1821-2021: Σουλιώτες – Οι Αδούλωτοι και Ελεύθεροι Αετοί της Ηπείρου
Εάν κάποιος αποτολμούσε να χαρακτηρίσει τους ήρωες αετούς των βουνών της Ηπείρου δεν θα μπορούσε παρά μόνο να τους χαρακτηρίσει ως αδούλωτους και ανυπότακτους, αγέρωχους και υπερήφανους, όντως ελευθέρους μέχρι θανάτου, ώστε μετά από δύο και πλέον αιώνες από τους μακροχρόνιους, ακατάβλητους και μεγαλειώδεις πολεμικούς αγώνες και πολιορκίες τους από τον Αλή Πασά μέχρι την ηρωϊκή και αυτοθυσιαστική και μαρτυρική τελευτή τους στο Κούγκι του Σουλίου με την θρυλική μορφή του ήρωος και γενναιόφρονος Καλογέρου Σαμουήλ και την εν έτει 1803 μετεγκατάστασή τους στα Επτάνησα, αποδεικνύουν του λόγου και της γραφής το αληθές ότι όντως υπήρξαν και κατεγράφησαν στις σελίδες της αδεκάστου και απροσωπολήπτου ιστορίας οι «ες αεί» αδούλωτοι και ελεύθεροι αετοί της Ηπείρου.
Όταν λοιπόν μετά την κατά το έτος 1803 εγκατάστασή τους στα Επτάνησα ήλθε το πλήρωμα του χρόνου και εν έτει 1820 επέστρεψαν και πάλι στη πατρώα γη των σκληροτράχηλων βουνών της Ηπείρου έλαβαν ενεργό συμμετοχή στον αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας του υπόδουλου Γένους και ευρέθησαν αντιμέτωποι όχι πλέον με τον Αλή Πασά αλλά με τον Μεχμέτ Χουρσίτ Πασά, ο οποίος ήταν αποφασισμένος να εδραιώσει την κυριαρχία του Σουλτάνου στην ευρυτέρα περιοχή της Ηπείρου σε εφαρμογή της αρχής: «κεφάλι που δεν προσκυνά, πέφτει», αλλά στην περίπτωση των αδούλωτων και ανυπότακτων Σουλιωτών επικρατούσε πάντοτε ως επιλογή ο ένδοξος θάνατος και ποτέ η οσφυοκαμψία, διότι ποτέ μα ποτέ οι Σουλιώτες δεν υπήρξαν «προσκυνημένοι και ατιμασμένοι».
Η δολία και πονηρά επιστολή του Μεχμέτ Χουρσίτ Πασά προς τους Σουλιώτες είναι ενδεικτική και αποκαλυπτική των ενδομύχων σκέψεών του προκειμένου να τους παγιδεύσει, γράφοντας στην υπό ημερομηνία 5 Μαΐου 1822 επιστολή του, τα παρακάτω γλυκόλογα ψευδόλογα:
«Επιστολή του Μεχμέτ Χουρσί Πασά προς τους Σουλιώτας.
Καπετανέοι και λοιποί Σουλιώται σας χαιρετώ,
Τη 5 Μαΐου 1822, Ιωάννινα.
Ο Σερασκέρης και πληρεξούσιος
όλων των εις την Ρούμελην Οθωμανικών στρατευμάτων,
Βεζίρ Μεχμέτ Χουρσίτ Πασάς».
Η απαντητική επιστολή εστάλη στις 7 Μαΐου 1822 από τους Σουλιώτες προς τον Μεχμέτ Χουρσίτ Πασά αλλά δεν ήταν αυτή την οποία επιθυμούσε και ανέμενε, δηλαδή μιά επιστολή δηλούσα την υποταγή και νομιμοφροσύνη τους στον ίδιο και την Υψηλή Πύλη, αλλά αντιληφθέντες οι ίδιοι την απάτη του Μεχμέτ Χουρσίτ Πασά απήντησαν με γραφή διακηρύττουσα το αδούλωτο και ελεύθερο του φρονήματός τους, ως εξής:
«Επιστολή των Σουλιωτών προς τον αρχιστράτηγον Ιωαννίνων.
Υψηλότατε Βεζίρ Μεχμέτ Χουρσί Πασά.
