Η Παναγία Εκκλησία: Ιστορία και Έσχατα σε μια εικόνα
του Δρος Βασίλη Αδραχτά
Αναπαύομαι ιδιαίτερα με την ιδέα ότι οι ιερές εικόνες άλλο δείχνουν κι άλλο… μαρτυρούν, καθώς και ότι πολλά από τα βιβλικά αναγνώσματα που ακούμε στις εκκλησιές άλλα λένε κι άλλα… εννοούν. Ειδικότερα, τις τελευταίες ημέρες, η σκέψη μου περιστρέφεται αφ’ ενός μεν γύρω από την εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, αφ’ ετέρου δε γύρω από τον περίφημο «Χριστολογικό Ύμνο» της Προς Φιλιππησίους (2:5-11), που αποτελεί και τον «Απόστολο» της εν λόγω εορτής. Αναρωτιέμαι: Άραγε η εικόνα της Κοιμήσεως τι ακριβώς μάς προβάλλει; Το ανάγνωσμα από την Προς Φιλιππησίους σε ποιον ακριβώς αναφέρεται και για ποιον λόγο; Το πρώτο ερώτημα μού προέκυψε αίφνης πριν από δέκα και πλέον χρόνια – ανήμερα Δεκαπενταυγούστου στην Αγία Ειρήνη της Οδού Αιόλου – και εξίσου αίφνης μού ήρθε και η απάντηση… Το δεύτερο ερώτημα το έθεσα στον εαυτό μου παραδόξως φέτος ανήμερα της εορτής – και λέγω «παραδόξως», διότι τον συγκεκριμένο «Απόστολο» τον ακούω χρόνια τώρα χωρίς ποτέ να αναρωτηθώ – ενώ η απάντηση ήταν από καιρό δοσμένη, μιας κι αποτελούσε προέκταση, τρόπον τινά, της απάντησης στο πρώτο ερώτημα.
Εκ πρώτης όψεως, θα έλεγε κανείς ότι η εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου δείχνει μία κηδεία. Ορθόν! Ορθότατον! Αυτό δείχνει, αλλά άλλο… εικονίζει! Και ούτε λίγο, ούτε πολύ, για να δει κανείς αυτό που εικονίζεται στη συγκεκριμένη εικόνα, θα πρέπει – υπό μία έννοια – να λάβει υπόψη του όλες τις εικόνες που αγιογραφούν το λεγόμενο Δωδεκάορτο· με άλλα λόγια, να λάβει υπόψη του όλη την εν Χριστώ Θεία Οικονομία. Λέγω ευθύς εξ αρχής και χωρίς περιστροφές ότι θεωρώ πως η εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου εικονίζει την ολοκλήρωση αυτής της Οικονομίας, τουτέστιν, τον δοξασμό της ανθρωπότητας στα έσχατα της ιστορίας, έναν δοξασμό ήδη παρόντα κι ενεργούμενο. Επομένως, ετούτη η εκπληκτική εικόνα αισθητοποιεί ενώπιόν μας το παρελθόν ενός τετελεσμένου θανάτου, το παρόν μιας συνεχιζόμενης ζωής και το μέλλον ενός προαναγγελθέντος πληρώματος. Αυτό το τελευταίο, το πλήρωμα της κοινής Αναστάσεως, είναι το μυστήριο της κοιμωμένης Παναγίας, το μυστήριο πάνω στο οποίο κύπτει ιεροπρεπώς η ανά τους αιώνες Εκκλησία, το μυστήριο που θα αποκαλύψει ο εν δόξη Ερχόμενος, ο Υιός του Ανθρώπου, ο Κύριος των Επουρανίων Δυνάμεων και των ψυχών ημών
