Η Θ. Λειτουργία του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου στην εκκλησιαστική λατρεία
Του Γεωργίου Ζαραβέλα, Θεολόγος, ΜΑ Ιστορικής Θεολογίας – Λειτουργικής ΕΚΠΑ
Στη λειτουργική ζωή της Χριστιανικής Εκκλησίας συναντούμε ανά τους αιώνες ποικιλία λειτουργικών τύπων, δηλαδή τελετουργικών εκδοχών του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Έως και τον ΙΒ’ αιώνα κάθε τοπική Εκκλησία, στα πλαίσια του πενταρχικού θεσμού διοίκησης, είχε ιδιαίτερο λειτουργικό τυπικό, εκφραζόμενο από τους λειτουργικούς τύπους. Μεταξύ άλλων, στην Αντιοχειανή λειτουργική παράδοση κυριαρχεί ο λειτουργικός τύπος του Αποστόλου Ιακώβου του Αδελφοθέου.
Η υπό το όνομα του Αδελφοθέου Θεία Λειτουργία συναντάται στον Δυτικό Συριακό ή Αντιοχειανό λειτουργικό τύπο. Η απόδοση της συγγραφής της στον Απόστολο Ιάκωβο τον Αδελφόθεο και πρώτο επίσκοπο Ιεροσολύμων θεμελιώνεται στη διαμόρφωσή της στα Ιεροσόλυμα, αλλά και στο γεγονός ότι εκπροσωπεί τη λειτουργική παράδοση της Αγίας Πόλης. Ο πυρήνας της Θείας Λειτουργίας είναι σαφώς αποστολικός, αλλά η ενιαία, πρώτη μορφή της δεν είναι παλαιότερη του Δ’ αιώνα. Το κείμενο της Λειτουργίας μαρτυρεί την αρχαιότητά της, καθώς σε αιτήσεις αναφέρονται οι κακοπάθειες των χριστιανών από τους διωγμούς, οι εξορίες, οι φυλακίσεις και η καταναγκαστική εργασία σε μεταλλεία. Η Λειτουργία του Ιακώβου γράφηκε πρωτότυπα στα ελληνικά. Αργότερα μεταφράστηκε στα συριακά και άλλες γλώσσες.
Η αποστολική καταβολή της Θείας Λειτουργίας του Ιακώβου, πέραν του κεντρικού πυρήνα της, μπορεί να χαρακτηριστεί ως αδύνατη. Κατά τον Π. Τρεμπέλα, εάν ήταν προϊόν της συγγραφικής πένας του Αποστόλου Ιακώβου, θα βρισκόταν στον Κανόνα της Καινής Διαθήκης. Αυτό δεν αμφισβητεί την αρχαιότητά της. Αντιθέτως, υπάρχουν βάσιμα επιχειρήματα ενισχυτικά της αρχαιότητας της Λειτουργίας. Αφενός, τελείται έως σήμερα σε συριακή μετάφραση από τις Προχαλκηδόνιες Αρχαίες Ανατολικές Εκκλησίες, οι οποίες αποκόπηκαν από την κοινωνία με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο από την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο και εξής. Αφετέρου, ο λειτουργικός τύπος του Ιακώβου περιγράφεται επακριβώς στην Ε’ Μυσταγωγική Κατήχηση του Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων.
Ακόμη, ειδικά σημεία του κειμένου της Λειτουργίας συναινούν στην αρχαϊκή καταγωγή της. Εξ αυτών σημειώνουμε την γενική απλότητα λεξιλογίου και ύφους των ευχών, την διάταξη των αναγνωσμάτων από Παλαιά και Καινή Διαθήκη, τις αναφορές στους Αγίους Αποστόλους χωρίς κοσμητικά επίθετα, το ανεπιτήδευτο και βαρύ τυπικό και λεκτικό σε σύγκριση με τις Λειτουργίες Βασιλείου του Μεγάλου και ιερού Χρυσοστόμου.
Μαρτυρίες σχετικά με την Λειτουργία του Ιακώβου συναντούμε διαχρονικά στην πατερική συγγραφική παράδοση. Πρώτη αναφορά υπάρχει στις Αποστολικές Διαταγές. Αναφορές συναντούμε στον ψευδο- Πρόκλο, τον Άγιο Ιερώνυμο, ο οποίος έζησε για ικανό χρόνο στη Βηθλεέμ – επαρχία της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, τον Άγιο Ιωάννη Κωνσταντινουπόλεως τον Νηστευτή, τον Ιάκωβο Εδέσσης, τον Νικόλαο Μεθώνης, τον Μάρκο τον Ευγενικό. Επίσης, η Λειτουργία του Ιακώβου μαρτυρείται στον λβ’ κανόνα της Πενθέκτης «εν Τρούλλω» Οικουμενικής Συνόδου, αλλά και στην ερμηνεία του κανονολόγου Αριστηνού. Αμφιβολίες σχετικά με την γνησιότητα προβάλουν ο καθολικός των Αρμενίων Νερσές ο Χαρίεις και ο κανονολόγος Βαλσαμών.
