Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors

Εκοιμήθη ο Μητροπολίτης Ιταλίας και Μελίτης

Τα ξημερώματα της Παρασκευής, 16 Οκτωβρίου, εκοιμήθη εν Κυρίω ο Μητροπολίτης Ιταλίας και Μελίτης κυρός Γεννάδιος.

“Κύριος ο Θεός αναπαύσαι την ψυχήν του πολυκλαύστου Ποιμενάρχου ημών, η δε μνήμη αυτού είη αιωνία και αγήρως”, αναφέρεται στο ανακοινωθέν που εξέδωσε η Ιερά Μητρόπολη Ιταλίας και Μελίτης, ενώ επισημαίνεται ότι “τα περί της Εξοδίου αυτού Ακολουθίας δημοσιευθήσονται εις επόμενον ανακοινωθέν”.

Νωρίτερα, το πρωί της Παρασκευής, ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος τέλεσε, στον Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό, Τρισάγιο υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του μακαριστού Αρχιερέως του Θρόνου και συμφοιτητού Αυτού στην Ι. Θεολογική Σχολή της Χάλκης, περιστοιχούμενος από Ιεράρχες του Πατριαρχείου και κληρικούς της Πατριαρχικής Αυλής.

Πατριαρχικός Επίτροπος της Ι. Μητροπόλεως Ιταλίας ορίσθηκε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ισπανίας και Πορτογαλλίας κ. Πολύκαρπος.

Ο μακαριστός Μητροπολίτης Ιταλίας και Μελίτης κυρός Γεννάδιος (κατά κόσμον Τσαμπίκος Ζερβός), είχε γεννηθεί στην Κρεμαστή Ρόδου το 1937.

Φοίτησε στη Δημοτική Σχολή της γενέτειράς του, συνέχισε στην Πατμιάδα Εκκλησιαστική Σχολή και σπούδασε την «ιεράν επιστήμην» στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης.

Χειροτονήθηκε Διάκονος στις 16 Απριλίου 1960, από τον μακαριστό Μητροπολίτη Ρόδου κυρό Σπυρίδωνα στην Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος Χάλκης και με τον βαθμό αυτό απεστάλη υπό του αοιδίμου Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρου στη Νεάπολη της Ιταλίας. Υπηρέτησε μεταξύ των ετών 1961-1996 ως Διάκονος, Πρεσβύτερος και Επίσκοπος στην ιστορική εκκλησία των Αγίων Πέτρου και Παύλου της Αδελφότητος των Ελλήνων τω Έθνει στη Νεάπολη.

Συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Κοινωνιολογία και την Ψυχολογία, στο Πανεπιστήμιο Νεαπόλεως, καθώς και στη Ποντηφική Θεολογική Σχολή Νοτίου Ιταλίας, όπου ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ Θεολογίας (Δεκέμβριος 1970).

Το θέμα της διδακτορικής εργασίας του στην ιταλική γλώσσα, «Η προσφορά του Οικουμενικού Πατριαρχείου διά την ενότητα των χριστιανών», αποτελεί το πρώτο ιστορικό πόνημα που γράφηκε στο κέντρο του Ρ.καθολικισμού από Έλληνα Ορθόδοξο Κληρικό μετά από αιώνες, σχετικά με την προσφορά και τον ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Τον Μάρτιο του 1999 ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το θέμα της διατριβής του: «Οι Έλληνες Ορθόδοξοι της Καμπανίας από της Αλώσεως μέχρι της ενώσεως της Ιταλίας και του Γκαριμπάλδη» είναι εξαίρετο και πολύτιμο έργο για τους αγώνες της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού στη Μεγάλη Ελλάδα. Εδίδαξε, επί μία δεκαετία, Πατερική Θεολογία στο Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο του Αγίου Νικολάου εν Βάρη.

Κατά το διάστημα της πεντηκονταετούς διακονίας του στην Ιταλία ανέπτυξε αξιόλογο και αξιοθαύμαστο εκκλησιαστικό, πνευματικό και κοινωνικό έργο, το οποίο υπήρξε αιτία να τιμηθεί, αφ’ ενός μεν υπό της Ιταλικής Δημοκρατίας με το λαμπρότατο παράσημο του Ανωτέρου Ταξιάρχου, αφ’ ετέρου δε υπό του Δήμου Ρόδου με το Χρυσό Μετάλλιο της Πόλεως, λόγω και της μεγάλης προσφοράς του προς τους Ροδίους και Δωδεκανησίους φοιτητές, και γενικώς προς τους ομογενείς σπουδαστές. Ωσαύτως, ετιμήθη με τον Χρυσό Σταυρό του Αγίου Δημητρίου, συνωδεύσας τα ιερά Λείψανα του Αγίου, από την Ιταλία στη Θεσσαλονίκη, ως εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Έλαβε ενεργό μέρος σε πολλά επιστημονικά συνέδρια και εκκλησιαστικές αποστολές και εκδηλώσεις ως εκπρόσωπος της Μητρός Εκκλησίας.