Κοιτάζοντας κανείς την εικόνα της Κοιμήσεως, το πρώτο που μπορεί να διαπιστώσει είναι ότι εξ επόψεως δομής θυμίζει – αν μη τι άλλο – το εικονογραφικό θέμα της Δευτέρας Παρουσίας ή Εσχάτης Κρίσεως. Όπως εκεί υπάρχουν κατά βάση δύο επίπεδα – εκείνο του Κριτού Κυρίου Σαβαώθ και εκείνο των κρινομένων δικαίων και αδίκων ή, σπανιότερα, το επίπεδο του Κριτού που παριστάνεται επάνω μαζί με τους εκλεκτούς Του και το επίπεδο των καταραμένων που αποτυπώνονται αποκάτω απερχόμενοι «εις κόλασιν αιώνιον» (Ματθ. 25:46) – έτσι και στην εικόνα της Κοιμήσεως βλέπουμε το επίπεδο του εν δόξη Ιησού μετά των Επουρανίων Δυνάμεων και το επίπεδο της ανθρωπότητας με επίκεντρο την Θεοτόκο. Μάλιστα, από τον 12ο αιώνα και εξής, το δεύτερο επίπεδο αναδιπλασιάζεται μέσω μιας αντιδιαστολής σε θεοσεβές (Απόστολοι και άλλοι) και ασεβές (το περιστατικό του Ιεφωνίου). Παρόλο που ο εικονογραφικός τύπος της Κοιμήσεως παρουσιάζει μία ιδιαίτερη δομική συνθετότητα όσον αφορά τους πολλαπλούς – και εξαιρετικά διακριτικούς, θα τολμούσα να πω – άξονες που κυριαρχούν στην απόδοση των μορφών και του εν γένει θέματος, θα περιοριστώ στην ιδέα-μοτίβο που νομίζω ότι κυριαρχεί στην εν λόγω εικόνα και που δεν είναι άλλη από την προληπτική παρουσία των Εσχάτων ως ολοκλήρωση της ιστορίας.
Στην εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου δεν (θα πρέπει να) βλέπουμε μονάχα το τελευταίο επεισόδιο στη ζωή της Παναγίας, αλλά κυρίως και πρωτίστως το πρωτέσχατο γεγονός της σωτηρίας των ανθρώπων ή, αλλιώς, τον εσχατολογικό δοξασμό της ανθρώπινης ιστορίας. Η Παναγία αντιπροσωπεύει την Ιστορία, την όντως ιστορία, δηλαδή τη μεταποίηση της χρονικότητας σε θεουργία. Οι εκ περάτων της Οικουμένης Απόστολοι αυτήν την πανανθρώπινη παρουσία υποδηλώνουν· το ίδιο και οι Ιεράρχες με τα άμφια των κατοπινών αιώνων· το ίδιο οι μεγάλοι ασκητές και μελωδοί· το ίδιο οι άνδρες και οι γυναίκες και οι άγγελοι, που όλοι μαζί συναποτελούν μία ενιαία τρόπον τινά οντότητα. Με άλλα λόγια, η εικόνα που στοχάζομαι είναι ο Χριστός ξανά και ξανά και ξανά: ο Χριστός ως ο τέλειος Άνθρωπος «γενόμενο[ς] εκ [της] γυναικός» (Γαλ. 4:4) που κείτεται εμπρός Του· ο Χριστός ως ανάπτυγμα ανθρώπινης τελείωσης «από του νυν και έως του αιώνος» ολόγυρα στο θεοδόχο σώμα· ο Χριστός ως ο τέλειος Θεός «ος εν μορφή θεού υπάρχων ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα θεώ, αλλά εαυτόν εκένωσεν μορφήν δούλου λαβών» (Φιλ. 2:6-7α) χάρη στην ταπείνωση της πανανθρώπινης μητέρας Του, τουτέστιν, της παρθένου που εμείς Του προσφέραμε.
