Επτά χρόνια από τον θάνατο του διακεκριμένου φιλόλογου Εμμανουήλ Κριαρά
Συμπληρώνονται σήμερα 7 χρόνια από τον θάνατο του διακεκριμένου Έλληνα φιλόλογου Εμμανουήλ Κριαρά.
Γεννημένος το έτος 1906, στον Πειραιά, έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωή του στη Μήλο, ενώ σε ηλικία 8 ετών η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στα Χανιά της Κρήτης, κοντά στον τόπο καταγωγής τους, τα Σφακιά. Εκεί τελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές και μόλις ενηλικιώθηκε, εγγράφηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αποφοίτησε πέντε χρόνια αργότερα και κατόπιν εργάστηκε στο Μεσαιωνικό Αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών. Η θητεία του στο Μεσαιωνικό Αρχείο ήταν εικοσαετής, ενώ μετά τα πρώτα εννέα χρόνια διετέλεσε διευθυντής αυτού.
Παράλληλα με την εργασία του στο Μεσαιωνικό Αρχείο, συνέχισε τις σπουδές του. Το 1930 μετέβη στο Μόναχο με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών για να ενημερωθεί σε θεωρητικά και τεχνικά ζητήματα της λεξικογραφίας στο περιβάλλον του Thesaurus Linguae Latinae.
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1948, ήταν υποψήφιος για την έδρα της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, την οποία όμως κατέλαβε ο Λίνος Πολίτης. Δύο χρόνια αργότερα, εκλέχτηκε στη θέση του τακτικού καθηγητή της Μεσαιωνικής Ελληνικής Φιλολογίας στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Στη Θεσσαλονίκη δίδαξε κυρίως μεσαιωνική φιλολογία, εκτάκτως μεσαιωνική ελληνική ιστορία, νεοελληνική φιλολογία, αλλά και γενική και συγκριτική γραμματολογία, αφού χάρη στις δικές του ενέργειες ιδρύθηκε το 1965 η πρώτη – και για πολλά χρόνια μοναδική στην Ελλάδα – έκτακτη αυτοτελής έδρα της Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας.
Η επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας σηματοδότησε τη διακοπή του διδακτικού έργου του Εμμανούλ Κριαρά, κάτι που όμως αποτέλεσε αφορμή για τον ίδιο να ολοκληρώσει το μείζον έργο του, το “Λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας (1100-1669)”. Συγκεκριμένα, τον Ιανουάριο του 1968 απολύθηκε από τη Χούντα εξαιτίας των δημοκρατικών φρονημάτων του και έκτοτε αφιερώθηκε στη σύνταξη του λεξικού, την απόφαση για τη συγκρότησή του είχε ήδη πάρει το 1956. Συνέχισε δε το ερευνητικό και συγγραφικό του έργο μέχρι το τέλος της ζωής του.
Η πολύπλευρη προσφορά του Εμμανουήλ Κριαρά τόσο στην επιστήμη, όσο και ευρύτερα στο ελληνικό έθνος, αναγνωρίστηκε και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Η Ελληνική Δημοκρατία τού απένειμε δις το παράσημο του Σταυρού των Ταξιαρχών του Τάγματος του Φοίνικος , καθώς επίσης τα παράσημα του Σταυρού των Ταξιαρχών του Τάγματος Γεωργίου Α΄ και του Ταξιάρχη του Τάγματος Τιμής. Η Γαλλία τού απένειμε το παράσημο του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής και η Ιταλία το παράσημο του Ταξιάρχη επί τιμή της Ιταλικής Δημοκρατίας. Το 1977, για το συνολικό επιστημονικό του έργο, του απονεμήθηκε στη Βιέννη από το γερμανικό Alfred Toepfler Stiftung το σημαντικό Βραβείο Herder, ενώ έργα του τιμήθηκαν με τα βραβεία Zappas της Γαλλίας (το διδακτορικό του), Γουλανδρή (η μονογραφία του για το Σολωμό), Γεωργίου Φωτεινού της Ακαδημίας Αθηνών (η έκδοση της Πανώριας), κ.ά.
Ο Εμμανουήλ Κριαράς ήταν, μεταξύ πολλών άλλων, επίτιμος πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας, της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων, επίτιμο μέλος του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας και του Σικελικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών. Παράλληλα, είχε εκλεγεί αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και ξένος εταίρος της Ακαδημίας Arcadia της Ρώμης και της Ακαδημίας του Παλέρμο.
Το 2006, με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννησή του, τιμήθηκε από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με την ανώτατη τιμητική του διάκριση, τον “Χρυσό Αριστοτέλη”, ενώ την ίδια χρονιά αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Έφυγε από τη ζωή στις 22 Αυγούστου του 2014, λίγους μήνες προτού συμπληρώσει το 108ο έτος της ηλικίας του.