Η Σφαγή της Κλεισούρας – Οι φρικαλεότητες των Ναζί κατά αμάχων στις 5 Απριλίου 1944
Σαν σήμερα, πριν από 77 χρόνια, 280 οικογένειες ξεκληρίστηκαν στο ηρωικό χωριό Κλεισούρα του νομού Καστοριάς. Ήταν απογευματινές ώρες της 5ης Απριλίου 1944, όταν ισχυρές δυνάμεις των Γερμανών, συνοδεία Βούλγαρων συνεργατών τους, εισέρχονταν στο μαρτυρικό χωριό και εκτελούσαν αδιακρίτως παιδιά, γυναίκες και γέροντες.
Αφού ολοκλήρωσαν το αποτρόπαιο έργο τους στους δρόμους και στην κεντρική πλατεία του χωριού, κατευθύνθηκαν προς τα σπίτια, σκότωσαν όσους είχαν γλιτώσει και τα πυρπόλησαν.
Η θηριωδία αυτή έχει μείνει στην ιστορία ως η “Σφαγή της Κλεισούρας” ή “Ολοκαύτωμα της Κλεισούρας” και συγκαταλέγεται στις μεγάλες θυσίες του ελληνικού λαού κατά την περίοδο της Κατοχής, μαζί με εκείνες των Καλαβρύτων, του Διστόμου κ.α.
Ωστόσο, ο Καρλ Σύμερς, διοικητής του 7ου Συντάγματος της 4ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας των SS, δε δίστασε να διατάξει την εκτέλεση όλων των κατοίκων της Κλεισούρας, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας…
Μάλιστα, χρησιμοποίησε κι ένα τέχνασμα προκειμένου να παγιδεύσει τον τοπικό πληθυσμό: απέστειλε μεμονωμένους στρατιώτες, που είχαν ως αποστολή τους να καθησυχάσουν τους κατοίκους, προκειμένου να μην τραπούν σε φυγή. Κατά πόδας, όμως, ακολουθούσαν πάνοπλοι στρατιώτες, Γερμανοί και Βούλγαροι κομιτατζήδες, οι οποίοι, μόλις έλαβαν το σύνθημα, άρχισαν να επιδίδονται σε αποτρόπαιες πράξεις.
Το ελληνικό κράτος, αναγνωρίζοντας την προσφορά και τιμώντας τη μνήμη των σφαγιασθέντων, απένειμε στην ηρωική Κλεισούρα τον Πολεμικό Σταυρό Α΄ Τάξεως, ενώ όρισε τον οικισμό ως ιστορική έδρα δήμου κατά τη διοικητική μεταρρύθμιση του σχεδίου “Καποδίστριας”, το 1994.
Όσο για τον σφαγέα συνταγματάρχη Καρλ Σύμερς, ο οποίος είχε διατάξει τη δολοφονία αμάχων, αυτός κλήθηκε σε απολογία από τη γερμανική διοίκηση, καθώς οι φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν στην Κλεισούρα παρέβαιναν τις πάγιες διαταγές περί αντιποίνων. Χαρακτηριστικά, ο πολιτικός εντεταλμένος του Γ’ Ράιχ στα Βαλκάνια, Χέρμαν Νοϊμπάχερ, στην έκθεσή του για τη σφαγή της Κλεισούρας έκανε λόγο για “λουτρό αίματος” και σημείωνε μεταξύ άλλων: “Το υπέροχο αποτέλεσμα αυτού του ανδραγαθήματος είναι ότι, αν και τα βρέφη είναι νεκρά, εντούτοις οι αντάρτες ζουν και μπορούν να συνεχίσουν με την δύναμη των όπλων τους να χρησιμοποιούν για καταλύματά τους εντελώς άοπλα χωριά”.
Εντέλει, ο Σύμερς αθωώθηκε για τα εγκλήματά του στην Κλεισούρα, καθώς στην απολογία του υποστήριξε ότι δυνάμεις ανταρτών κρύβονταν και πυροβολούσαν μέσα στο χωριό, παρουσιάζοντας τα γεγονότα ως μία ένοπλη σύγκρουση και τον θάνατο των αμάχων ως παράπλευρες απώλειες. Για τις φρικαλεότητες δε, παρουσίασε ως υπεύθυνους τους Βούλγαρους κομιτατζήδες. Η αθωωτική απόφαση, επέτρεψε στον Σύμερς να επαναλάβει εγκλήματα αυτής της μορφής σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, όπως στους Πύργους Εορδαίας, στο Δίστομο, στην Υπάτη και στη Σπερχειάδα. Το τέλος του, ωστόσο, ήταν άδοξο, καθώς σκοτώθηκε στις 18 Αυγούστου του 1944, κοντά στην Άρτα, όταν το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε πάτησε νάρκη που είχαν τοποθετήσει Έλληνες αγωνιστές της Αντίστασης.