Η Θεία Λειτουργία του Αποστόλου Ιακώβου διαδόθηκε ήδη από τον Δ’ αιώνα σε Ανατολή και Δύση. Τη διάδοσή της ευνόησαν οι προσκυνηματικές περιηγήσεις πιστών στους Αγίους Τόπους. Η λειτουργική ακτινοβολία των Ιεροσολύμων και το κύρος του αποστολικού ονόματος υπό το οποίο φέρεται συνετέλεσαν αποτελεσματικά στην ταχεία διάδοσή της εκτός Ιεροσολύμων. Από νωρίς υιοθετήθηκε στο λειτουργικό τυπικό της Εκκλησίας της Αντιόχειας. Η υιοθέτηση από την αντιοχειανή λειτουργική παράδοση μπορεί να οριστεί στον Ε’ αιώνα, μεταξύ 397, οπότε ο ιερός Χρυσόστομος μεταβαίνει από την Αντιόχεια στην Κωνσταντινούπολη, και 431, οπότε οι σχέσεις Ιεροσολύμων και Αντιοχείας είχαν διαρραγεί λόγω του αιτήματος αναγνώρισης της πατριαρχικής περιωπής της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Κατά τον Dix η Λειτουργία του Ιακώβου γίνεται ο κυρίαρχος λειτουργικός τύπος της Αντιοχείας μεταξύ 400 και 430.
Σταδιακά, η αρχαϊκή μορφή της δέχθηκε επιδράσεις, κυρίως από τον Ε’ αιώνα και εξής. Μερικές εξ αυτών είναι η προσθήκη ευχών του Γρηγορίου Θεολόγου και του Μεγάλου Βασιλείου, η υιοθέτηση του Τρισάγιου Ύμνου (Ε’ – Στ’ αιώνες), η μελώδηση του εισοδικού ύμνου -ποιήματος του αυτοκράτορα Ιουστινιανού «Ο Μονογενής Υιός» (Στ’ – Ζ’ αιώνες), ο Χερουβικός Ύμνος ή το σχετικό αντί Χερουβικού τροπάριο, η Μεγάλη Είσοδος, το Σύμβολο της Πίστεως και το Μεγαλυνάριο της Θεοτόκου. Η επίδραση του λειτουργικού τύπου του Ιακώβου ήταν αμφίδρομη, καθώς πρωτίστως επέδρασε στους άλλους λειτουργικούς τύπους, αλλά και δέχθηκε επιδράσεις από αυτούς, με κυριότερο τον βυζαντινό. Ο λειτουργικός τύπος του Ιακώβου γνωρίζει ιδιαίτερη ανάπτυξη έως και την Εικονομαχία.
Μετεικονομαχικά, η Λειτουργία του Ιακώβου περνά σε σταδιακή αχρησία. Πρώτο αίτιο του λειτουργικού περιορισμού της η αραβική κατάκτηση των Πατριαρχείων της Ανατολής και κυρίως των Ιεροσολύμων και της Αντιοχείας, όπου η Λειτουργία αυτή ήταν ο βασικός λειτουργικός τύπος. Σύμφωνα με τον Αρ. Πανώτη, η παρακμή των Εκκλησιών αυτών, η μετατόπιση των χριστιανικών πληθυσμών, η εν γένει διάλυση της εκκλησιαστικής ζωής, η σύμπτυξη των λατρευτικών παραδόσεων και η άμεση εξάρτηση των άλλοτε κραταιών Πατριαρχείων από την Κωνσταντινούπολη υπήρξε η αρχή του επιλόγου για τη λήθη του ιακώβειου λειτουργικού τύπου. Η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως μεταβάλλεται από ισότιμη και ισόκυρη Εκκλησία σε προστάτιδα των Πατριαρχείων της Ανατολής, ασκώντας και τελετουργική επίδραση επ’ αυτών.
