Περιμένοντας τον Πατροκοσμά στην Αυστραλία
Για να είμαι ειλικρινής, δεν θυμάμαι πού και πότε πρωτόμαθα για τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό. Μπορεί να ήταν στο κατηχητικό, μπορεί να ήταν και στο σχολείο· και πάλι, μπορεί να πήγαινα γυμνάσιο, μπορεί να πήγαινα και λύκειο. Θα πρέπει, όμως, να μου είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση – περισσότερο ασύνειδα παρά συνειδητά – μιας και σε ανύποπτο χρόνο η επιθυμία μου να γράψω τούτο το άρθρο και η παράσταση του αγίου στη σκέψη μου επιβλήθηκαν ταυτοχρόνως… και αδιακρίτως. Μα τούτο το άρθρο για τη βιοπολιτική (διόλου με τη Φουκοϊκή) σημασία της ελληνοφωνίας στην Ομογένεια της Αυστραλίας απαιτούσε εξ ορισμού, καθ’ εαυτό και αφ’ εαυτού μία απτή υποστασιοποίηση ή, αλλιώς, μία πολύ συγκεκριμένη ενσάρκωση. Εν προκειμένω, ο Πατροκοσμάς πρόβαλε από μόνος του… αυτόματα! Εντελώς συνειρμικά, θα έλεγα, ο Πατροκοσμάς ανακαλεί μοτίβα – ξεχασμένα ή και αναθεματισμένα για πολλούς – όπως «Διδάσκαλος του Γένους», «ελληνική παιδεία», «θεία αποστολή» και «θυσία υπέρ πίστεως και πατρίδος». Με άλλα λόγια, υπάρχει μια κάποια λογική στην εκ μέρους μου διασύνδεση της ανάγκης για διάσωση της ελληνοφωνίας στην Αυστραλία, από τη μια, και της μορφής ενός ηρωικού – και εμβληματικού πια – αγωνιστή αυτής της ελληνοφωνίας σε παλιούς καιρούς και κάτω από διαφορετικές συνθήκες, από την άλλη.
Η Ελληνική Επανάσταση ανήκει ασφαλώς στη σφαίρα του Μύθου – και όχι, όπως κάκιστα λένε πολλοί αδαείς, του μύθου. Όχι ότι δεν μας ενδιαφέρει η (κοινωνική, πολιτική ή οικονομική) πραγματικότητά της στον χώρο και τον χρόνο, αλλά υπό την έννοια ότι η (ουδόλως Λακανική) συμβολικότητά της επιβάλλει σε μας τους Νεοέλληνες – σε κάποιους από μας, τουλάχιστον, για να είμαστε πιο ακριβείς – να φαντασιωνόμαστε τη μελλούμενη ταυτότητά μας με όρους ελευθεριακούς. Ως εκ τούτου, δεν είναι – νομίζω – τόσο η δεδομένη ιστοριογραφική σχέση ανάμεσα σε Πατροκοσμά και Επανάσταση που με ώθησε να ξεκινήσω το άρθρο μνημονεύοντας την τελευταία, όσο η ζητούμενη βιωματική επιβολή της ίδιας της Επανάστασης. Επειδή, δηλαδή, θέλω να βλέπω την Ελληνική Επανάσταση ως ένα κατεξοχήν ελευθεριακό Μύθο, η φιγούρα τού Πατροκοσμά – η ασυμβίβαστη και ανατρεπτική – με παραπέμπει κατευθείαν στην Επανάσταση. Τι παράδοξη όντως παραπομπή! Ή, μήπως, όχι; Αγιότητα και ελευθεριακότητα ή, άλλως πως, ο άγιος ως αναρχικός! Άβυσσος η ψυχή τού ανθρώπου: πώς έχουν μπλέξει μέσα μου ο άγιος Κοσμάς, οι οπλαρχηγοί του ’21 και οι παντοδαπές μνήμες των Εξαρχείων! Και πόσο πιο αξεδιάλυτα μπλέκουν μέσα μου, καθώς – αυτοεξόριστοι στης γης τον πάτο, για να θυμηθώ τον Paul Keating – βρισκόμαστε ένα βήμα πριν από τα διακόσια χρόνια μετά το καταστατικό γεγονός της ελλαδικής πολιτειότητας, η οποία τα τελευταία χρόνια κατάντησε για πολλούς και τραγωδία και φάρσα – για να παραλλάξω ολίγον τον Κάρολο Μαρξ!
