Sacred Heart: Ιεροφανειακό σινεμά από τον Κώστα Νίκα
Ο χρόνος – ο χρόνος της μνήμης, δηλονότι – περνάει πάνω από την άβυσσο της θάλασσας – αυτής της θάλασσας των ανθρώπινων εμπειριών – σκαρφαλώνει τα γλυμμένα βράχια των ανεμοδαρμένων ακτών και καταλήγει εκεί όπου καταλήγουμε όλοι μας – με τον ένα ή τον άλλο τρόπο – στη σιωπηλή, τουτέστιν, χώρα των απονεκρωμένων… στο κοιμητήριο του Waverly… εκεί και έτσι αρχίζει η ταινία Sacred Heart (2016) του ομογενούς κινηματογραφιστή Κώστα Νίκα.
Από αεροπλανική η κάμερα περνάει σε φάση κατάδυσης και, αίφνης, βρίσκεται αντιμέτωπη μ’ ένα ανθρώπινο δράμα – κυριολεκτικά, πέφτει πάνω – στο κατ’ εξοχήν ανθρώπινο δράμα: τον θάνατο. Όχι οποιονδήποτε θάνατο, βέβαια, αλλά τον άδικο – όπως συνηθίζουμε να τόνε λέμε – θάνατο, εννοώντας πάντα τον θάνατο που παραμένει έξω από τα όρια της αποδοχής μας. Δηλαδή; Ένας νεαρός άνδρας στέκεται πάνω από το φρεσκοσκαμμένο μνήμα τής γυναίκας που μόλις έχασε (μαζί με το αγέννητο παιδί τους) σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Απέναντί του ένας ρωμαιοκαθολικός ιερέας – κάτι που ως εικόνα μοιάζει με το αναγκαίο κερασάκι στην τούρτα – ο οποίος όμως αδυνατεί να καταστήσει την τούρτα (του βίου) εύγευστη ή έστω βρώσιμη· αδυνατεί, με άλλα λόγια, να παρουσιάσει το δυστύχημα έστω ως ατύχημα – υποδεικνύοντας, κατ’ ανάγκη, τον Μεγάλο Υπεύθυνο, τον Θεό!
Η ταινία Sacred Heart έχει ως θέμα της το περίφημο πρόβλημα της θεοδικίας· ένα πρόβλημα αρκετά παλιό στην ιστορία των ιδεών, αλλά σταθερά επίκαιρο, ενδιαφέρον και προκλητικό. Στη φιλοσοφία, στη θεολογία, ακόμα και στη λογοτεχνία, το πρόβλημα της δίκης (και της καταδίκης ή της αθώωσης) του Θεού εν όψει τής δύναμης του κακού έχει γνωρίσει μία τεράστια γκάμα δημιουργικής έξαρσης και αφάνταστης ευρηματικότητας: από την ανυπαρξία του κακού μέχρι την ανυπαρξία… του Θεού… Παρόλα αυτά, ούτε το κακό λέει να φύγει, μα ούτε και ο Θεός έχει ξεμπερδέψει μαζί μας…
Σε πεδία της τέχνης, όμως, όπως ο κινηματογράφος, θα μπορούσε να πει κανείς ότι η θεοδικία – αν και παρούσα περιστασιακά– δεν έχει τύχει της συστηματικής επεξεργασίας που της αξίζει. Αυτό ακριβώς κάνει ο Κώστας Νίκας με την πρώτη μεγάλη μήκους ταινία του. Και το κάνει τόσο με καλλιτεχνικές όσο και με θεωρητικές αξιώσεις. Το πρώτο, διότι καταφέρνει να μετατρέψει – με δύο μόλις ηθοποιούς μέσα σ’ ένα και μοναδικό δωμάτιο – το σινεμά σε θέατρο και τούμπαλιν, ενώ το δεύτερο, διότι καταφέρνει τελικά να μετατρέψει πειστικά τη θεοδικία σε ανθρωποδικία!
