Αλέκος Φασιανός: Ο σπουδαιότερος ζωγράφος της σύγχρονης Ελλάδας
Οι πρώτες του απόπειρες να ζωγραφίσει, η συνδρομή του ιερέα παππού του και η πορεία του προς τη διεθνή αναγνώριση και καταξίωση
Έχει χαρακτηριστεί – και όχι άδικα – ως ο μεγαλύτερος εν ζωή Έλληνας ζωγράφος. Ταυτόχρονα, έχοντας πραγματοποιήσει δεκάδες εκθέσεις σε μερικές από τις διασημότερες αίθουσες τέχνης του κόσμου, κατατάσσεται – επίσης όχι άδικα – ανάμεσα στους μεγαλύτερους πρεσβευτές της ελληνικής τέχνης στο εξωτερικό.
Αντικρίζοντας κανείς – φιλότεχνος ή μη – τα έργα του, δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει στο απλό και καθαρό σχέδιο, στα ασυνήθιστα χρώματα και στην εκφραστική τους δύναμη, την ιδιαίτερη «πινελιά» του Αλέκου Φασιανού!
Ο σπουδαίος ζωγράφος έχει γεννηθεί, το 1935, στη γραφική Πλάκα της Αθήνας, κυριολεκτικά κάτω απ’ την Ακρόπολη, και ειδικότερα στον ναό των Αγίων Αποστόλων, καθώς ο παππούς του ήταν ιερέας και είχε μερικά κελιά για να μένει η οικογένεια.
Οι καλλιτεχνικές του ανησυχίες ξεκίνησαν από τα πρώιμα παιδικά του χρόνια, όταν παρατηρούσε το περιβάλλον γύρω του και ένοιωθε την ανάγκη να το αποτυπώσει με χρώματα. Αν και στην αρχή δεν τα κατάφερνε, όπως έχει παραδεχθεί, δεν άργησε να μυηθεί στη ζωγραφική τέχνη και να την κάνει δικιά του. Στην ηλικία των 6 – 7 ετών, ήδη ζωγράφιζε τους φίλους του, όταν έπαιζαν. Έκτοτε, σιγά – σιγά άρχισε να αναδεικνύεται το μεγάλο ταλέντο του.
Καταλυτική συμβολή σε αυτήν την κατεύθυνση είχε ο ιερέας παππούς του, ο οποίος του πρωτοέμαθε να σχεδιάζει ένα πρόσωπο προφίλ. Εκείνος, παρότι εντυπωσιασμένος, απέτυχε να κάνει το ίδιο προφίλ στην πρώτη του προσπάθεια. Τότε ο παππούς του τού έπιασε το χέρι και το έκαναν μαζί. «Ίσως αυτό το προφίλ που κάνω στα έργα μου, να προέρχεται από τότε…», έχει αναφέρει σε παλαιότερη συνέντευξή του.
Στον παππού του ο Αλέκος Φασιανός οφείλει, επίσης, την ιδιαίτερη σχέση του με τη εκκλησία και την ισχυρή πίστη του στον Θεό. Από μικρό παιδί, άλλωστε, συνήθιζε να βοηθάει τον ιερέα παππού του στις θρησκευτικές τελετές. Εκεί έμαθε να σέβεται τη θρησκεία που «σε οδηγεί σε μέρη που δεν τα έχεις σκεφτεί, σου κάνει μια αποκάλυψη υπερπραγματική».
Ο πατέρας του ήταν μουσικός, ενώ η μητέρα του φιλόλογος. Χάρη στον πρώτο, έμαθε να παίζει βιολί. Χάρη στη δεύτερη, που είχε μανία με την ελληνική αρχαιότητα, απέκτησε από νωρίς ιδιαίτερες παραστάσεις από την αρχαιότητα, οι οποίες τον επηρέασαν στην καλλιτεχνική του διαδρομή. «Μέχρι τα δεκαεφτά μου χρόνια ζωγράφιζα μόνος μου και είχα όλο το μαγικό κόσμο των εικόνων στις εκκλησίες, και από την άλλη μεριά την αγαλματολατρεία των αρχαίων Ελλήνων», έχει πει χαρακτηριστικά.
Κρίσιμο σημείο για τη μετέπειτα πορεία του, ήταν η χρονιά που έδωσε εξετάσεις για να εισαχθεί στο πανεπιστήμιο. Αυτός ήταν ο διακαής πόθος της φιλολόγου μητέρας του, όχι όμως και ο δικός του. Εκείνος είχε θέσει ως αυτοσκοπό το να ακολουθήσει το μεγάλο του πάθος, τη ζωγραφική. Τελικά, για λίγες μονάδες, δεν πέρασε στο πανεπιστήμιο και έτσι… «πέρασε» το δικό του: σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου είχε δάσκαλο τον Γιάννη Μόραλη.