Αμ δεν είναι μόνο η ψυχή τού ανθρώπου που είναι άβυσσος, είναι και η ιστορία του ανθρώπου άβυσσος. Αυτή ίσως να είναι και άβυσσος αβύσσου. 1821 – 1714 (και όχι 1714 – 1821): η Ελληνική Επανάσταση δεν αρχίνησε το 1821. Και μη νομίσει κανείς ότι αναφέρομαι στις πολυάριθμες εξεγέρσεις ή στα κινήματα αντίστασης που προηγήθηκαν. Όχι, μαθές! Αυτό που θέλω να πω είναι ότι η Επανάσταση αρχίνησε κάπου τρακόσιους και βάλε χρόνους πριν από το τρέχον έτος, τουτέστιν, στα 1714, τη χρονιά που γεννήθηκε ο Πατροκοσμάς, ο άη-Κοσμάκης, όπως μου αρέσει να τον αποκαλώ – αφού γίνηκε ένα με τον απλό κοσμάκη της εποχής του. Η χρονιά εκείνη ήταν που σηματοδότησε την Επανάσταση πριν από την Επανάσταση, την Επανάσταση της παραμόνιμης πατρίδας όλων των απανταχού της γης Ελλήνων: της ελληνικής γλώσσας! Οι μαθητές τού ακάματου αυτού αποστόλου της ελληνικής λαλιάς σημειώσανε κάπου μία από τις πλέον ανάκουστες κουβέντες του: όποιος υπόσχεται μέσα στο σπίτι του να μιλάει μόνο Ελληνικά να σηκωθεί τώρα δα και να μου το πει κι εγώ θα πάρω όλες τις αμαρτίες του στο λαιμό μου, μα όλες, από την ημέρα που γεννήθηκε, και θα βάλω κι όλους τους άλλους να τον συγχωρέσουν.
Οι μεταμοντέρνοι ασπόνδυλοι ελληνούτσοι θα βιαστούν, βέβαια, να καταδικάσουν μετά βδελυγμίας δηλώσεις σαν κι αυτήν ως κατεξοχήν εμβληματικές τού εθνοφυλετισμού και της μισαλλοδοξίας. Εντούτοις, πέρα από την ιστορική άνοια που τους δέρνει, πάσχουν αξιοθρήνητα από ατοπία και αχρονία (είναι εκτός τόπου και χρόνου, που λέμε), γιατί απλούστατα έτσι τους θέλει η δική μας η εποχή. Ο άη-Κοσμάκης ήξερε και ποιος είναι ο τόπος του και ποιος είναι ο χρόνος του. Ήξερε ότι ανήκει στην Ελλάδα που αφελληνίζονταν κι αυτό η ψυχή του δεν το βαστούσε. Οι κάθε κοπής ελληνούτσοι, όμως, ούτε ξέρουν ούτε θέλουν να ξέρουν αν έχουν τόπο ή χρόνο, γι’ αυτό και η ελληνική γλώσσα – που είναι χωρόχρονος που σπάει κόκαλα – τους ταράζει τον αφελληνισμό που συνεπάγεται η ονειροφαντασμένη τους Ελλάδα.
Εγώ αμαρτίες να συγχωρέσω δεν μπορώ, αλλά μπορώ να κάνω υποθέσεις, υποθέσεις όχι του ποδαριού μα θανάσιμες σαν την αλήθεια. Αν ήτανε, που λέτε, να απαντήσω κάποιον, τον οποιονδήποτε, από την Ομογένειά μας, ευθύς αμέσως θα του έλεγα: σαν μπορείς να υποσχεθείς πως μέσα στο σπίτι σου δεν θα ξαναμιλήσεις Αγγλικά παρά μόνο Ελληνικά, θα σηκωθώ τώρα δα και θα σε φιλήσω σταυρωτά και όλους τους άλλους θα τους βάλω να σε κάνουν εικόνισμα και να σε προσκυνάνε. Μα σαν δεν μπορείς τέτοια υπόσχεση να δώσεις, τότε να ξέρεις πως είσαι αυτό που πάντα ήσουν…ένας χαμένος… στο ποτέ και πουθενά. Σκληρός ο λόγος, δεν λέω, αλλά εδώ που φτάσαμε θα πρέπει να μάθουμε επιτέλους ποια είναι τα πράματα με τα οποία μπορούμε να παίζουμε και ποια κάνουν… τζιζ (τα εν ου παικτοίς, δηλονότι).
