Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors

ΟΙ ΛΟΚ και ΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ

Dr Παναγιώτης Διαμάντης*
Dr Παναγιώτης Διαμάντης*

Ονειρεύομαι Λόφους

Ονειρεύομαι λόφους που βουτούν

απ’ τον Παράδεισο στη θάλασσα,

εκεί που τ’ αρνιά την άνοιξη βουλιάζουν βαθιά στο θυμάρι.

Μια ευαίσθητη ραψωδία,

και το ρείκι να χύνει το μέλι του,

εκεί που τα πουλιά του Θεού πετούν χαμηλά

να βρέξουν τα φτερά τους και οι αετοί ζυγιάζονται

πάνω απ’ τη γραμμή του χιονιού,

και τα αρνάκια των μικρών σπιτιών

λάμπουν για να δείξουν στην Παναγία

που ακριβώς χτυπούν οι πιστές καρδιές,

και οι γυναίκες σκύβουν τα κεφάλια ταπεινά στην προσευχή.

Ελάχιστα γνωστή τόσο στην αυστραλιανή όσο και στην ελληνική ιστοριογραφία είναι η ιστορία του Σύδνεϋ και της Τζόις Λοκ (Sydney και Joice NanKivell Loch), οι οποίοι αφιέρωσαν τη ζωή τους στη φιλανθρωπική δράση και κυρίως στους επιζώντες της Γενοκτονίας των Ελλήνων. Έφθασαν στη Θεσσαλονίκη τον Μάιο του 1923 και πέρασαν ολόκληρη σχεδόν την υπόλοιπη ζωή τους σ’ έναν οικισμό που ήταν γνωστός τότε ως Προφόριον, ενώ αργότερα μετονομάστηκε σε Ουρανούπολη. Πολλοί αναγνώστες γνωρίζουν το χωριό αυτό ως την πύλη για την Αθωνική πολιτεία, το Άγιον Όρος. Λιγότερο γνωστό είναι ότι ο Σύδνεϋ Λοκ έγραψε την πρώτη αγγλόφωνη ιστορία του Αγίου Όρους.

Η Joice NanKivell γεννήθηκε σε αγρόκτημα έξω από το Ingham της βορείου Κουηνσλάνδης και μεγάλωσε στη Μελβούρνη. Ανύπαντρη ακόμα NanKivell ήταν γραμματέας του καθηγητή Κλασσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης Δρ Alexander Leeper, ο οποίος ήταν και ηγετικό στέλεχος του Ταμείου Αρμενικής [Ασσυριανής και Ελληνικής] Περίθαλψης της Βικτωρίας. Εκείνη την εποχή γνώρισε και παντρεύτηκε τον Sydney Loch, ο οποίος είχε υπηρετήσει στην Εκστρατεία των Δαρδανελλίων, γνωστή στην Αυστραλία ως Καλλίπολη.

Και οι δύο αγαπούσαν το γράψιμο, κάτι που τους απέφερε εισοδήματα αλλά και προβλήματα. Ο Loch έγραψε βιβλίο για τις εμπειρίες του στην Καλλίπολη, Τα Στενά Απόρθητα [The Straits Impregnable] (1916). Αρχικά δημοσιεύτηκε σαν μυθιστόρημα και γρήγορα εξαντλήθηκε. Όταν διαφημίστηκε σαν αληθινή ιστορία, η κρατική υπηρεσία λογοκρισίας απαγόρευσε την επανέκδοσή του. Το βιβλίο επέστρεψε στα βιβλιοπωλία μόλις το 2007, με τίτλο Στην Κόλαση και πάλι πίσω [To Hell and Back].

Οι νιόπαντροι Lochs ταξίδευσαν στην Ευρώπη, κυνηγώντας την καριέρα τους στη δημοσιογραφία. Το 1919 βρέθηκαν στην Πολωνία, η οποία μόλις είχε ξαναποκτήσει την ανεξαρτησία της, δουλεύοντας με άπορους πρόσφυγες του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου και ταυτόχρονα γράφοντας γι’ αυτούς.

Ο Ιρλανδικός Πόλεμος Ανεξαρτησίας (1919-1921) τους έφερε στη Σμαραγδένια Νήσο, όπου τα γραφόμενά τους προκάλεσαν την οργή του Ιρλανδικού Απελευθερωτικού Στρατού. Οι προειδοποιήσεις του IRA είχαν ως αποτέλεσμα οι Lochs να ξαναμετακομίσουν, αυτή τη φορά στην Ελλάδα κατά τα χρόνια του τέλους της Γενοκτονίας, και συγκεκριμένα στην Μακεδονία.

