Κώστας Χατζηχρήστος: Ένας σπουδαίος ηθοποιός, μια καριέρα «σαν πικρό μέλι»
Αρκούν ένα «αμ’ πώς» κι ένα «ασουπή», για να «ξεκλειδώσουν» αυτόματα τη μνήμη μας και να ανασύρουν ορισμένες από τις απολαυστικότερες σκηνές του παλιού ελληνικού κινηματογράφου.
Πρωταγωνιστής στις αξέχαστες αυτές σκηνές ήταν ο αείμνηστος Κώστας Χατζηχρήστος, ένας από τους μεγαλύτερους κωμικούς ηθοποιούς που γέννησε η Ελλάδα.
Σε εποχές δύσκολες και σε χρόνια φτωχικά, ο σπουδαίος κωμικός ήταν εκεί για να χαρίσει στους Έλληνες απλόχερα το γέλιο – άλλοτε ως «Θύμιος», άλλοτε ως «Ζήκος» και με όποιον ρόλο εμφανιζόταν κάθε φορά επάνω στο σανίδι ή στη μεγάλη οθόνη. Το ίδιο και στις νεότερες γενιές, οι οποίες ευτύχησαν να γνωρίσουν τον ανεκτίμητο θησαυρό της φιλμογραφίας του από τη μεταγενέστερη προβολή των ταινιών του στη μικρή οθόνη.
Ποια να πρωτοθυμηθεί κανείς και ποια να ξεχωρίσει… «Ο Ηλίας του 16ου», «Λαός και Κολωνάκι», «Ο Θύμιος τα ‘κανε θάλασσα», «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες», «Το έξυπνο πουλί», «Ο Θύμιος τα ‘χει 400», «Της κακομοίρας», «Ο κύριος πτέραρχος», «Ο άνθρωπος που γύρισε από τα πιάτα»… Αυτές ήταν ορισμένες μόνο από τις εκατό και πλέον ταινίες, στις οποίες ενσάρκωσε θρυλικούς ρόλους, που έμειναν στην ιστορία. Αλλά και στο θέατρο, από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 ακόμα, ο Κώστας Χατζηχρήστος πρωτοπόρησε ως ηθοποιός, ως παραγωγός και κατόπιν ως θεατρικός επιχειρηματίας, ανεβάζοντας φαντασμαγορικές παραστάσεις που διακρίνονταν για την αρτιότητα της παραγωγής τους και για το πολυδάπανο των σκηνικών και των συντελεστών.
Ως χρονιά – «σταθμός» στην καριέρα του Κώστα Χατζηχρήστου θα μπορούσε να θεωρηθεί το 1952. Τότε δημιούργησε τον δικό του θίασο στο θέατρο και, παράλληλα, έκανε την παρθενική του εμφάνιση στη μεγάλη οθόνη, στην ταινία «Ο πύργος των ιπποτών». Γρήγορα καθιερώθηκε στο θεατρικό και κινηματογραφικό στερέωμα ως ένας από τους σημαντικότερους ηθοποιούς της εποχής. Όλα όμως είχαν ξεκινήσει περίπου μία δεκαετία νωρίτερα, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Ήταν μια νύχτα του 1943, όταν ο Κώστας Χατζηχρήστος… για να σωθεί από τους Γερμανούς που τον κυνηγούσαν, ανέβηκε για πρώτη φορά στο σανίδι και έπαιξε τον πρώτο του ρόλο μπροστά σε κοινό. Για την ακρίβεια, μπαίνοντας σε ένα θέατρο προκειμένου να αποφύγει τη σύλληψη, ανέβηκε επάνω στη σκηνή και άρχισε να αυτοσχεδιάζει, καταπλήσσοντας τους θεατές.
Σημειώνεται ότι ο γεννηθείς το 1921 Κώστας Χατζηχρήστος, μεγάλωσε με όνειρο να υπηρετήσει στον Ελληνικό Στρατό, ως αξιωματικός, και γι’ αυτό κατατάχθηκε στη Στρατιωτική Σχολή της Σύρου. Αμέσως μετά από την αποφοίτησή του, η οποία συνέπεσε με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και με την εκδήλωση της ιταλικής επίθεσης εναντίον της Ελλάδας, πολέμησε για την πατρίδα στο αλβανικό μέτωπο και κατόπιν, επί κατοχής, συμμετείχε στην Αντίσταση. Το τυχαίο γεγονός που περιγράφηκε παραπάνω, έμελλε να ματαιώσει τα σχέδιά του για σταδιοδρομία στον Στρατό και, παράλληλα, του άνοιξε τον δρόμο για να χαράξει μία λαμπρή πορεία στο θέατρο και τον κινηματογράφο.
Το 1961, ως καταξιωμένος πια ηθοποιός και έχοντας στο ενεργητικό του πολλές και μεγάλες επιτυχίες, κατάφερε να αποκτήσει το δικό του θέατρο, το «Θέατρο Χατζηχρήστου». Στο «σπίτι» του, όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά το αποκαλούσε, ανέβασε μερικές από τις ακριβότερες και εντυπωσιακότερες παραγωγές της εποχής, με πλούσια σκηνικά και πολυπληθείς θιάσους.