Υπό το βάρος της απώλειας, ο νεαρός άνδρας (ανα)ζητά τρόπους δικαίωσης. Αλλά τίθεται το ερώτημα: δικαίωσης ποίου; Η γυναίκα και το παιδί του δεν ζουν πια και άρα ποιο νόημα μπορεί να έχει η όποια δικαίωσή τους; Το κοινωνικό αίσθημα δικαιοσύνης δε δίνει δεκάρα για το προσωπικό του δράμα, μιας και η κοινωνία τραβά τον δρόμο της σαν να μην έγινε απολύτως τίποτα… ή έστω τίποτα το αφύσικο… Ποιον θέλει, λοιπόν, να δικαιώσει ο πρωταγωνιστής; Ή, μήπως, θέλει να δικαιωθεί ενώπιον κάποιου; Ποίου όμως και γιατί;
Κοφτά, αλλά χωρίς βιασύνη, ο Κώστας Νίκας φτάνει στο επίκεντρο της ταινίας του: το σπίτι του πρωταγωνιστή, τον ίδιο τον πρωταγωνιστή, την καρδιά του πρωταγωνιστή, σε ευθεία και προσωπική αντιπαράθεση με τον μόνο που είναι δεκτικός στο αίτημα της δικαίωσής του, τουτέστιν, τον ιερέα, τον άλλο χριστιανό, την υπόθεση «Θεός»! Μολαταύτα, συμβαίνει κάτι απρόβλεπτο: αντί να χαρεί κάποια δικαίωση, ο πρωταγωνιστής οδηγείται στο χείλος του θανάτου μέσα από την απόπειρα της αυτοκτονίας. Στο παραπέντε εμφανίζεται ο ιερέας και τον σώζει. Μα τι; Δεν ήταν ήδη εκεί; Ή μήπως ο πρωταγωνιστής πάλευε με κάποιον άλλο μέσα στο ίδιο του το σπίτι, μέσα στον βαθύτερο από τους βαθύτερους εαυτούς του;
Σε μία κουβέντα που είχα με τον Κώστα Νίκα, μου είπε χαρακτηριστικά ότι «για μένα η ταινία είναι σαν ένα κρεμμύδι με πολλαπλά στρώματα». Όντως είναι πολλαπλοί οι τρόποι που μπορεί κανείς να διαβάσει αυτό που γίνεται μέσα στο «σπίτι» του πρωταγωνιστή και καταλαμβάνει τα 3/4 της ταινίας. Υπό την επήρεια ουσιών ο απαρηγόρητος και εξοργισμένος σύζυγος αρχίζει να υπάρχει αλλιώς· ή, κατ’ άλλη διατύπωση, αρχίζει να υπάρχει ως εαυτός. Ο ιερέας (που δεν είναι άλλος από τον βραβευμένο με δύο αυστραλιανά όσκαρ David Field) υποτίθεται ότι τον επισκέπτεται για να προσφέρει παρηγοριά και να κατευνάσει τα πνεύματα. Αυτό, όμως, που βλέπουμε είναι ότι εξάπτει τα πνεύματα, τα κάθε λογής πνεύματα! Ο νεαρός σύζυγος παλεύει αίφνης με τις φωνές τής συνείδησής του, με το χαοτικό του ασυνείδητο, με τον ίδιο τον διάβολο…
Για τον Κώστα Νίκα «το σπίτι αποκτά χαρακτηριστικά τρίτου χαρακτήρα», όπως λέει ο ίδιος. Προεκτείνοντας, μάλιστα, αυτό το σκεπτικό θα έλεγα ότι το σπίτι αναδεικνύεται σε μία μεταφυσική τοπολογία, η οποία φέρνει στο μυαλό μας τον αόρατο πόλεμο των ασκητών (όπως θα έλεγε και ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης), την καρδιά ως πεδίο αντιπαράθεσης πονηρών, αισχρών και βλάσφημων λογισμών (όπως θα έλεγαν και οι βυζαντινοί μας πρόγονοι), την πανουργία του κακού (για να παραλλάξω λιγουλάκι τον Χέγκελ).