Πρώτη τους έδρα ήταν η Αμερικανική Γεωργική Σχολή, έξω από τη Θεσσαλονίκη, ένα ίδρυμα με το οποίο διατήρησαν στενές σχέσεις για την υπόλοιπή τους ζωή. Κάποια στιγμή, οι Lochs έμαθαν για μία ομάδα επιζώντνων της Γενοκτονίας των Ελλήνων, οι οποίοι είχαν εγκαταλειφθεί στα σύνορα του Αγίου Όρους. Επρόκειτο για μία ομάδα από τα ψαροχώρια στη νότια ακτή της Προποντίδας και κάποιους ταπητουργούς από την περιοχή της Καισαρείας – άνθρωποι δυστυχισμένοι που είχαν ξεχαστεί από ένα κράτος που κι αυτό τελούσε σε κατάσταση συγκλονισμού.

Οι Lochs ταξίδευσαν δύο ημέρες από τη μία άκρη της Χαλκιδικής στην άλλη και εγκαταστήθηακν στον πέτρινο πύργο ο οποίος δεσπόζει στην περιοχή, στο Προσφόριον, μέχρι τότε μετόχι της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου. Αυτό το πέτρινο κτίσμα του 13ου αιώνα στάθηκε το σπίτι τους για την υπόλοιπή τους ζωή.

Από την κρεβατοκάμαρά τους και το μπαλκονάκι της – στο ύψος του Προσφορίου, δίπλα στον Ναΐσκο του πύργου – μπορεί κανείς να αγναντεύσει το μάκρος της Αθωνίδας μέχρι και το ίδιο το Άγιον Όρος. Όπως έγραψε η Joice Loch: «Πρέπει να θυμόμαστε ότι η γοητεία του Άθωνα βρίσκεται πιο βαθιά απ’ ό,τι στο εξαιρετικό του περιβάλλον, πιο βαθιά απ’ ό,τι στο μεγαλείο του μεγάλου βουνού που επωμίζεται τον ουρανό… ’.

Η πρόσβαση στις ιερές μονές του Αγίου Όρους ήταν ευλογία για τους Loch σε πολλαπλά επίπεδα. Μακριά από τον εξάπλωση που άρχισε να γνωρίζει σιγά-σιγά η Θεσσαλονίκη, η σχετική απομόνωση της περιοχής της Ουρανούπολης τούς πρόσφερε την ησυχία που χρειάζονταν για να γράψουν. Παρά το γεγονός ότι δεν ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι, ο Άθως τούς πρόσφερε κι αυτός μεγάλη έμπνευση, όπως αποκαλύπτουν τα πολλαπλά γραφτά τους.

«Ο Sydney είχε με τον καιρό γοητευτεί όλο και περισσότερο με τον Άθωνα», έγραφε η Joice. «Πολλοί μοναχοί και ερημίτες ελιχαν έρθει για να μας επισκεπτούν και με γοήτευαν με τους θρύλους και τις ιστορίες του μοναστικού κόσμου.»

Από αυτά τα γραφόμενα – αναφορές που προορίζονταν για ειδησεογραφικά πρακτορεία, ανθολογίες, μία ημιτελή αυτοβιογραφία, ακόμα και παιδικά βιβλία – ζούσαν τόσο οι Loch προσωπικά, όσο και η Ουρανούπολη. Εκείνη την εποχή, πολύ πριν από τα αεροπορικά ταξίδια και τον μαζικό τουρισμό, το χωριό πάλευε να επιβιώσει οικονομικά. Δεν είχε καλλιεργήσιμες εκτάσεις, ούτε βοσκοτόπια. Στηριζόταν στην αλιεία, η οποία συμπλήρωνε τη διατροφή των κατοίκων της περιοχής με τα όσα κατάφερναν να καλλιεργήσουν στις μικρές τους εκτάσεις. Οι Loch επένδυσαν πολλά από τα χρήματα που εξοικονομούσαν από τα γράψιμο σε έργα υποδομής για την Ουρανούπολη.

