1821-2021: Άγνωστα προεπαναστατικά ιστορικά παραλειπόμενα της Εθνικής Παλιγγενεσίας
Ανεκτίμητος και αδαπάνητος, ακένωτος και όντως του εθνικού φρονήματος εμπνευστικός είναι ο πλούτος ο οποίος κρύπτεται ως μαργαρίτης στα προεπαναστατικά και κατά την διάρκεια της επαναστάσεως ιστορικά κείμενα, ήτοι τις αψευδείς ιστορικές πηγές των αυτοπτών και αυτήκοων μαρτύρων, οι οποίοι έζησαν εκ του σύνεγγυς όλα τα γεγονότα εκείνης της κρίσιμης για την ίδια την επιβίωση του υπόδουλου Γένους χρονικής περιόδου, και εν συνεχεία με την μορφή κυρίως των ιστορικών «Απομνημονευμάτων» κατέθεσαν εγγράφως την αληθή μαρτυρία τους για τα γενόμενα με λεπτομερείς περιγραφές και άγνωστες παντελώς στους πολλούς αναφορές που κινούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη προκειμένου να γνωρίσει και την αθέατη πλευρά την όλης προεπαναστατικής προετοιμασίας του υποδούλου Γένους εναντίον του Οθωμανού δυνάστου κατακτητή και τυράννου χάριν την πολυποθήτου και περιποθήτου Ελευθερίας.
Όταν λοιπόν ο Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος (1798 – 13 Σεπτεμβρίου 1879), αγωνιστής της Ελληνικής Εθνικής Επαναστάσεως του 1821, υπασπιστής του Γέρου του Μοριά, Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, και συγγραφέας, απεφάσισε να συγγράψει εν είδει «Απομνημονευμάτων» τα ιστορικά γενόμενα της Ελληνικής Επαναστάσεως κατά τον ιερό αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας το έπραξε διότι, όπως ο ίδιος γράφει στο προλογικό του σημείωμα, «Είναι εντροπή, φίλε, ο Πελοποννήσιος, ο Στερεοελλαδίτης, ο Νησιώτης, ο Έλλην οποιουδήποτε τόπου να μη γνωρίζη γνήσια τα κατορθώματα των πατέρων του, αλλά να διαβάζη ιστορήματα ανούσια».
Ο Φωτάκος αναφερόμενος στην έσω της ψυχής και καρδίας γέννηση της πίστεως και ελπίδος των ραγιάδων Ρωμιών ότι είχε έλθει επιτέλους το πλήρωμα του χρόνου για την αποτίναξη του δυσβάσταχτου και επονείδιστου οθωμανικού τυραννικού ζυγού, παραθέτει μετά πάσης γλαφυρής και παραστατικής λεπτομερείας τα της προετοιμασίας των μέχρι τότε σκλάβων του Σουλτάνου προκειμένου άπαντα να είναι καλώς καμωμένα κατά την μεγάλη εκείνη ημέρα και ώρα της εθνεγερσίας. Γράφει δε τα κάτωθι ως εξής: «Όλαις ταις νύκταις οι Έλληνες τουφεξίδες (οπλοποιοί, σιδηρουργοί, ξυλουργοί και άλλοι εδούλευαν κρυφά από τους Τούρκους και από ταις γυναίκες των τα αναγκαία του πολέμου και ήτοιν εμποδισμένον και αφωρισμένον να κάμνουν μεταξύ τους φιλονικείας και εξηγήσεις διά τον μέλλοντα σκοπόν των. Διά τούτο καθένας εργάζετο κρυφά εις το σπίτι του, διώρθωνε το τουφέκι του, επλάινε τα πιστόλια του, επήγαινεν εις το λόγκο και έχυνε βόλια με το μονοκάλουπον και καθ’ όλα προετοιμάζετο. Ό, τι άκουαν οι Έλληνες περί της ελευθερίας των το επίστευαν και εφαρμόσθη η κοινή παροιμία, να μου λέγης ό,τι αγαπώ και το πιστεύω. Επίστευαν την αόρατον αρχήν (της Εταιρίας) και τους λόγους των αποστόλων τους ενόμιζαν λόγους Θεού…».
Άκουαν οι Τούρκοι λόγια ότι οι Έλληνες αρματώνονται διά να επαναστατήσουν, τα έλεγαν, των Ελλήνων και αυτοί τους απεκρίνοντο, «Αγάδες από μας δεν είναι τίποτε, αυτά δεν είναι εδικά μας πράγματα, τα κουβαλούν οι φίλοι του Αλή Πασά, διά να ενοχοποιήσουν εμάς τους πιστούς δούλους του Σουλτάνου, και να κατορθώσουν να συγχωρήση ο Αφέντης μας τον Αλή Πασά και να τον στείλη πάλιν πίσω εις την Πελοπόννησον. Εξεχάσατε τα περασμένα όπου μας έκαμαν οι Αρβανίται, και πόσα εμεταχειρίσθημεν διά να τους βγάλωμεν από τον Μωριά; Τοιουτοτρόπως τα εσκέπαζαν και απεκοίμιζαν τους Τούρκους.
Αν τυχόν έψαχναν κανένα και του εύρισκαν επάνω του μπαρούτην ή άρματα ή τον έβλεπαν να αγοράζη μπαρούτην ή μολύβι ή πέτραις, τον ερωτούθσαν τι τα θέλεις, τους απεκρίνετο μωροθάμαχτα, δεν γνωρίζεις, Αγά μου, τι τραβούμαι από τα ζουλάπια (λύκους και άλλα άγρια θηρία), μελίσσι είναι, μας έφαγαν τα ζωντανά, και δεν μας αφήσουν κανένα, ελύσσαξαν και άρχισαν να χύνωνται επάνω μας να μας φάνε.
Διά να τους πιστεύουν δε περισσότερον την νύκτα οι τσομπάνιδες (ποιμένες) έρριχναν κάπου κάπου τουφεκιά, εφώναζαν ότι ήλθαν λύκοι να τους φάν τα πρόβατα. Πολλοί μάλιστα από τους Τούρκους κεχαγιάδες, οι οποίοι εκάθοντο εις τα χωρία και είχαν μαζί με τους Έλληνας τα πρόβατα τους έδιδαν μπαρούτη και βόλια διά τους λύκους και εβεβαίωναν και τους άλλους Τούρκους ότι διά λύκους αγοράζουν τα μπαρούτια οι ραγιάδες.
Αργότερα άρχισαν να πηγαίνουν εις τα βουνά να ρίχνουν ’ς το σημάδι και να γυμνάζωνται εις το τουφέκι, εφορούσαν τα άρματα, έπλεκαν τσαρούχια, εφκίαναν παλάσκαις και τα συλακλίκια των, ετραγούδαγαν του Ρήγα τα ηρωϊκά τραγούδια, εδιάβαζαν γράμματα της Εταιρίας και άλλα τα οποία τους ήρχοντο από τους αδελφούς και τα έκρυβαν εις τους βράχους ή εις ταις σπηλιαίς. Τα δε άρματα τα άλειφαν με μελούδι (μεδούλι) και τα εκρέμουν εις τα έλατα και εις άλλα δένδρα, διότι εις τα σπήτια τους τα έπερναν οι Τούρκοι και όλο ένα προετοιμάζοντο και επερίμεναν την καλήν ώραν της επαναστάσεως».
Ένα ιδιαιτέρως ενδιαφέρον περιστατικό διασώζει ο Φωτάκος στα Απομνημονεύματά του αναφερόμενος στον δόλιο τρόπο με τον οποίο οι Οθωμανοί Αγάδες προσπαθούσαν απεγνωσμένως να εκμαιεύσουν το μέγα μυστικό των υπόδουλων Ρωμιών, εάν και κατά πόσο δηλαδή είχαν αρχίσει την προετοιμασία τους για ένοπλη επανάσταση εναντίον της σουλτανικής οθωμανικής τυραννίας, αλλά πάντοτε οι απόπειρές τους απετύγχαναν οικτρώς διότι οι ηγήτορες των Ρωμιών ήταν πάντοτε υποψιασμένοι και είχαν την μέθοδο και τον τρόπο να αντιλαμβάνονται σε κάθε περίσταση εάν τα λεγόμενα κάποιου Οθωμανού ήταν αληθή ή παραπλανητικά και παραπειστικά προκειμένου να παγιδεύσει κάποιο Ρωμιό με ένα και μόνο αντικειμενικό σκοπό που δεν ήταν άλλος από την αποκάλυψη της ενόπλου προετοιμασίας της Εθνεγερσίας κατά των Οθωμανών τυράννων. Μια τέτοια δολία απόπειρα καταγράφει ο Φωτάκος διηγούμενος με πολύ γλαφυρό και παραστατικό τρόπο το παρακάτω γεγονός: «Πολλοί μάλιστα Τούρκοι εσοφίζοντο διάφορα πράγματα, αλλά ένα από τα περιεργότερα είναι το ακόλουθον. Έστειλαν μίαν ημέραν εις τον Δεσπότην Έλους Άνθιμον ένα Τούρκον, ο οποίος εγνώριζε και την γλώσσαν μας και τας θρησκευτικάς μας τελετάς. Αυτός καθώς επήγεν εις την Μητρόπολιν εζήτησε να προσκυνήση τον Δεσπότην, και ο Έλους διέταξε και τον έμβασαν εις την κάμαράν του, όπου έκαμνε τον άρρωστον διά να μην υπάγη με τους άλλους αρχιερείς εις την Τριπολιτσάν. Ευθύς καθώς εμβήκεν έπεσε και τον επροσκύνησε και του είπε, Δεσπότη μου, θέλω να εξομολογηθώ εις την Πανιερότητά σου ως Χριστιανός ταις αμαρτίαις μου. Ο Έλους του έδωσε την άδειαν, και ευθύς άρχισε και έλεγε ταις αμαρτίαις του με κλαύματα και με πολλήν προσποιητικήν κατάνυξιν, και τέλος του είπε «πότε θα έλθη Δεσπότη μου, η αγία εκείνη ώρα να πάρωμε τα άρματα, διά να σκοτώσωμεν τους απίστους τυράννους μας και να ρουφήξω από το αίμα τους»;
Ο Δεσπότης έκαμε τότε σημεία της Εταιρίας, αλλά καθώς είδεν ότι δεν εννόησε τίποτε, εκατάλαβεν ότι είναι Τούρκος και άρχισε να τον συμβουλεύη και να του λέγη «τέκνον τί λόγια είναι αυτά; Μη πιστεύεις τα λόγια όπου λέγονται. Ο Θεός έβαλεν εις το κεφάλι μας τον Σουλτάνον διά το καλόν μας, αυτόν τον έβαλεν να μας εξουσιάζη και να ήμεθα πιστοί ραγιάδες του και ευπειθείς, διότι αυτός φροντίζει διά εμάς, επειδή αλλοιώτικα μας κολάζει ο Θεός». Έπειτα του εδιάβασε την συνειθισμένην ευχήν και τον έστειλαν εις το καλόν.
Ο μεταμορφωμένος αυτός Τούρκος τα είπεν όλα όσα ήκουσεν από τον Έλους εις τους Αγάδες, και διά τούτο εκείνοι δεν τον υπωπτεύοντο πλέον και τον άφησαν ως άρρωστον να μην πάη εις την Τριπολιτσάν. Τοιαύτα πολλά εγίνοντο μέχρις ότου αρχίση η επανάστασις».
Όταν δε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου για τον Ευαγγελισμό του υπόδουλου Γένους, όπως γράφει συγκινημένος ο Φωτάκος, «Κατά τα μέσα μάλιστα του Μαρτίου το πράγμα επροχώρησε πολύ, όλοι οι Πελοποννήσιοι το εγνώριζαν, άφησαν όλαις ταις άλλαις δουλειαίς των και εις τα πράγματα του πολέμου μόνον ενασχολούντο. Παντού έβλεπες κίνησιν και συνάμα φόβον και χαράν διά το άρχισμα της επαναστάσεως. Τα πάντα όσον ημπορούσαν τα ετοίμασαν και δεν εχρειάζετο παρά να δοθή το σημείον της ενάρξεως του αγώνος».
Και ούτω εγένετο Ελλάς.