Η γέννηση του Ιησού ως ιεροφάνεια: η ερμηνευτική διαλεκτική μύθου και ιστορίας στα Ευαγγέλια
Στις διηγήσεις περί της γεννήσεως του Ιησού, οι οποίες ενσωματώνονται στα Ευαγγέλια κατά Ματθαίον και κατά Λουκάν, αυτό που αμέσως και ιδιαζόντως τραβάει την προσοχή μας είναι η ιστορική ευαισθησία των Ευαγγελιστών. Ειδικότερα, υπάρχει μία πληθώρα από κειμενικές λεπτομέρειες που συγκροτούν αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «πλαίσιο των διηγήσεων». Πρώτος έρχεται ο χρονικός προσδιορισμός: «εν ημέραις Ηρώδου του βασιλέως» (Ματθ. 2: 1 // Λουκ. 1: 5), «εν ταις ημέραις εκείναις εξήλθεν δόγμα παρά Καίσαρος Αυγούστου… ηγεμονεύοντος της Συρίας Κυρηνίου» (Λουκ. 2: 1-2). Μετά έχουμε τον καθορισμό του τόπου: «εν Βηθλέεμ της Ιουδαίας» (Ματθ. 2: 1), «εκ πόλεως Ναζαρέθ… εις πόλιν… Βηθλεέμ» (Λουκ. 2: 4). Στη συνέχεια, τον ιστορικό ρεαλισμό των διηγήσεων επιτείνουν οι παρατηρήσεις σχετικά με τις αντιδράσεις του Ηρώδη: «εταράχθη» (Ματθ. 2: 3), «αποστείλας ανείλεν πάντας τους παίδας» (Ματθ. 2: 16), ενώ, τέλος, οι ιστορικές πινελιές ολοκληρώνονται με το σκηνικό της απογραφής (Λουκ. 2: 1-3, 5) και την αναφορά σε αυτόπτες μάρτυρες (Λουκ. 2: 18).
Η συντριπτική πλειονότητα των ερευνητών συμφωνεί ότι ο Ιησούς γεννήθηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ηρώδη του επονομαζόμενου Μεγάλου (37 – 4 ΠΚΧ)· ίσως πέντε χρόνια νωρίτερα απ’ όσο παραδοσιακά γινόταν αποδεκτό. Από την άλλη, αν και γνωρίζουμε ότι μεγάλωσε στη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας, η καταγωγή και γέννησή του συνδέονται με τη Βηθλεέμ της Ιουδαίας. Βέβαια, πολλοί είναι οι ερευνητές που θεωρούν ότι η αναφορά των Ευαγγελιστών στην τελευταία δεν είναι ιστορικά ορθή, αλλά τα στοιχεία της σχετικής επιχειρηματολογίας κάθε άλλο παρά αδιαμφισβήτητα είναι – ή ακόμα και πειστικά. Την ιστορική προθετικότητα των Ευαγγελιστών πιστοποιεί και η εκ μέρους τους συμπερίληψη των ονομάτων του Αυγούστου και του Κυρηνίου – τα οποία αποσκοπούν στη διασταύρωση και επίρρωση του χρονικού πλαισίου των διηγήσεων – παρόλο που το όλο θέμα της απογραφής επί Κυρηνίου συνιστά ιστορικό πρόβλημα (και όχι κατ’ ανάγκην ιστορικό λάθος του ευαγγελιστή Λουκά, κατανοητό με βάση την τότε δυνατότητα πρόσβασης σε αρχεία, όπως πιστευόταν μέχρι σχετικά πρόσφατα). Επίσης, τα όσα λέγονται περί του Ηρώδη ανταποκρίνονται στα όσα γνωρίζουμε για τον δολοπλόκο και σκληρό χαρακτήρα του – ασχέτως του εάν μπορούν να συσχετιστούν ή όχι με τη γέννηση του Ιησού. Τέλος, η επίκληση αυτοπτών μαρτύρων – των ποιμένων – αποσκοπεί στο να δείξει ότι τα σχετικά με τη γέννηση του Ιησού περιστατικά μπορούν να επαληθευτούν ή να διασταυρωθούν και εκτός της κοινότητας των πιστών.