Ο Αλέκος Φασιανός, μετά από μια πρώτη και πολύ σύντομη περίοδο, κατά τη διάρκεια της οποίας επηρεάστηκε από την αφηρημένη τέχνη, υιοθέτησε ένα πολύ προσωπικό ύφος, το οποίο υπηρετεί εφεξής πιστά την παραστατική ζωγραφική. Ήδη από τη δεκαετία του ’60 διαμόρφωσε μια συγκεκριμένη θεματολογία, αμιγώς ανθρωποκεντρική, έστω και υπαινικτικά στα έργα όπου ο άνθρωπος απουσιάζει. Η συγκεκριμένη θεματολογία με την πάροδο των χρόνων μετατράπηκε, σιγά – σιγά, σε μέγιστη εικαστική πραγματεία περί καθημερινότητας.
Από το 1959, χρονιά κατά την οποία έκανε την πρώτη ατομική του παρουσίαση στην Αθήνα, έχει ως σήμερα πραγματοποιήσει περισσότερες από εβδομήντα ατομικές εκθέσεις σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Παρίσι, Μόναχο, Τόκυο, Αμβούργο, Ζυρίχη, Μιλάνο, Βηρυτό, Στοκχόλμη, Λονδίνο και αλλού. Επιπλέον, συμμετείχε επανειλημμένα σε ομαδικές εκθέσεις και σε γνωστές διεθνείς διοργανώσεις ανά την υφήλιο.
Η αναγνώριση του έργου του, σε Ελλάδα και εξωτερικό, συνοδεύτηκε από πολλές και σημαντικές τιμητικές διακρίσεις. Μεταξύ άλλων, το 1985 έγινε Ιππότης του Τάγματος των Τεχνών (βραβεύτηκε από τον Υπουργό της Γαλλίας Ζακ Λανγκ), ενώ από το 2010 είναι ο Διοικητής του Τάγματος των Τεχνών (βραβεύτηκε από τον Υπουργό της Γαλλίας Φρανσουά Μιτεράν). Επίσης, το 2013 τιμήθηκε με μία από τις υψηλότερες διακρίσεις της Γαλλικής Δημοκρατίας, με το Προεδρικό Βραβείο του «Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής». Αξίζει ακόμη να αναφερθεί ότι είναι μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Αθήνας και επίτιμο μέλος της Κρατικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Ρωσίας, καθώς επίσης μέλος της Διεθνούς Ακαδημίας Τέχνης.
Εκτός από τη ζωγραφική, ο Αλέκος Φασιανός καταπιάστηκε ακόμη με τη χαρακτική, με τον σχεδιασμό αφισών, καθώς και με τη σκηνογραφία, συνεργαζόμενος κυρίως με το Εθνικό Θέατρο (Αμερική του Κάφκα σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, 1975, Ελένη του Ευριπίδη, 1976, Όρνιθες του Αριστοφάνη, 1978, κ.α.). Ανέλαβε την εικονογράφηση αρκετών βιβλίων, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, γνωστών ποιητών και συγγραφέων. Έχει, επίσης, εκδώσει και δικά του κείμενα, πεζά και ποιητικά.
«Με ό,τι πέφτει στα χέρια μου μπορώ να δημιουργήσω», έχει δηλώσει σε παλαιότερη συνέντευξή του. «Δεν πρέπει να είσαι δούλος των υλικών», ανέφερε χαρακτηριστικά, «αλλά να τα κατακτάς. Γιατί το υλικό είναι μέσο, με το οποίο μπορείς να δημιουργήσεις. Μπορεί να είναι πέτρα, ξύλο ή οτιδήποτε άλλο. Και για τη ζωγραφική χρειάζονται απλώς χρώματα. Τα υλικά τα φτιάχνω μόνος μου. Φτιάχνω χρώματα με κόλλα και σκόνη. Όταν μαγειρεύεις σπίτι σου, δεν μαγειρεύεις καλύτερα από αυτά τα εστιατόρια; Κάπως έτσι κάνω και εγώ. Το ατελιέ μου είναι σαν κουζίνα. Μαγειρεύω και φτιάχνω μοναδικές συνταγές».
Διανύοντας πλέον το 84ο έτος της ηλικίας του, ο Αλέκος Φασιανός ζει μόνιμα στην Αθήνα, στην περιοχή Παπάγου, και εξακολουθεί να αφιερώνει τον χρόνο και το πάθος του στη ζωγραφική. Η πιο πρόσφατη έκθεση με έργα του φιλοξενήθηκε στο Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη, τον Μάιο του 2019. Επρόκειτο για μια έκθεση κοινή με τον ποιητή Βαγγέλη Χρόνη, που τιτλοφορούταν «Αλέκος Φασιανός-Βαγγέλης Χρόνης: 30 χρόνια φιλίας. Ζωγραφική και Ποίηση», την οποία μάλιστα εγκαινίασε ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, κ. Προκόπης Παυλόπουλος, ενώ την τίμησε με την παρουσία του και ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος.