρα, Το κήρυγμα της Εκκλησίας και η διαμόρφωσή του. Ομιλία – Λόγος, εκδ. Μπαρμπουνάκης, Θεσσαλονίκη 2019, σελ. 17.
5 Δημ. Κούκουρα, Εκκλησία και Γλώσσα, ό.π., σελ. 100 κ.ε..
6 Αναστασίου Αρχιεπισκόπου Τιράνων, Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία, εκδ. Ακρίτας, Τίρανα 2000, σελ. 120.
7 Ό.π..
8 Πρ. Απ. 2:6-7 (μτφρ. Ελληνικής Βιβλικής Εταιρείας, Αθήνα 2005).
9 Αναστασίου Αρχιεπισκόπου Τιράνων, Η λησμονημένη εντολή «Πορευθέντες». Από τον λήθαργο στην αφύπνιση, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2013, σελ. 212.
10 Πρόκειται για τη Γλαγολιτική και την -προς τιμή του αγίου Κυρίλλου- Κυριλλική γραφή, η οποία αποτέλεσε τη βάση για τη μετέπειτα εξέλιξη των σλαβικών και ρωσικών γλωσσών. Για περισσότερα βλ. Αιμ. Ταχιάου, Κύριλλος και Μεθόδιος, εκδ. Αδελφών Κυριακίδη 1997, σελ. 193 κ.ε..
11 Αρχιμ. Αναστασίου Γιαννουλάτου (νυν Αρχιεπισκόπου Τιράνων), Κύριλλος και Μεθόδιος, ανάτυπο εκ του περιοδικού Εκκλησία, τεύχ. 16-17 (1966), σελ. 12.
12 Κατά την περίοδο εκείνη επικρατούσε στη δυτική Χριστιανική Εκκλησία το «δόγμα της Τριγλωσσίας». Για περισσότερα βλ. Αιμ. Ταχιάου, Κύριλλος και Μεθόδιος, ό.π., σελ. 123.
13 Ν. Τσιρέβελου, Θεολογική θεμελίωση της Ορθόδοξης μαρτυρίας. Σπουδή στο έργο του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου, εκδ. Ostracon Publ., Θεσσαλονίκη 2015, σελ. 137 κ.ε.
14 Αναστασίου Αρχιεπισκόπου Τιράνων, Η λησμονημένη εντολή «Πορευθέντες», ό.π., σελ. 212.
15 Πρβλ. και τις καίριες επί του θέματος παρατηρήσεις του Ηλία Βουλγαράκη στο «Γλώσσα και Ιεραποστολή», Πορευθέντες, τεύχ. 15 (1962), σελ. 43.
16 Θαν. Παπαθανασίου, Η Εκκλησία γίνεται όταν ανοίγεται, εκδ. εν πλω, Αθήνα 2008, σελ. 50.
17 Δήμ. Κούκουρα, Εκκλησία και Γλώσσα, ό.π., σελ. 98-99.
18 Ν. Τσιρέβελου, Το μήνυμα των Χριστουγέννων. Μελέτη σε σύγχρονα Ομιλιάρια, εκδ. Μπαρμπουνάκης, Θεσσαλονίκη 2021, σελ. 128.
19 Αναστασίου Αρχιεπισκόπου Τιράνων, Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία, ό.π., σελ. 131.
20 Η αναφορά στο αυτό το σημείο γίνεται για τους κώδικες επικοινωνίας και τις γλώσσες των κωφαλάλων και των τυφλών.
Πηγή: pemptousia.gr