Τα υψηλόν σου μπουγιουρδί ελάβομεν και τα μεν αυτώ γεγραμμένα καλώς εκαταλάβομεν. Ευχαριστούμεν δε τον Θεόν, ότι εγνωρίσατε καθαρά τα όσα άδικα μας έκαμεν ο προκάτοχός σας Ισμαήλ πασάς, ώστε και δι’ αυτήν την αιτίαν παρακινείσθε, φαίνεται, να μας δώσετε την συγχώρησιν και ειρήνην εκ μέρους του κραταιοτάτου Σουλτάνου, διά να ζήσωμεν, ως και πρότερον, με τα υποστατικά μας και προνόμια.
Υψηλότατε! πας άνθρωπος φυσικά αγαπά την ησυχίαν και ειρήνην, αρκεί μόνον να ήναι και τα δύο στέρεα και σωτήρια, και όχι προσωρινά και ολέθρια, διότι τα κινήματά σας δεν μας ασφαλίζουν την προβαλλομένην συγχώρησιν και ειρήνην, ως στερεά και σωτήρια πράγματα. Μην ακούετε, Υψηλότατε, αυτούς τους φράγκους, οι οποίοι σας λέγουν, ότι οι Έλληνες επαναστάτησαν κατά του Σουλτάνου. Το πράγμα δεν είναι καθώς αυτοί σας το παρασταίνουν, αλλά συνέβη κατά τον ρηθησόμενον τρόπον.
Οπόταν το υψηλόν Δεβλέτι ωργίσθη τον Αλή Πασάν διά τας κακάς του πράξεις, εκείνος, διά ν’ αποφύγη, ή τουλάχιστον σμικρύνη την κατ’ αυτού βασιλικήν οργήν, έπεμψεν αποστόλους εις το Αιγαίον πέλαγος, εις τον Μωρέα και Ρούμελην να κηρύξουν, ότι το Δεβλέτι απεφάσισε να βάλη σπαθί εις τους Έλληνας, και ότι, αν θέλωσι την ζωήν των, πρέπει να λάβωσιν όλοι τα όπλα να υπερασπισθώσι, και ότι θέλει τους είναι και αυτός βοηθός.
Εδώ η πανουργία του εύρε σύμφωνον και συμβοηθόν την περίστασιν, επειδή τα σύγχρονα κινήματα των πολυαρίθμων στρατευμάτων του Σουλτάνου κατά τε ξηράν και θάλασσαν εβίασαν τους Έλληνας να πιστεύσουν τους λόγους των αποστόλων του Αλή Πασά, και ενταυτώ να δράξουν τα όπλα να υπερασπίσωσι των εαυτόν των και γυναικόπαιδά των. Ιδού λοιπόν συνέβη και εις αυτούς, καθώς και εις ημάς, η υπόθεσις, αγκαλά διαφορετικόν μεν το πράγμα, σύμφωνον δε κατά την έννοιαν με το ιδικόν μας.
Όθεν δίκαιον είναι να δώσετε και εις αυτούς εκ μέρους του κραταιοτάτου Σουλτάνου την συγχώρησιν, ειρήνην και αμνηστείαν, χωρίς να κινηθήτε κατ’ αυτών με τα στρατεύματα και όταν εκείνοι πρώτοι δεχθώσιν αυτά, τότε και ημείς τα δεχόμεθα ως δεύτεροι, επειδή πρώτοι εκείνοι ηπατήθησαν. Αν λοιπόν το πράγμα γίνη ούτως, ως γράφομεν, το οποίον είναι και δίκαιον, τότε και ημείς είμεθα σύμφωνοι εις όσα μας προβάλλετε. Το εναντίον δε, προκρίνομεν μυριάκις ν’ αποθάνωμεν εις την αρχήν με τιμήν και δόξαν, παρά να αμαυρώσωμεν το όνομά μας εις το τέλος με το αιώνιον όνειδος της προδοσίας.
Ταύτα και σας προσκυνούμεν όλοι οι Σουλιώται μεγάλοι και μικροί.
7 Μαΐου 1822 Σούλιον».
