Φέτος συμπληρώνονται 250 χρόνια από τη γέννηση ενός από τους σπουδαιότερους συνθέτες όλων των εποχών
Διακόσια πενήντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τη γέννηση ενός από τους σπουδαιότερους συνθέτες όλων των εποχών, του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν. Πρόκειται για την κυριότερη φιγούρα της μετάβασης της μουσικής από την κλασική εποχή στο ρομαντισμό.
Ο Γερμανός συνθέτης και πιανίστας της κλασικής μουσικής είχε γεννηθεί στη Βόννη, τον Δεκέμβριο του 1770, ενώ πέθανε στη Βιέννη, σε ηλικία 56 ετών.
Από νεαρή ηλικία έδειξε το ταλέντο που είχε στη μουσική, δημιουργώντας βάσιμες προσδωκίες οτι θα συνέχιζε τη μουσική παράδοση της οικογένειάς του. Ο πατέρας του, εξάλλου, Γιόχαν βαν Μπετόβεν, ήταν ο πρώτος δάσκαλός του, μαζί με τον Κρίστιαν Γκότλομπ Νέεφε, ενώ επιφανής μουσικός ήταν και ο παππούς του, επίσης Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, ο οποίος έφυγε από τη ζωή τρία χρόνια μετά από τη γέννηση του εγγονού του.
Σε ηλικία 21 ετών, ο νεαρός τότε μουσικός μετακόμισε στη Βιέννη, όπου ξεκίνησε να μαθητεύει στο πλευρό του Γιόζεφ Χάυντν, αποκτώντας παράλληλα και τη φήμη και το ρεπερτόριο του βιρτουόζου πιανίστα. Όπως είναι γνωστό, ο Μπετόβεν ήρθε αντιμέτωπος με την εξασθένιση και εν τέλει με την ολική απώλεια της ακοής του. Αυτό άρχισε να συμβαίνει σταδιακά από τα μέσα της τρίτης δεκαετίας της ζωής του – λίγο πριν ή λίγο μετά από τα 25 του χρόνια – ενώ στην ηλικία των 50 ετών θερωρείται ότι ήταν πια ολοκληρωτικά κωφός. Νωρίτερα, όταν ήταν 41 ετών, είχε σταματήσει να διευθύνει και να εκτελεί μπροστά σε κοινό και αφιερώθηκε αποκλειστικά στη σύνθεση.
Το γεγονός της απώλειας της ακοής του προκαλούσε μεγάλη θλίψη στον Μπετόβεν, που αποτυπώνεται και σε ένα γράμμα του προς τους αδελφούς του, το 1802, με την παράκληση να διαβαστεί μετά το θάνατό του, γνωστό και ως Διαθήκη του Heiligenstadt. Η υγεία του Μπετόβεν ήταν γενικά κακή και το 1826 επιδεινώθηκε δραστικά, γεγονός που οδήγησε και στον θάνατό του τον επόμενο χρόνο.
Οι τρεις περίοδοι της καριέρας του
Η καριέρα του Μπετόβεν ως συνθέτη χωρίζεται διακριτά σε τρεις περιόδους, την πρώιμη, τη μέση και την τελευταία. Η πρώιμη περίοδος αρχίζει ουσιαστικά από την ηλικία των 13 ετών και τελειώνει περίπου το 1802.
Τις πρώτες σονάτες που συνέθεσε ο Μπετόβεν, τις αφιέρωσε στον Χάυντν που ήταν και ο σημαντικότερος δάσκαλός του. Πρόκειται για σονάτες που χαρακτηρίζονται από μεγάλες ομοιότητες με αντίστοιχες συνθέσεις του Χάυντν, ενώ η σημαντικότερη ίσως εξ αυτών είναι η Παθητική. Το 1800 ο Μπετόβεν παρουσίασε την 1η Συμφωνία και δύο χρόνια αργότερα τη 2η Συμφωνία. Η πρώτη ακολουθεί περισσότερο τα κλασικά πρότυπα, ενώ η δεύτερη χαρακτηρίζεται από περισσότερες καινοτομίες, κυρίως ως προς τη δομή της. Επίσης, στην πρώτη περίοδο εντάσσονται τα έξι πρώτα κουαρτέτα εγχόρδων και τα δύο πρώτα κοντσέρτα για πιάνο. Τα γενικά χαρακτηριστικά των πρώτων έργων του Μπετόβεν ειναι οι συχνές εναλλαγές στη δυναμική και οι έντονες αντιθέσεις ή εξάρσεις.