Εν τέλει, η πάλη γίνεται με τον ίδιο τον εαυτό και οδηγεί απροσδόκητα σε μία ορισμένη επίλυση του όλου δράματος. Ο νεαρός πρωταγωνιστής κουβαλάει μέσα του πολλά τα τραύματα από τη χριστιανική του παράδοση: απιστία, ενοχή, κακοποίηση… Ο θάνατος της γυναίκας του και του παιδιού τους ενεργοποιεί τον φαύλο κύκλο των τραυμάτων του απαιτώντας δικαιοσύνη. Φαίνεται, όμως, πως για να λάβεις δικαιοσύνη, πρέπει να αποδώσεις δικαιοσύνη. Έτσι στην ταινία γίνεται ένας φόνος, τον οποίο αργά ή γρήγορα κάποιος έπρεπε να κάνει. Κι αυτός ο κάποιος είναι ο νεαρός σύζυγος!
Ανάμεσα στις πολλές και εξαιρετικά πρωτότυπες ιδέες που ακούει κανείς σ’ αυτήν την ταινία – της οποίας το σενάριο είναι, παρεμπιπτόντως, νευρώδες και αρκούντως ψαγμένο – θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Κώστας Νίκας υποστηρίζει ότι η υπόθεση «Θεός» συνιστά αναγκαιότητα όσον αφορά τη συγκρότηση του εαυτού. Με τον «Θεό» αναδύεσαι ως εαυτός, με τον «Θεό» ακυρώνεσαι ως εαυτός και με τον «Θεό» πραγματώνεσαι εκ νέου και εσαεί ως εαυτός. Το ερώτημα περί του κακού και το ερώτημα περί της υπάρξεως του Θεού δεν είναι παρά στιγμές που χαρακτηρίζουν την αυτοκατάφαση του εαυτού. Αν μη τι άλλο, ο Κώστας Νίκας με το Sacred Heart απέδειξε ότι ένας ιεροφανειακός κινηματογράφος όχι μόνο είναι δυνατός, αλλά – πολύ περισσότερο – είναι αναγκαίος… για να μην πω ευκταίος…
ΕΡΓΟ-ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Η ανεξάρτητης παραγωγής αυστραλιανή ταινία μεγάλου μήκους Sacred Heart, σε σενάριο και σκηνοθεσία Κώστα Νίκα, προβλήθηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα τον Ιούνιο του 2016 στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου τής Σανγκάι. Πέρα από την πρεμιέρα αυτή, το Sacred Heart συμμετείχε στο εμπορικό τμήμα τού Φεστιβάλ των Καννών, ενώ παράλληλα προβλήθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες του Σύδνεϋ και της Μελβούρνης.
Ο Κώστας Νίκας είναι ένας βραβευμένος κινηματογραφιστής που έχει στο ενεργητικό του αρκετές δουλειές που έχουν ξεχωρίσει: Light (2011, βραβείο καλύτερης πειραματικής ταινίας στο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους του Λος Άντζελες)· Mother’s Day (2013, Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Έντμοντον)· Boat People (2014, Φεστιβάλ Εναλλακτικού Κινηματογράφου του Σύδνεϋ)· Utopia (2019, βραβείο καλύτερου σεναρίου ταινίας μικρού μήκους στο Ανεξάρτητο Φεστιβάλ της Σάντα Φε). Παράλληλα έχει γράψει και ανεβάσει αρκετά θεατρικά, έχει δουλέψει σε διάφορες τηλεοπτικές παραγωγές (π.χ. τη βραβευμένη σειρά του ABC TV The Slap) και υπήρξε ο παραγωγός του πρώτου άλμπουμ βυζαντινής μουσικής στην Αυστραλία (Byzantium, 1999).