Το ιστορικό μοναστήρι του Αγίου Λαυρεντίου στο γραφικό Πήλιο
Το μοναστήρι του Αγίου Λαυρεντίου χτίστηκε το 1378 από έναν αγιορείτη Μοναχό της Μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους, τον Όσιο Λαυρέντιο, επί αυτοκρατορίας του Αλεξίου Γ’ Κομνηνού. Βρίσκεται σε υψόμετρο 600 μέτρων και σε απόσταση αναπνοής από ένα από τα ιστορικότερα και ομορφότερα χωριά του Πηλίου, τον Άγιο Λαυρέντιο. Αξίζει να σημειωθεί ότι το χωριό οφείλει το όνομά του στο μοναστήρι.
Σύμφωνα με τους ιστορικούς, στη θέση που χτίστηκε το μοναστήρι του Αγίου Λαυρεντίου, προϋπήρχε η λατινική μονή του Αγίου Ανδρέα, κάτι το οποίο μαρτυρά και η ύπαρξη λατινικής επιγραφής.
Η Ιερά Μονή του Αγίου Λαυρεντίου έχει αλλάξει αρκετά από την αρχική αρχιτεκτονική της όψη, με τις σημαντικότερες αλλαγές να επιτελούνται κατά τον 18ο αιώνα, ενώ τον 19ο αιώνα ιδρύεται εντός του μοναστηριού και φιλοσοφική σχολή, επιβεβαιώνοντας και την περίοδο ακμής που διένυε τη Μονή, η φήμη της οποίας ήταν μεγάλη.
Όπως συνέβη με τα περισσότερα μοναστήρια στην Ελλάδα, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας η Μονή του Αγίου Λαυρεντίου λεηλατήθηκε και υπέστη σοβαρές καταστροφές από τους Τούρκους.
Οι πρωτοβουλίες των μοναχών σε μία δύσκολο περίοδο ήταν συγκινητικές, ενώ φθάνουν στο σημείο να ιδρύσουν και κρυφό σχολειό εντός του μοναστηριού.
Χρονιά ορόσημο στην ιστορία του μοναστηριού ήταν το 1878, όταν αποτέλεσε τον χώρο συνάντησης μεγάλων προσωπικοτήτων της εποχής προκειμένου να οργανωθεί ο αγώνας για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι εκείνη την περίοδο συστάθηκε και η πρώτη επαναστατική κυβέρνηση υπό τον Ιερώνυμο Κασσαβέτη.
Το μοναστήρι υπέστη σοβαρές καταστροφές από τον σεισμό του 1955, οι οποίες αποκαταστάθηκαν με πρωτοβουλία ενός ευεργέτη του χωριού του Αγίου Λαυρεντίου. Η Μονή, ωστόσο, είχε σταματήσει την λειτουργία της τουλάχιστον τέσσερις δεκαετίες πριν, όταν και εκοιμήθη ο τελευταίος μοναχός της.
Η Μονή επαναλειτούργησε το 1987 και σήμερα φιλοξενεί τρεις μοναχές, οι οποίες προσπαθούν να συντηρήσουν το μοναστηριακό συγκρότημα, διατηρώντας άσβεστη την φλόγα της πίστης και της αφοσίωσης στον Θεό.