Όλοι το ’χουν τούμπανο κι εμείς κρυφό καμάρι! Η αδήριτη πραγματικότητα είναι ότι αφελληνιζόμαστε, μιας και χρόνο με τον χρόνο χάνουμε τη ζωοποιό μας σύνδεση με τα άγια των αγίων του Ελληνικού, την ελληνική γλώσσα σε όλη της τη διαχρονία, πολυμορφία και πλαστικότητα. Μη γελιόμαστε – είναι, άλλωστε, δοκιμασμένη και αποτυχημένη η συνταγή – το γλωσσικό μας Είναι δεν θα το διασώσουν πρωτίστως και κυρίως ούτε τα σχολεία, ούτε πολύ περισσότερο τα προγράμματα των πανεπιστημίων. Όλα τούτα υπάρχουν για να εξωραΐζουν αυτό που ήδη φέρει κανείς από το σπίτι του, μιας και κανείς δεν πήγε ποτέ σχολείο μογίλαλος αλλά κοινωνός σίγουρος της μητρικής λαλιάς. Τη γλώσσα μας θα τη σώσει ο παππούς, η γιαγιά, ο πατέρας και προπάντων η μάνα. Απ’ όλους αυτούς πρωτίστως η μάνα είναι που πρέπει να γίνει ο Πατροκοσμάς της Αυστραλίας… γιατί άλλον δεν πρόκειται να στείλει ο Μεγαλοδύναμος…
Προχειροενστάσεις και εναμαρτοπροφάσεις: «στην Αυστραλία ζούμε, τα Εγγλέζικα χρειάζονται»· «τα παιδιά με δύο γλώσσες θα πάθουν σύγχυση»· «Έλληνες μπορούμε να είμαστε και χωρίς Ελληνικά». Αρχίζω από το τέλος. Όσο το ψάρι βαστά έξω απ’ το νερό, άλλο τόσο θα βαστάξουν και οι Έλληνες χωρίς Ελληνικά. Όσοι υποστηρίζουν το αντίθετο, ας γνωρίζουν ότι γνωρίζουμε πως είναι ελληνοκάπηλοι. Όσο για τη σύγχυση, αυτήν την έχουμε πάθει εμείς, γιατί τα παιδιά που μεγαλώνουν δίγλωσσα είναι – παιδαγωγικά και ψυχολογικά – επιβεβαιωμένο ότι αποκτούν καλύτερη γλωσσική κατάρτιση. Και φτάνω στο πρώτο. Η Αυστραλία μπορεί κάποτε να ταυτιζόταν με την αγγλοφωνία, αλλά πάει ο καιρός εκείνος. Σήμερα όλοι καμωνόμαστε πως συναπαρτίζουμε μία χώρα πολυπολιτισμική. Αν όντως καταλαβαίνουμε τι εννοεί τούτος ο νεολογισμός, αν δεν θέλουμε να παραπέμπει σε φολκλορισμό ή, ακόμα χειρότερα, σε εορταστικό τσίρκο για να τέρπουμε εαυτούς και αλλήλους, τότε θα πρέπει να πραγματώσουμε στο έπακρο τις συνεπαγωγές του. Πολυπολιτισμική Αυστραλία σημαίνει μία Αυστραλία που ιδία και δημοσία θα σέβεται και θα προάγει τη γλωσσική συνύπαρξη. Τούτο κοινωνικοπολιτικά ισοδυναμεί με το να ομολογώ ότι είμαι Ελληνοαυστραλός και ο λόγος μου, τα απτά μου λόγια να μαρτυρούν Αυστραλέζικη Ελλάδα…