Στις 26 Νοεμβρίου 1970, με πρόταση του Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρου, εξελέγη παμψηφεί Επίσκοπος Κρατείας, Βοηθός του αοιδίμου Μητροπολίτου Αυστρίας και Εξάρχου Ιταλίας κυρού Χρυσοστόμου, πρώτος Ορθόδοξος Επίσκοπος στην Ιταλίαν ύστερα από 275 έτη και, μάλιστα, για πρώτη φορά χειροτονήθηκε Ορθόδοξος κληρικός με τον βαθμό αυτό σε Ιταλικό έδαφος, παρουσία εκπροσώπων του Βατικανού και της Ιταλίας.

Στις 26 Αυγούστου 1996 εξελέγη παμψηφεί Μητροπολίτης Ιταλίας, ενθρονισθείς στον ιστορικό Ναό του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων Βενετίας στις 27 Οκτωβρίου του ιδίου έτους. Ίδρυσε 65 περίπου νέες ενορίες και κατά τα έτη της ποιμαντορίας του προσήλθαν στους κόλπους της Ορθοδόξου Μητροπόλεως νέες ενορίες, νέοι κληρικοί, έλαβαν υπόσταση και ισχύ οι ανεπισήμως ιδρυθείσες ενορίες Βολωνίας, Παδούης, Πάρμας και Περούτζιας δια της εγκαταστάσεως μονίμων κληρικών και τελέσεως πασών των Ορθοδόξων ακολουθιών. Ίδρυσε πέντε νέες μονές, επανασύστησε την «Ιεράν Μονήν του Αγίου Γεωργίου των εν Βενετία Ελληνίδων Ευγενών Μοναχών» και εστερέωσε αυτή στους κόλπους της Ορθοδόξου Μητροπόλεως με την λατρεία και τις πνευματικές συναντήσεις. Κατόρθωσε δε, όλως ιδιαιτέρως, χάρις, αφ’ ενός μεν, εις τας αόκνους και φρονίμους ενεργείας του να πραγματοποιήσει την Intesa (Συμφωνία) μεταξύ του Ιταλικού Κράτους και της Ορθοδόξου Μητροπόλεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αφ’ ετέρου δε, χάρις εις την στενή αυτού συνεργασία μετά του Ποντηφικού Συμβουλίου και του Βικαριάτου, αλλά και χάρις εις την συνεχή και συνετή παρακολούθηση του όλου θέματος, να επιτύχει την απόκτηση της μεγαλοπρεπούς εκκλησίας του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος, ακριβώς στο κέντρο των αρχαιοτήτων της Ρώμης (Μάιος 2004).

Αναγέννησε την Ορθοδοξία στο κέντρον του Ρ.καθολικισμού και, δια των συνεχών και σπουδαίων ποιμαντορικών περιοδειών του, από τη μία πλευρά δίδασκε στις καρδιές του λαού την Οικουμενικότητα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ώστε να γίνει τούτο συνείδηση και βίωμα αυτού, από την άλλη δε η εκκλησιαστική αυτή επαρχία της Μητρός Εκκλησίας να απολαμβάνει κύρους και παρρησίας, πνευματικής και κοινωνικής ισχύος στις συντηρητικές και παραδοσιακές ρωμαιοκαθολικές χώρες της Ιταλίας και Μελίτης.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος κατά την επίσκεψή του στην ιστορική Εκκλησία και Αδελφότητα των Αγίων Πέτρου και Παύλου των Ελλήνων τω Έθνει, στη Νεάπολιν Ιταλίας (Οκτώβριος 2007), είπε τα κατωτέρω, αναφερόμενος προς τον Μητροπολίτη Ιταλίας και Μελίτης Γεννάδιον: «… μετά πλείστης αγάπης και πιστότητος προς την Μητέραν Εκκλησίαν και γνησίου εκκλησιαστικού φρονήματος, εργάζεσθε επί πλείστα έτη ιεραποστολικώς εις το ποίμνιον υμών, διακρινόμενος διά τα πολλά και ποικίλα χαρίσματα τα οποία κοσμούν την προσωπικότητα της υμετέρας Σεβασμιότητος, μεγαλύτερα των οποίων είναι το ταπεινόν και μειλίχιον, το ήρεμον και το πράον του χαρακτήρος υμών, αλλά το μείζον πάντων είναι η αγάπη και η πιστότης υμών προς την Μητέραν Εκκλησίαν και το εκκλησιαστικόν υμών φρόνημα, το οποίον τιμάτε και διά το οποίον τιμώμεν υμάς».