Δυστυχώς, όμως, το πάθος και η τελειομανία του αποδείχθηκαν μοιραία για την οικονομική βιωσιμότητα του θεάτρου. Μολονότι τα υπερθεάματα που παρουσίαζε, κατά κανόνα σημείωναν μεγάλη εμπορική επιτυχία, εντούτοις ήταν συνήθως πολυδάπανα και τα έσοδά τους υπερέβαιναν τα έξοδα.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της επιθεώρησης «Παριζιάνα», μιας παραγωγής του 1964, στην οποία συμμετείχε το περίφημο «Καζίνο ντε Παρί», ένα από τα γνωστότερα την εποχή εκείνη καμπαρέ του Παρισίου. Επρόκειτο για ένα χολιγουντιανών προδιαγραφών υπερθέαμα, για τις ανάγκες του οποίου απασχολούνταν συνολικά 118 άτομα. Για να καλύψει τις αυξημένες δαπάνες, Κώστας Χατζηχρήστος υποχρεώθηκε να βάλει ακριβό εισιτήριο, κάτι που οδήγησε σταδιακά το κοινό σε φθηνότερες επιλογές και τον ίδιο στα πρόθυρα της χρεωκοπίας. Σε αυτή τη δύσκολη συνθήκη, ο μεγάλος κωμικός ηθοποιός υπέστη το πρώτο του εγκεφαλικό επεισόδιο, και μάλιστα επάνω στη σκηνή.
Παρότι οι επιτυχίες, σε θέατρο και κινηματογράφο, συνεχίστηκαν τα επόμενα χρόνια, ωστόσο ο μεγάλος ηθοποιός δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει. Ο ίδιος εξομολογήθηκε αργότερα: «Εγώ είχα το ψώνιο να θέλω να ‘μαι παραγωγός, σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής. Λοιπόν κάνω μια ταινία με τον τίτλο “Ο ταχυδρόμος προχωράει” και ελαφρώς καταστρέφομαι οικονομικά. Δηλαδή τι ελαφρώς, που μου άλλαξε τα φώτα. Η ταινία πήγε πάτος. Δεν ήμουν κανένας αληταράς, ούτε χαρτοπαίχτης που τα ‘παιζα και τ’ άφηνα νηστικά, ούτε ιππόδρομο ούτε τίποτα. Τώρα πώς τα έτρωγα; Μη ρωτάτε. Πάντως ένα είναι σίγουρο ότι δεν τα ‘φαγα τα λεφτά μόνος μου. Πάντα με συνεργάτες, φίλους και γνωστούς. Ποτέ μόνος μου. Αλλά τα πιο χοντρά λεφτά χαθήκανε σε δουλειές θεατρικές και κινηματογραφικές. Και όσοι ξέρουν απ’ αυτά, με καταλαβαίνουν πιο πολύ. Πάντως ποτέ δεν δείλιασα και πάντα ρίσκαρα. Κι εκείνη την εποχή το χρήμα ήταν χρήμα. Το μόνο που κατορθώσαμε εγώ και το αδελφάκι μου, ο Δήμος, ήταν να φτιάξουμε ένα θέατρο που την εποχή που το πήραμε ήταν ένα παλιό υπόγειο σε κακά χάλια. Όπως όλοι οι άνθρωποι έτσι και εγώ έκανα τα λάθη μου, αλλά με αδίκησαν. Ειδικά στους καλλιτεχνικούς κύκλους η κακία, η ζήλια και ο παραγκωνισμός είναι συνηθισμένο φαινόμενο. Πρέπει να έχεις σιδερένια νεύρα και ταλέντο. Θα ήμουν όμως αχάριστος αν πω ότι δεν είδα μεγάλη δόξα και ότι δεν κονόμησα λεφτά. Μέσα από την Τέχνη τακτοποίησα τα παιδιά μου και τη δεύτερη γυναίκα μου την Ντιριντάουα. Το θέατρο και ο κινηματογράφος μου άφησαν μια γεύση σαν πικρό μέλι. Μαζί με τις χαρές γεύτηκα και την πίκρα».
Οι τελευταίες εμφανίσεις του Κώστα Χατζηχρήστου στο θεατρικό σανίδι έγιναν την περίοδο 1994-1996, στα έργα «Δεν ήξερες, δε ρώταγες» και «Τρελάθηκα και σώθηκα», τα οποία είχαν ανέβει στο «Θέατρο Χατζηχρήστου».
Δυστυχώς, στα τελευταία χρόνια της ζωής του βίωσε την οδυνηρή εμπειρία του να χάσει το θέατρό του, εξαιτίας των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε. Παράλληλα, έδωσε άνιση μάχη με τον καρκίνο, ενώ έφυγε από τη ζωή τον Οκτωβρίου του 2001, από λοίμωξη του αναπνευστικού.