Ενώ όλα τα ανωτέρω στοιχεία προσφέρονται κατ’ αρχήν για επαλήθευση μέσω αποδειξιμότητας, υπάρχουν στις διηγήσεις της γεννήσεως του Ιησού πάμπολλα στοιχεία που δεν προσφέρονται για κάτι τέτοιο και ως εκ τούτου ανήκουν στη σφαίρα του μύθου. Πρώτον, οι «μάγοι από ανατολών» (Ματθ. 2: 1), η προσκύνηση (Ματθ. 2: 2, 11) και τα δώρα τους (Ματθ. 2: 11). Δεύτερον, το άστρο του Ιησού «εν τη ανατολή» και η καθοδηγητική του δύναμη (Ματθ. 2: 2, 7, 9, 10). Τρίτον, οι «κατ’ όναρ» αποκαλύψεις στους μάγους και τον Ιωσήφ (Ματθ. 1: 24· 2: 12, 13). Τέλος, η εμφάνιση της αγγελικής στρατιάς, τα υπερφυσικά σημεία που τη συνόδευαν και η ουράνια δοξολογία (Λουκ. 2: 9-13). Στοιχεία σαν κι αυτά εντάσσονται πράγματι σ’ ένα μυθικό πλαίσιο αναφοράς, εφόσον συναντώνται mutatis mutandis σε όλες σχεδόν τις διηγήσεις που αφορούν τη γέννηση «θείων ανδρών». Σε αυτές μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι οι σοφοί σπεύδουν να βεβαιώσουν τη μεγαλοσύνη του γεννηθέντος και να διαμηνύσουν εκ των προτέρων τη μελλοντική του χαρισματική πορεία. Επίσης, τα άστρα ή άλλα ουράνια φαινόμενα πλαισιώνουν την εικόνα του εξαιρετικού γεγονότος. Τέλος, η μυστηριώδης μεθοριακή σφαίρα του ονείρου ή οράματος, οι άγγελοι και άλλα θεϊκά όντα, οι φωνές από το υπερπέραν και οι ελλάμψεις θεϊκού φωτός, έρχονται για να προσδώσουν στις σχετικές αφηγήσεις την απαραίτητη αύρα του άλλου, του υπερφυσικού, που είναι τόσο αναγκαία για να συγκροτηθεί ο ιεροφανειακός τους χαρακτήρας. Όπως είναι ευνόητο, η απλή παράθεση προσώπων, συμβάντων και χωροχρονικών προσδιορισμών δεν είναι αρκετή για να κινητοποιήσει τη ζωή και τη συνείδηση των μελών μιας θρησκευτικής κοινότητας. Οι τελευταίοι χρειάζονται κάτι παραπάνω, μία μυθική υπεραξία…
Η καταγραφή των ιστορικών και μυθικών στοιχείων στις διηγήσεις της γεννήσεως του Ιησού, έτσι όπως την επεχείρησα, είναι πλήρως συμβατή με τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τις εν λόγω διηγήσεις αρκετά από τα σύγχρονα καινοδιαθηκικά υπομνήματα. Εντούτοις, ο αναγνώστης των Ευαγγελίων – ακόμα κι όταν δεν είναι πιστός – έχει την αίσθηση πως η γέννηση του Ιησού δεν καταγράφεται ούτε ως μύθος (ακόμα κι όταν αυτός υπερτερεί έναντι της ιστορίας) ούτε ως ιστορία. Παράλληλα, οι σχετικές διηγήσεις εμφανίζουν επαρκή συνεκτικότητα, γεγονός που δεν μας επιτρέπει να τις θεωρήσουμε συμπιλήματα ή συμπαραθέσεις ετερόκλητων στοιχείων (τουτέστιν, ιστορικών και μυθικών). Μένει, λοιπόν, μία τρίτη ερμηνευτική διέξοδος: η συνθετική-διαλεκτική λειτουργία ενός επιπρόσθετου παράγοντα, ο οποίος επιτρέπει την οργανική διασύνδεση και υπέρβαση τόσο του μύθου όσο και της ιστορίας. Πράγματι, ο παράγοντας αυτός είναι δυνατόν να εντοπιστεί στις διηγήσεις της γεννήσεως. Συγκεκριμένα, στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο θα μπορούσαμε να τον ονομάσουμε «προφητική θεμελίωση», ενώ στο κατά Λουκάν «ευαγγελισμό».
Αν θα θέλαμε να υπεισέλθουμε σε ειδικότερες αναλύσεις, θα λέγαμε ότι στο κατά Ματθαίον οι προφητείες επιστρατεύονται τέσσερις φορές (Ματθ. 1: 23· 2: 6, 15, 18) για να επικυρώσουν τη διήγηση. Έτσι, η παρθένος, η Βηθλεέμ, η Αίγυπτος και η Ραμά-Ραχήλ, γίνονται το επίκεντρο, ο πυρήνας του λόγου. Πάνω απ’ όλα, αυτό επιτυγχάνεται με το συμβολικό φορτίο των συγκεκριμένων μοτίβων:
παρθένος = παρουσία του Θεού
Βηθλεέμ = μεσσιανικό αξίωμα
Αίγυπτος = νέος Νόμος
Ραμά-Ραχήλ = κρίση του κόσμου
Από την άλλη, στο κατά Λουκάν ο συγκεκριμένος μηχανισμός εμφανίζεται ως«ομολογία πίστεως»: «μη φοβείσθε, ιδού γαρ ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην ήτις έσται παντί τω λαώ, ότι ετέχθη υμιν σήμερον σωτήρ ος έστιν χριστός κύριος… δόξα εν υψίστοις θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκίας» (Λουκ. 2: 10-11, 14). Εν προκειμένω, τα συγκεκριμένα λόγια δικαιολογούν το πώς τόσο κοινές ιστορικές λεπτομέρειες συνδέονται με τόσο έκτακτα μυθικά συμβάντα. Ο «ευαγγελισμός» του Λουκά διαθέτει κι αυτός την προφητική του υφή, εφόσον κάλλιστα θα μπορούσε να έχει βγει από το στόμα ενός εκ των δεκάδων προφητών της πρωτοχριστιανικής κοινότητας.
Αν η παραπάνω ανάγνωση των διηγήσεων της γεννήσεως του Ιησού είναι θεμιτή, τότε η εσχατολογική αυτοσυνειδησία του αρχέγονου Χριστιανισμού μπορεί να συμβάλει στη συγκρότηση μίας ερμηνευτικής πέρα από την ιστορική αναζήτηση ή τον μυθολογικό αναστοχασμό· τουλάχιστον στο επίπεδο της διατυπώσεως υποθέσεων εργασίας. Διότι, τελικά, αυτό που μας εκπέμπουν οι εν λόγω διηγήσεις δεν είναι ούτε ο «ιστορικός Ιησούς» ούτε ο «μυθικός Χριστός» – και οι δυό τους μεθοδολογικά δεκανίκια της ακαδημαϊκής βιβλικής έρευνας – αλλά ο «εσχατολογικός Λόγος» της εκκλησιαστικής εμπειρίας. Αν η εσχατολογία, ως γενική θεολογική νοοτροπία, συνιστά μία αναμόχλευση του ιστορικού επί τη βάσει ενός υπερβατολογικού Εσχάτου, τότε η μεταγραφή της στον χώρο της ερμηνείας δεν μπορεί παρά να συνιστά μία αναμόχλευση των ιστορικών στοιχείων της ζωής του Ιησού επί τη βάσει των μυθικών αιτημάτων της θρησκευόμενης συνείδησης. Το αποτέλεσμα που προκύπτει αφενός μεν μετριάζει τον άλογο χαρακτήρα του μύθου, αφετέρου δε ανατιμά τον λογικό χαρακτήρα της ιστορίας.
Υπό το πρίσμα αυτό, ο Ιησούς δεν είναι ούτε ένα απλό ιστορικό πρόσωπο ούτε ένα απλό μυθικό μοτίβο· είναι ένα σύμβολο – το Σύμβολο – μία κλήση – η Κλήση – ή, ακόμα καλύτερα, η Εικόνα του κόσμου έτσι όπως αυτός μέλλει να πραγματωθεί και να αποκαλυφθεί στο πλήρωμά του. Με άλλα λόγια, δίχως να εξαφανίζεται από την ιστορία και δίχως να απορροφάται στον μύθο, ο Ιησούς προβάλλει στις διηγήσεις της γεννήσεως – καθώς και σε αρκετές άλλες των Ευαγγελίων, όπως τη βάπτιση, τη μεταμόρφωση, το πάθος και τη σταύρωση – ως παράδειγμα μεταμόρφωσης του ιστορικού. Όταν λέμε ότι ο Ιησούς των διηγήσεων της γεννήσεως είναι ο «εσχατολογικός Λόγος», αυτό που εννοούμε είναι ότι το ίδιο το ευαγγελικό κείμενο προσκαλεί σε μια αποστασιοποίηση από την απόλυτη κατάφαση του κοσμικού, μία κατάφαση που προκύπτει από την επικέντρωση είτε στο ιστορικό (ιστοριοκρατία) είτε στο μυθικό (φυσιοκρατία). Εννοούμε, επίσης, ότι το κείμενο επιδοτεί τη διακριτική εμπλοκή στο κοσμικό και τη συνακόλουθη μετάπλασή του. Ο Ιησούς ως «εσχατολογικός Λόγος» εξεικονίζει αυτό που οι πιστοί πρέπει να ενσαρκώνουν: την αισθητική και το ήθος ενός κόσμου που δεν είναι ακόμα εδώ!