Αξία ιδιαιτέρας ιστορικής μνείας είναι η γραφή την οποία ουχί ως δουλοπρεπείς και επαίτες βοηθείας αλλά ως υπερήφανοι, αδούλωτοι και ελεύθεροι μαχόμενοι αγωνιστές Έλληνες απέστειλαν στους εκ του ασφαλούς καθεύδοντες τον ύπνον του δικαίου Προύχοντες της Πελοποννήσου, οι οποίοι παρά τις προηγηθείσες επιστολές των Σουλιωτών με τις οποίες προειδοποιούσαν τους ηγήτορες της Επαναστάσεως για τον επαπειλούμενο κίνδυνο από την παρουσία και δράση του Μεχμέτ Χουρσίτ Πασά, ο οποίος ήταν αποφασισμένος να καταπνίξει στο αίμα την Ελληνική Επανάσταση, ουδέν έπρατταν και «αγρόν ηγόραζον», παραθεωρούντες το επερχόμενο κακό ή αδιαφορούντες για τα γραφόμενα των Σουλιωτών, όντων αυτών και των γυναικοπαίδων τους τραγικώς και αδίκως εγκαταλελειμμένων ωσάν να ήταν οι παρείσακτοι του Γένους στην δολοφονική μάχαιρα των Οθωμανών από τους εν αναισθησία και παντελή αδιαφορία τελούντες ιθύνοντες πολιτικούς και λοιπούς στρατιωτικούς ηγέτες της Επαναστάσεως.
Όταν λοιπόν οι Σουλιώτες έλαβαν την γραφή του Μεχμέτ Χουρσίτ Πασά, κατά την τρίτη ημέρα από την παραλαβή της, απέστειλαν επιστολή προς τους «Διοικητάς και Προύχοντας Πελοποννήσου» κρούοντες τον κώδωνα του κινδύνου για την επαπειλούμενη συμφορά από τον Μεχμέτ Χουρσίτ Πασά, γράφοντας τα κάτωθι:
«Ευγενέστατοι Διοικηταί και Προύχοντες Πελοποννήσου και Στερεάς Ελλάδος, χαίρετε και υγιαίνετε.
Κύριοι! περιττόν κρίνομεν να εξηγήσωμεν τα οποία φρονήματα και γνώμην μας τρέφομεν διά το έθνος, διότι, αν προλαβόντως εδυσπιστήσθε, πληροφορείσθε τόρα ακριβέστερα από τα εσώκλειστα, τα οποία δεν επιδέχονται πλέον καμμίαν πρόφασιν και διαφιλονείκησιν, αλλ’ επειδή και ημείς απεφασίσαμεν να πράξωμεν τα όσα η γραφή μας διαλαμβάνει, παρακαλείται το έθνος να μας εξοινομήση από τα εξής.
α΄. Να πέμψεται τρία, ή και τέσσερα πλοία πολεμικά, διά να μετακομίσωσι τα γυναικόπαιδά μας εις αυτά τα μέρη, και να τα κατοικίσετε εις κανέν ασφαλές και υγιές μέρος, και να λάβετε την φροντίδα να τα τρέφετε, επειδή αν μείνουν εδώ, όχι μόνον κινδυνεύουν, αλλά και την τροφήν ματαίως δαπανώσιν, η οποία μέλλει να χρησιμεύση διά μόνους τους πολεμικούς.
β΄. Με τα ίδια πλοία να μας στείλετε ακόμη πολεμικά εφόδια και τροφάς, τα οποία είναι τα πρώτα μέσα και αληθή νεύρα και όργανα του προκειμένου σκοπού μας.
Αλλά τα ρηθέντα ζητήματα πρέπει να εκτελεσθώσι με δραστηριότητα, πριν δηλαδή ο εχθρός μας πολιορκήση, διότι τότε ούτε τα γυναικόπαιδα δυνάμεθα να μετατοπίσωμεν, ούτε τροφάς και πολεμοφόδια να μετακομίσωμεν από τον αιγιαλόν, επειδή απέχει αφ’ ημών οκτώ ωρών διάστημα και όταν, όσα προβάλλομεν, δεν εκτελεσθώσιν εγκαίρως, τότε και ημείς θα κινδυνεύσωμεν, και το έθνος μετά ταύτα, πιθανόν, να υποφέρη τα χείριστα.
Όθεν δίδομεν τελός της επιστολής μας, κύριοι, υπενθυμίζοντες σας μόνον την κατά την δεκάτην έκτην Φεβρουαρίου σταλείσαν προς υμάς επιστολήν μας, της οποίας το σχέδιον, αν ηθέλετε εκτελέσαι τότε, έπρεπε να εβλέπετε σήμερον ημάς εκστρατεύοντας κατά του Χουρσίτ Πασά, και όχι εκείνον καθ’ ημών. Υγιαίνετε.
10 Μαΐου 1822, Σούλιον.
Οι πολίται
Νότης Μπότσαρης. Τούσας Ζέρβας.
Ζηγούρης Τζαβέλλας. Γιώτης Δαγκλής.
Γιώργος Δράκος. Λάμπρος Κασμάς.».
Και ούτω εγένετο Ελλάς.