Η λειτουργική παράδοση των Εκκλησιών Αντιοχείας και Ιεροσολύμων σταδιακά αφομοιώνεται από τη βυζαντινή λειτουργική παράδοση και η Θεία Λειτουργία του Ιακώβου αντικαθίσταται από τις βυζαντινές Θείες Λειτουργίες του Μεγάλου Βασιλείου και του ιερού Χρυσοστόμου. Έως τον ΙΒ’ αιώνα παρατηρείται πλήρης τελετουργική αφομοίωση από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Έτσι, η λειτουργική ποικιλομορφία της πρώτης χριστιανικής χιλιετίας δίνει τη θέση της στην τελετουργική αφομοίωση και ομοιομορφία της δεύτερης χιλιετίας, με άμεση συνέπεια και την γενική εγκατάλειψη του λειτουργικού τύπου του Αποστόλου Ιακώβου. Χαρακτηριστικό είναι το επιχείρημα των Ορθοδόξων στη Σύνοδο της Φλωρεντίας του 1439 ότι στην λειτουργική παράδοση της Ανατολής συναντώνται περί τους δύο χιλιάδες λειτουργικούς τύπους, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Σίλβεστρου Συφόπουλου, μετέπειτα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σωφρονίου Β’ (1463-1464).
Η αφάνεια, στην οποία περιήλθε άδοξα η Λειτουργία του Ιακώβου, σταματά τον ΙΘ’ αιώνα με την αναγέννηση των λειτουργικών σπουδών. Συν τω χρόνω, επανεκτιμάται η αξία του περιθωριοποιημένων αρχαίων λειτουργικών τύπων και επανέρχονται δειλά σε λειτουργική χρήση. Πρώτος λειτουργικός τύπος που τελείται ξανά είναι ο υπό το όνομα του Αποστόλου Ιακώβου, ως η μητρική μορφή των αδιάκοπα έως σήμερα τελουμένων βυζαντινών λειτουργιών. Καθιερώνεται η τέλεση της Λειτουργίας του Ιακώβου την ημέρα μνήμης του Αποστόλου (23 Οκτωβρίου), αλλά και την Κυριακή μετά τη Χριστού Γέννηση, οπότε και εορτάζεται η μνήμη του μαζί με τον Προφητάνακτα Δαυίδ και τον Ιωσήφ τον Μνήστορα. Πριν από την ανάδειξη της Λειτουργίας του Ιακώβου από την Ορθόδοξη Εκκλησία συναντούμε τη χρήση της στη δυτική θεολογία κατά την περίοδο της Μεταρρύθμισης για καθαρά απολογητικούς λόγους.
Η Θεία Λειτουργία του Ιακώβου συναντάται κατά τον Β. Mercier σε 29 χειρόγραφους κώδικες, οι περισσότεροι των οποίων είναι μεταγενέστεροι του ΙΕ’ αιώνα. Η χειρόγραφη παράδοση του κειμένου συναντά ποικιλομορφία, καθώς υφίσταται πληθώρα αναθεωρήσεων. Συγκριτικά μπορεί να ομαδοποιηθεί σε τρία σύνολα. Πρώτο σύνολο το Ιεροσολυμιτικό που περιέχει χειρόγραφα έως τον ΙΔ’ – ΙΕ’ αιώνα. Δεύτερο σύνολο το Αντιοχειανό με κύρια μορφή την Λειτουργία του Αποστόλου Ιακώβου στον κώδικα Vaticanus Graecus. Τρίτο σύνολο το της Θεσσαλονίκης με παράδειγμα τον ελληνικό κώδικα αρ. 2509 της Εθνικής Βιβλιοθήκης των Παρισίων.
Η πρώτη έντυπη έκδοση έγινε από τον C. Morel το 1560 στο Παρίσι. Σύγχρονες σημαντικές εκδόσεις της Θείας Λειτουργίας του Ιακώβου είναι η έκδοση του αρχιεπισκόπου Ζακύνθου Διονυσίου Λάτα (1886), του αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου (+1938), του B. Mercier (1946), των A. Hanggi – Pahl (1968), Ιω. Φουντούλη (1975) και Αρ. Πανώτη (1997). Οι εκδόσεις έως και το 1982 παραθέτουν την τέλεση της Λειτουργίας με βάση το βυζαντινό τυπικό, με μόνη διαφοροποίηση την τοποθέτηση σύνθρονου στον σολέα του ναού. Οι επόμενες εκδόσεις επιχειρούν την επαναφορά στοιχείων από την αρχαία λειτουργική παράδοση, καθώς η έρευνα του κειμένου εξελίσσεται και προάγεται.
Πηγή: pemptousia.gr