Κατά τη διάρκεια της δεύτερης δημιουργικής περιόδου του, ο σπουδαίος πιανίστας και συνθέτης, ο οποίος πλέον απολαμβάνε αναγνώριση σε σχεδόν ολόκληρη την Ευρώπη, ανέπτυξε ένα περισσότερο προσωπικό ύφος, το οποίο χαρακτηρίζεται συχνά ως “ηρωικό”. Η περίοδος αυτή ξεκινά με την 3η Συμφωνία (ή Ηρωική Συμφωνία), η οποία είναι πολύ μεγάλη σε διαστάσεις για τα πρότυπα της εποχής και χαρακτηρίζεται από αρκετές παρεκτροπές από την κλασική δομή των συμφωνιών. Το δεύτερο μέρος (Πένθιμο Εμβατήριο) έχει εμβατηριακό χαρακτήρα και θεωρείται αναφορά στη Γαλλική Επανάσταση, ενώ αρχικά αφιερώθηκε στον Ναπολέοντα Α΄ Βοναπάρτη. Την ίδια περίοδο ο Μπετόβεν συνέθεσε και τη μοναδική του όπερα, τη Φιντέλιο, κεντρικός χαρακτήρας της οποίας είναι η Λεονόρα, που μεταμφιεσμένη σε άνδρα σώζει τον σύζυγο της από τη φυλακή. Η όπερα παραπέμπει επίσης στη Γαλλική Επανάσταση, με τη Λεονόρα να ενσαρκώνει τα ιδανικά της. Την περίοδο 1806-1808 ο Μπετόβεν ολοκλήρωσε την 4η, την 5η και την 6η Συμφωνία, ενώ το 1812 έγραψε την 7η και την 8η Συμφωνία. Στη δεύτερη περίοδο του Μπετόβεν ανήκουν ακόμα τα τρία τελευταία κοντσέρτα για πιάνο, το μοναδικό κοντσέρτο για βιολί, πέντε κουαρτέτα εγχόρδων και έξι επιπλέον σονάτες για πιάνο, στις οποίες περιλαμβάνεται η σονάτα Waldstein και η Appassionata.
Η τρίτη δημιουργική περίοδος του Μπετόβεν, που συμπίπτει με την περίοδο κατά την οποία βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο απώλειας της ακοής του, περιλαμβάνει μεγαλοπρεπείς συνθέσεις, με μεγαλύτερο πνευματικό βάθος, ενώ η δομή τους θεωρείται γενικά πιο αφηρημένη και ασαφής. Την τρίτη αυτή περίοδο “σημαδεύει” η ολοκλήρωση της 9ης Συμφωνίας, η οποία παρουσιάστηκε δημόσια το Μάιο του 1824. Αναφέρεται, μάλιστα, ότι ο Μπετόβεν, που φαινομενικά διηύθυνε το έργο, δεν ήταν σε θέση να ακούσει τα χειροκροτήματα του πλήθους και χρειάστηκε να τον στρέψει προς το κοινό για υπόκλιση μία από τις σολίστ. Στην 9η Συμφωνία υπάρχει ένα στοιχείο καινοτομίας, που είναι η χρήση χορωδίας και τεσσάρων μονωδών στη μελοποίηση του ποιήματος “Ωδή στη Χαρά” του Σίλερ. Η 9η Συμφωνία θεωρείται ως σήμερα ένα από τα αριστουργήματα στην ιστορία της μουσικής. Άλλα έργα που ανήκουν στην τελευταία περίοδο δημιουργίας του Μπετόβεν είναι τα τελευταία έξι κουαρτέτα εγχόρδων, οι τελευταίες έξι σονάτες για πιάνο, καθώς και η Missa Solemnis (Επίσημη Λειτουργία), έργο θρησκευτικής αντιστικτικής μουσικής.
Εορτασμοί για τα 250 χρόνια, υπό τις δυσμενείς συνθήκες της πανδημίας
Η φετινή επέτειος των 250 ετών από τη γέννηση του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, αποτελεί μια ιδανική ευκαιρία να ξαναγνωρίσουμε τον σπουδαίο συνθέτη και τα έργα του που άλλαξαν τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε για τη μουσική. Για τον εορτασμό της επετείου έχουν προγραμματιστεί εκδηλώσεις σε όλον τον κόσμο, σε αίθουσες συναυλιών, μουσεία κ.λπ., οι οποίες ομως αναμφίβολα επιρεάζονται και εξαρτώνται από τις συνθήκες της πανδημίας που έχουν διαμορφωθεί. Για όσους έχουν, πάντως, τη σχετική δυνατότητα, θα ήταν ευχής έργο να αδράξουν την ευκαιρία και να “συναντηθούν” με τα μουσικά αριστουργήματα που έχει κληροδοτήσει στην ανθρωπότητα ο σπουδαίος Λούντβιχ βαν Μπετόβεν.