Καταδικάζει τις προκλήσεις της Τουρκίας η Τριμερής Σύνοδος Κύπρου – Ελλάδας – Αιγύπτου
Αναφορές στο Κυπριακό, στις ΑΟΖ και στις τουρκικές προκλήσεις περιλαμβάνει η Κοινή Διακήρυξη που υιοθετήθηκε κατά την 8η Τριμερή Σύνοδο Κορυφής Κύπρου – Ελλάδας – Αιγύπτου, η οποία πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη, 21 Οκτωβρίου, στη Λευκωσία.
Η Σύνοδος πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της εμβάθυνσης της περιφερειακής συνεργασίας μεταξύ των τριών χωρών και σε αυτήν συμμετείχαν ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, κ. Νίκος Αναστασιάδης, ο Πρόεδρος της Αιγύπτου. κ. Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι, και ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας, κ. Κυριάκος Μητσοτάκης. Οι ηγέτες πραγματοποίησαν μεταξύ τους διμερείς συναντήσεις και στη συνέχεια κατ΄ιδίαν τριμερή συνάντηση, την οποία ακολούθησαν διευρυμένες συνομιλίες ανάμεσα στις αντιπροσωπείες των τριών χωρών.
Στην Κοινή Διακήρυξη επαναλαμβάνεται καταρχάς η αμέριστη στήριξη των μερών στις προσπάθειες της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας για επίτευξη μιας συνολικής, δίκαιης και βιώσιμης λύσης στο Κυπριακό πρόβλημα στη βάση των σχετικών ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΕ και του διεθνούς δικαίου. “Καταδικάσαμε τις ενέργειες της Τουρκίας στα Βαρώσια που είναι σε παράβαση των σχετικών ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας”, επισημαίνεται, “και καλούμε την Τουρκία να τερματίσει τις προκλητικές της ενέργειες, και να συμμορφωθεί με τα ψηφίσματα των ΗΕ, ειδικά το 550 (1984) και το 789 (1992) και να συμβάλει εποικοδομητικά και εμπράκτως στην επανέναρξη δομημένων διαπραγματεύσεων με στόχο να υπάρξουν αποτελέσματα για μια συνολική και διαρκή λύση του Κυπριακού στη βάση των σχετικών ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΕ”.
“Τέτοια λύση πρέπει να είναι συμβατή με την ιδιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας ως κράτους μέλους της ΕΕ”, τονίζεται ακόμη στην Κοινή Διακήρυξη, “και να διασφαλίζει πλήρως την ανεξαρτησία, την κυριαρχία, την εδαφική ακεραιότητα και την ασφάλεια της. Προς τον σκοπό αυτό, ο τερματισμός των αναχρονιστικών διευθετήσεων ασφάλειας και η αποχώρηση των ξένων δυνάμεων παραμένει απαραίτητη προϋπόθεση για την Κυπριακή Δημοκρατία ως ένα κυρίαρχο κράτος. Τονίσαμε ότι τα Ηνωμένα Έθνη παραμένουν το μόνο πλαίσιο μέσω του οποίου μπορεί να επιτευχθεί λύση”.
Επιπλέον, τα μέρη εξέφρασαν τη μεγάλη τους ανησυχία για την πρόσφατη κλιμάκωση εντός των θαλασσίων ζωνών στην Ανατολική Μεσόγειο και την αυξημένη στρατιωτικοποίηση της περιοχής που απειλεί την ευρύτερη σταθερότητα, την ειρήνη και την ασφάλεια στη Μεσόγειο. “Καταδικάσαμε έντονα”, υπογραμμίζεται στη Διακήρυξη, “τις παράνομες γεωτρητικές και σεισμικές επιχειρήσεις της Τουρκίας στην ΑΟΖ/ υφαλοκρηπίδα της Κύπρου, σε θαλάσσιες ζώνες που έχουν ήδη οριοθετηθεί σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, και μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου με τη Συμφωνία Οριοθέτησης το 2003. Περαιτέρω, καταδικάζουμε, επίσης, τις συνεχείς παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου και θαλάσσιου χώρου κυριαρχίας στο Αιγαίο και τις παράνομες δραστηριότητες της Τουρκίας σε περιοχές που εμπίπτουν εντός της υφαλοκρηπίδας της Ελλάδας, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου. Τονίσαμε τη σημασία του σεβασμού της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων κάθε κράτους και των θαλάσσιων ζωνών του σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και, όπως προνοεί η Συνθήκη των ΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, και καλέσαμε την Τουρκία να απόσχει μόνιμα από τέτοιες ενέργειες στο μέλλον, βοηθώντας έτσι στη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για ένα διάλογο που δεν μπορεί να διεξαχθεί σε ένα επιθετικό κλίμα ή κάτω από απειλές για χρήση βίας”.
Για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, τονίζεται στην Κοινή Διακήρυξη ότι θα πρέπει να γίνει μέσω διαλόγου και διαπραγμάτευσης με καλή πίστη, με πλήρη σεβασμό στο διεθνές δίκαιο. “Καλούμε την Τουρκία να αποδεχθεί την πρόσκληση της Κύπρου για διαπραγματεύσεις με καλή πίστη και με πλήρη σεβασμό στο διεθνές δίκαιο”, επισημαίνεται, “με στόχο την επίτευξη μιας συμφωνίας για τη θαλάσσια οριοθέτηση ή να θέσει το θέμα στο διεθνές δικαστήριο”.
Τέλος, τα μέρη της Συνόδου χαιρέτησαν την υπογραφή και έναρξη ισχύος της Συμφωνίας για οριοθέτηση της ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου, “μια συμφωνία ορόσημο που ολοκληρώθηκε σε πλήρη συμμόρφωση με το διεθνές δίκαιο όπως προνοεί η Συνθήκη για το Δίκαιο της Θάλασσας, αφού συμβάλλει στη σταθερότητα και την ασφάλεια στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου”.