Ο Sydney και η Joice δεν ξέχασαν ποτέ την Αυστραλία. Αν και ο Sydney δεν επέστρεψε ποτέ στους Αντίποδες, η Joice επέστρεψε δύο φορές ύστερα από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Διατήρησαν την επικοινωνία με τις οικογένειές τους και τους φίλους τους στην Αυστραλία και έτσι εξασφάλισαν δωρεές μαλλιού, είδη ψαρέματος και διάφορα άλλα αγαθά. Με το ίδιο σκεπτικό που βλέπει κανείς στο έργο του Συνταγματάρχη George Devine Treloar, στην γειτονική ανατολική Μακεδονία και δυτική Θράκη κατά την ίδια περίοδο, το σχέδιο ήταν να γίνει η Ουρανούπολη όσο πιό οικονομικά αυτόνομη γινόταν, χρησιμοποιώντας τις δεξιότητες που έφεραν μαζί τους οι επιζώντες από τις πατρογονικές τους εστίες.

Οι Loch «γνώριζαν ότι εάν [οι πρόσφυγες] δοκίμαζαν κάποια από τα καταπληκτικά βυζαντινά σχέδια από τον Άθωνα, τότε θα μπορούσαν να αναπτύξουν μία μοναδική βιομηχανία», η οποία θα έφερενε την οικονομική ανεξαρτησία στην κοινότητα, ειδικά στις γυναίκες του χωριού που ήταν στην πράξη οι ταπητουργοί. Η έμπνευση ήρθε από τα χειρόγραφα των βιβλιοθηκών του Αγίου Όρους. Έχοντας αναπτύξει φιλίες με τους μοναχούς, ο Sydney Loch περπατούσε από μοναστήρι σε μοναστήρι, φωτογραφίζοντας τις ζωγραφιές των χειρογράφων. Η Joice και οι ταπητουργοί της Ουρανούπολης δημιούργησαν πανέμορφα σχέδια από αυτές τις φωτογραφίες.

Τα πρώτα τρία σχέδια – τα οποία η Joice δήλωσε «ότι είναι ακόμα τα αγαπημένα μου» – ήταν «Το Δέντρο της Ζωής» από την Ιερά Μέγιστη Μονή Εσφιγμένου, «Το Μωσαϊκό Βατοπαιδίου» και «Η Φιάλι της Λαύρας». Έτσι γεννήθηκε η εταιρεία Pirgos Carpets, όπως έγινε γνωστή. Η ποιότητά των προϊόντων της έγινε διάσημη στην Ευρώπη των δεκαετιών του 1920 και 1930.

Ίσως ο πιο καταπληκτικός τάπητας να είναι αυτός που σχεδίασε η Joice βασισμένη σε πετρόγλυφα των αυτοχθόνων της Αυστραλίας. Παραμένει ασαφές εάν αυτά τα πετρόγλυφα, τα οποία τα είδε στα νιάτα της, ήταν κοντά στη γενέτειρά της στην Κουνσλάνδη ή στην ευρύτερη περιοχή της Μελβούρνης. Πιστεύεται ότι 20 τάπητες τύπου «Πύργου» βρίσκονται σήμερα στην Αυστραλία, οι επτά στο Australia Council, ένας στο Μουσείο Powerhouse του Sydney και άλλοι σε ιδιωτικές συλλογές.

Ο Άθως με τους γενειοφόρους μοναχούς, ερημίτες και ζηλωτές του μας γοήτεψε… Σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή οι μοναχοί φρόντιζαν και πρόσφεραν καταφύγιο σε απομονωμένες ομάδες Χριστιανών πατριωτών. Αυτές δεν θα υπήρχαν χωρίς τα μοναστικά καταφύγια. Η νεολαία σήμερα έχει έντονη την τάση να το ξεχάσουν αυτό και να βλέπει τους μοναχούς σαν κάτι το ξεπερασμένο, κάτι που δεν τους ταιριάζει. Στο χωριό μας νοιώθαμε κομμάτι του Άθωνα, κι αυτό διότι ζούσαμε δίπλα του.

Η Joice έγραψε τα λόγια αυτά στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Το πάθος των Loch για τη δεύτερη πατρίδα τους, καθώς και οι συνομιλίες και οι εμπειρίες που ήταν παράγωγα αυτού του πάθους, είχαν ως αποτέλεσμα την πρώτη αγγλόφωνη ιστορία του Περιβολιού της Παναγίας, Athos The Holy Mountain (1957).