Αυτή ακριβώς η ταπείνωση, η ταπείνωση της μάνας κόρης που προϋποθέτει και συνεπάγεται την ταπείνωση του Κυρίου Υιού, είναι που με φέρνει κατευθείαν στην καρδιά του «Χριστολογικού Ύμνου» της Προς Φιλιππησίους. Διότι, εν τέλει, είναι ανήμερα της Παναγιάς που ο Παύλος, υποκλινόμενος μπροστά στα πόδια της Θεομήτορος, δοξάζει κι ανυμνεί αντί γι’ αυτήν τον Υιό… ή, καλύτερα, χάρη σ’ αυτήν τον Υιό! Συγχωρέστε με, αλλά αυτό που εγώ βλέπω και νιώθω εν προκειμένω είναι η τέλεια ισοδυναμία ανάμεσα στην εικονογράφηση της Κοιμήσεως, στη Χριστολογία του Παύλου και στον Όρο της εν Εφέσω Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Επίσης, πέρα από την κατ’ άνθρωπον λύπη και τον πόνο – ολωσδιόλου φυσικά σε μία κηδεία – αυτό που εγώ πάλι βλέπω και νιώθω είναι αφ’ ενός μεν κατάνυξη, τρόμο και έκσταση (πρβλ. Μάρκ. 16:8), αφ’ ετέρου δε την θεοπρεπή εκείνη διάθεση που δεν κατατολμά «των ανεφίκτων» αλλά «τη ομολογία της οικείας ασθενείας» διασκέπτεται «τα υπέρ άνθρωπον», καθώς εδογμάτισαν οι εν Εφέσω Πατέρες ημών. Για να το πω κάπως διαφορετικά, και ίσως πιο αφηρημένα, αλλά ταυτόχρονα πιο καθαρά:
ανθρωπότητα ↔ Παναγία ↔ Χριστός
Τι σημαίνει αυτή η επαναλαμβανόμενη διπλή συνεπαγωγή; Σημαίνει ότι όποιος φρονεί λάθη για το πρόσωπο της Παναγίας, ούτε την ανθρωπότητα – ως φύση και πρόσωπα – έχει δει ακόμα, ούτε και του Χριστού το πρόσωπο – σε όλη την ανθρωπότητα και θεότητά Του – θα δει ποτέ του. Γι’ αυτό, όσο κι αν νομίζει ότι λιβανίζει τη Μαριάμ, τον εαυτό του λιβανίζει· και όσο κι αν κόπτεται για τον λόγο του Θεού, τον δικό του λόγο λογίζεται. Ο νοών νοείτω…
Η Ορθόδοξη πίστη αποκαλύπτεται, και εννοώ ότι αποκαλύπτεται και σε μας τους ίδιους που θαρρούμε ότι την κατέχουμε δίκην ατομικής και συλλογικής περιουσίας, μόνο όταν ο νους και η καρδιά μας προσκυνούν την Παναγία σαν ακούμε το «εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος… γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου… ο Θεός… εχαρίσατο αυτώ το όνομα το υπέρ παν όνομα, ίνα εν τω ονόματι Ιησού παν γόνυ κάμψη επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων και πάσα γλώσσα εξομολογήσηται ότι Κύριος Ιησούς Χριστός» (Φιλ. 2:7β-11). Μπορούμε να νιώσουμε σε αυτά τα λόγια την εσχατολογική ολοκλήρωση του μυστηρίου που έγινε εν μέσω των ανθρώπων; Του μυστηρίου που έγινε πραγματικά γιατί υπήρξε τόσο μα τόσο – τουτέστιν, σταυρικά – θνητό; Του μυστηρίου που έγινε αληθινά, διότι μέσω μιας τέτοιας θνητότητας δοξάστηκε περίτρανα κι αξεπέραστα η αγάπη του Θεού Πατέρα; Αν μπορούμε, τότε λοιπόν ας ξανακοιτάξουμε την εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου κι ας αντικρίσουμε έκπληκτοι «σημείον μέγα… εν τω ουρανώ, γυνή περιβεβλημένη τον ήλιον, και η σελήνη υποκάτω των ποδών αυτής και επί της κεφαλής αυτής στέφανος αστέρων δώδεκα» (Απ. 12:1)! Ιδού η δόξα της Εκκλησίας, ιδού το νόημα της Ιστορίας!