Παρά τις επανειλημμένα αντίξοες συνθήκες της ζωής – τον καταστροφικό σεισμό της 26ης Σεπτεμβρίου 1932, τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Κατοχή της Μακεδονίας από τους Ναζί και τους Βουλγάρους, η οποία ανάγκασε τους Loch να διαφύγουν στη Βρετανική Παλαιστίνη αφού ήταν Βρετανοί πολίτες – ο Sydney συνέχισε να δουλεύει πάνω στο βιβλίο αυτό. Από την Πολωνία και την Ρουμανία, οι Loch φυγάδευσαν πρόσφυγες στην Βρετανική Παλαιστίνη μέσω του Πολωνικού Ταμείου Περιθάλψεως (Polish Relief Fund). Χιλιάδες Πολωνοί επέζησαν χάρη στις δικές τους προσπάθειες.

Ο Sydney διοργάνωσε επίσης την περίθαλψη των Ελλήνων που κατάφεραν να φθάσουν στους Αγίους Τόπους από τα νησιά του Αιγαίου. Είχε την ατράνταχτη πίστη ότι εάν κάποιος ζητούσε την βοήθειά σου δεν είχες το δικαίωμα να την αρνηθείς.

Όπως έγραψε η Joice στον Επίλογο του βιβλίου, ο Sydney:

Μπαίνει βαθύτερα στη ζωή του μοναστικού κόσμου από οποιονδήποτε άλλο συγγραφέα: ασχολείται με τη βιβλιοθήκη και το θυσαυροφυλάκιο, αλλά επίσης και με τους ανθρώπους που ζούσαν στο Όρος. Οι μοναχοί, οι ψαράδες,και οι καρβουνιάρηδες ήταν φίλοι του. Γνώρισε τους ερημίτες στον δικό τους χώρο και κατανόησε την πνευματική ώθηση και τη δυνάμη αυτοπειθαρχίας που τους οδηγούσαν στην απομόνωση, σκαρφαλωμένους σε ανεμοδαρμένους βράχους. Σπάνια καλωσόρισαν έναν λαϊκό με τέτοια αγάπη σε μοναστήρι ή σε καλύβα.

Στις 6 Φεβρουαρίου 1954, ο Sydney απεβίωσε ξαφνικά, «καθισμένος δίπλα στο τζάκι του». Είχε ολοκληρώσει το χειρόγραφο και το δακτυλογραφούσε. Σύμφωνα με την Joice, η ίδια «παρέμεινε στο Προφόριον έτσι ώστε να διορθώσει και να δακτυλογραφήσει το βιβλίο στην ατμόσφαιρα στην οποία είχε γραφτεί.»

Οι Loch πήγαν στην Ουρανούπολη για να βοηθήσουν μία ομάδα ανθρώπων που είχαν χάσει τα πάντα και οι οποίοι ένοιωθαν ότι ο κόσμος τούς είχε εγκαταλείψει. Κάτα κάποιον τρόπο, αυτοί οι επιζώντες της Γενοκτονίας και οι μοναχοί του Αγίου Όρους έσωσαν τους Loch. Έπαυσαν οι περιπλανήσεις τους και βρήκαν έναν τόπο να νοιώθουν σαν στο σπίτι τους, έναν τόπο στον οποίο μπορούσαν να ανήκουν. Αυτό φαίνεται μέσα από την πεζογραφία και την ποίησή τους, ειδικά της Joice.

Η Joice απεβίωσε στο αγαπημένο της Προσφόριον στις 8 Οκτωβρίου 1982, σε ηλικία 95 ετών. Και οι δύο Loch αναπαύονται στο Κοιμητήριο Ουρανοπόλεως, περικυκλωμένοι από τους ανθρώπους στους οποίους αφιέρωσαν τη ζωή τους για να τους βοηθήσουν. Την κηδεία της τέλεσε ο Ορθόδοξος Μητροπολίτης Κάλλιστος Ware από την Οξφόρδη, ο οποίος περιέγραψε την NanKivell Loch ως «μία από τις πιο σημαντικές γυναίκες του 20ου αιώνα».

Οι ζωές των Loch υπενθυμίζουν τον Αυστραλιώτη Ελληνισμό τη σημασία της προφοράς και στις δύο πατρίδες μας, καθώς και τις βαθιές σχέσεις που συνδέουν την Αυστραλία και τον Ελληνισμό, σχέσεις που ξεκινούν και τελειώνουν με τους ανθρώπους και τις εμπειρίες τους.

* Ο Δρ Παναγιώτης Διαμάντης είναι γενοκτολόγος και ιστορικός με ειδικότητα στην Ελληνο-αυστραλιανή ιστορία.